Παρασκευή 18 Αυγούστου 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 28
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Το μεγαλείο του φτωχού κλέφτη

Ηταν ένα τηλεφώνημα σαν όλα τ' άλλα με μια δικηγόρο στην άλλη άκρη της γραμμής.

Ομως, όταν άρχισε να διηγείται το γεγονός μάς ξάφνιασε. Κι όταν τελείωσε την αφήγησή της προτείναμε να γράψει η ίδια την ιστορία.

Λίγο αργότερα έφτασε στην εφημερίδα με φαξ ένα χειρόγραφο δύο σελίδων με τα πλήρη στοιχεία της δικηγόρου και την παράκληση να μη δημοσιευτεί «το όνομα και η διεύθυνση για επαγγελματικούς λόγους».

Καλύτερα, όμως, διαβάστε την επιστολή:

«Είμαι δικηγόρος, αλλά με πολλά οικονομικά προβλήματα αυτή την εποχή, τόσο που διακατέχομαι από φοβερό άγχος και ανασφάλεια, μέχρι να εκδοθούν αποφάσεις και να εισπράξω κάποιες αμοιβές, αρκούμαι στα απολύτως απαραίτητα για την υγεία και την ευπρέπεια, που επιβάλλει το πρεστίζ του επαγγέλματος. Για να καταβάλω το ενοίκιο Αυγούστου δανείστηκα χρήματα, διότι εκτός των άλλων, ο μήνας αυτός είναι νεκρός για όλους επαγγελματικά (ιδιαίτερα για τους δικηγόρους, που με δυσκολία αγοράζουν έστω και ένα εντελώς απαραίτητο νομικό βιβλίο αυτή την εποχή, κι αν το αγοράζουν).

Στις 6.8.2000 πήγα στο Ολυμπιακό Στάδιο στο Μαρούσι, για να επισκεφτώ ένα συνάδελφο, ώρα 12μ. Κατά λάθος πέρασα τη διάβαση και κατευθύνθηκα προς το μαιευτήριο «Ιασώ», ακολουθώντας λίγο πίσω τρεις κυρίες, απλά ντυμένες, που πήγαιναν στο νοσοκομείο. Το ντύσιμό μου, το επιμελημένο, ασορτί, με καπέλο για τον ήλιο, προσέλκυσε έναν νέο κλέφτη, τοξικομανή.

Αφού μου τράβηξε την τσάντα, κι έπεσα μαζί της στο δρόμο, μου είπε: «Δώσ' μου τα λεφτά σου γιατί είμαι τοξικομανής και χρειάζομαι τη δόση μου». Εγώ στην απελπισία μου ξέσπασα σε κλάματα, παρακαλώντας τον να μη μου πάρει τα λεφτά, γιατί ήταν το νοίκι μου.

Τότε, αυτός ο τοξικομανής κλέφτης, ο φτωχός τοξικομανής, (που η λουστράτη κοινωνία της κόλασης των λευκών κολάρων τον οδήγησε στην αυτοκτονία των ναρκωτικών με το μηδενισμό που καλλιεργεί και η ίδια τον κατηγορεί καθημερινά σαν μιαρό παράσιτο της νοικοκυρεμένης και παστρικιάς και λαμπερής και νομοταγούς κοινωνίας τους από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, και τους προτιμά νεκρούς, μεταδίδοντας αυτή της την επιθυμία στον αδαή ελληνικό λαό) τι έκανε;

Πήρε τα λεφτά και έφυγε μήπως; Μου έδωσε και ένα χαστούκι μήπως που μυξόκλαιγα, ενώ δεν κάνω τίποτα να σωθεί ενώ χάνεται, αλλάζοντας τις συνθήκες ζωής έτσι που να πάρει κουράγιο να θελήσει να ζήσει, να αρνηθεί τα ναρκωτικά, ενώ δε βρίσκω τη σωστή θεραπεία του ούτε κάνω τίποτα για να βρεθεί;

Οχι. Αυτός ο ποταπός, αυτός ο άθλιος που προτίμησε να κλέβει για τη δόση του, αντί να πουλά ηρωίνη σε άλλους νέους άσχετους από αυτό το μαρτύριο, μου ζήτησε συγνώμη, αλλά έπρεπε και αυτός να πάρει τη δόση του, μου χάιδευε το κεφάλι για να με παρηγορήσει, καθυστερώντας επικίνδυνα ώστε να τον πιάσουν οι αστυνομικοί που περιπολούσαν ήδη την περιοχή για δύο ήδη προηγούμενες κλοπές, μου έβαλε το καπέλο μου που είχε πέσει, και μου ζήτησε μόνο ένα πεντοχίλιαρο. Εγώ δεν είχα, και τότε του έδωσα μόνη μου 20.000 δραχμές που μπορούσα να τις συμπληρώσω για το ενοίκιό μου.

Στον αστυνομικό που με πλησίασε μετά, είπα ότι δε μου πήρε καθόλου χρήματα και ζήτησα να παύσει κάθε δίωξή του, και αργότερα σε δύο αστυνομικούς που τον έψαχναν με μοτοσικλέτες έδωσα την κάρτα μου και παρακάλεσα ξανά να σταματήσει αυτή η ιστορία, αφού άλλωστε η κλοπή διώκεται κατ' έγκληση.

Η ιστορία αυτή είναι η αληθινή ταυτότητα του απλού και απελπισμένου ανθρώπου. Τα διανθίσματα δε χρειάζονται και τα βραβεία της πολιτείας μόνο στα παραμύθια του δίδονται.

Η καρδιά μας όμως του οφείλεται.

Μία δικηγόρος»


Και για την αντιγραφή
Γιώργος ΜΟΥΣΓΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ