Σάββατο 12 Αυγούστου 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
Κράτος και Εκκλησία πάνε αντάμα

Γ΄ Τάγμα, 1948. Δοξολογία μπροστά στο «Ηρώον». Επάνω, ο στρατιωτικός ιερέας Στυλιανός Κορνάρος και πίσω του ο διοικητής Σκαλούμπακας
Γ΄ Τάγμα, 1948. Δοξολογία μπροστά στο «Ηρώον». Επάνω, ο στρατιωτικός ιερέας Στυλιανός Κορνάρος και πίσω του ο διοικητής Σκαλούμπακας
Από τη μέρα που η κυβέρνηση, υποχρεωμένη από τη συμφωνία ΣΕΝΓΚΕΝ έθεσε το θέμα της μη αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, τέθηκε με οξύτητα το ψευτοδίλημμα «εκσυγχρονισμός - αναχρονισμός», όπου εκσυγχρονισμός είναι η αντιδραστική πολιτική της κυβέρνησης και της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων και αναχρονισμός η ταύτιση με την Εκκλησία και τη θρησκεία.

Βεβαίως, με την συμπεριφορά τους τόσο η κυβέρνηση όσο και η Εκκλησία, ακολουθούν την ταχτική του «διαίρει και βασίλευε», αφού η πραγματική διαχωριστική γραμμή είναι ανάμεσα στα μονοπώλια και το λαό. Η κατάσταση αυτή συνεχίζεται, αλλά βάζει επί τάπητος ορισμένα ερωτήματα.

1. Γιατί η Εκκλησία δε θέλει και η κυβέρνηση δεν προχωράει στο διαχωρισμό της από το κράτος;

2. Πού βρήκε η Εκκλησία την τεράστια, ανεξέλεγκτη περιουσία και διεκδικεί και άλλη;

3. Με ποιο δικαίωμα μιλάει η ηγεσία της Εκκλησίας εκ μέρους του λαού και μάλιστα εν ονόματι του 98%;

Φαίνεται ότι τόσο η Εκκλησία όσο και το Κράτος χρειάζονται ο ένας τον άλλο για να υποτάσσουν το λαό στο σύστημα της εκμετάλλευσης, να εμποδίζουν την ανάπτυξη της πάλης τους. Αλλωστε η Εκκλησία ιστορικά έχει σημαντική συμβολή σ' αυτό.

Παραθέτουμε χωρίς σχολιασμό ελάχιστα δείγματα της προσφοράς της Εκκλησίας στα «Εθνικά Αναμορφωτήρια» που συγκροτήθηκαν υπό το βλέμμα των Αγγλων «ειδικών».

ΓΙΟΥΡΑ

Η ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΗ ΣΥΚΙΑ ΤΗΣ ΓΙΟΥΡΑΣ«Η ζωή κάθε κρατούμενου κρέμεται από τη κτηνωδία κάθε φύλακα της Γιούρας. Χιλιάδες σακατεύτηκαν στα πειθαρχεία. Εκατοντάδες κρεμάστηκαν στη συκιά. Μερόνυχτα ολόκληρα. Γυμνοί. Να σε τσακίζει το χιόνι κι ο βοριάς. Να χύνεις ποτάμι το αίμα απ' τα μαρτύρια. Ουτ' ένας δε λύγισε...
Η ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΗ ΣΥΚΙΑ ΤΗΣ ΓΙΟΥΡΑΣ«Η ζωή κάθε κρατούμενου κρέμεται από τη κτηνωδία κάθε φύλακα της Γιούρας. Χιλιάδες σακατεύτηκαν στα πειθαρχεία. Εκατοντάδες κρεμάστηκαν στη συκιά. Μερόνυχτα ολόκληρα. Γυμνοί. Να σε τσακίζει το χιόνι κι ο βοριάς. Να χύνεις ποτάμι το αίμα απ' τα μαρτύρια. Ουτ' ένας δε λύγισε...
Αποσπάσματα από το βιβλίο που γράφτηκε από τους ίδιους τους κρατούμενους, στάλθηκε έξω παράνομα και εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο «Νέα Ελλάδα». Επανεκδίδεται δε μετά τη μεταπολίτευση στην Αθήνα από τις εκδόσεις «Εκδοτικός Οίκος Γνώσεις» και αριθμεί 600 περίπου σελίδες που τρέχουν Δάκρυ, Βόγκοι, Ιδρώτας και Αίμα. Αφιέρωση του βιβλίου:

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ

ΣΤΟΝ ΑΔΑΜΑΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΟ ΠΟΥ ΣΤΑΘΗΚΑΜΕ ΑΝΤΑΞΙΟΙ ΤΟΥ

ΣΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΠΟΥ ΠΑΕΙ ΝΑ ΣΥΝΕΝΩΣΕΙ

ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΕΡΟΧΗ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΗ ΤΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΤΩΝ ΤΙΜΙΩΝ

ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΓΗΣ

ΟΙ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΙ ΤΗΣ ΓΙΟΥΡΑΣ

Αυτό το νησί επισκέπτονταν οι «Αγιοι Πατέρες» για να απαλύνουν υποτίθεται τα μαρτύρια των χιλιάδων κρατουμένων, αγωνιστών που δε συγκρίνονται σε αγριότητα ατέλειωτων χρόνων με αυτά του «Θεανθρώπου», τη διδασκαλία του οποίου δίδασκαν στους «πιστούς». Ας παρακολουθήσουμε όμως την εξιστόρηση των κρατουμένων γι' αυτές τις επισκέψεις.

Αποσπάσματα από τις σελίδες 260, 261, 265:

ΠΑΤΗΡ ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ
(ΕΝΑΣ ΤΑΧΤΙΚΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ)

«Αρχιμανδρίτης, θρησκευτικός επιθεωρητής των φυλακών Ελλάδας, ο πατήρ Προκόπιος (Προκόπιος Παπαθεοδώρου) μας επισκεπτόταν τρεις φορές το χρόνο. Τον Αύγουστο, το Πάσχα και τα Χριστούγεννα και έμενε 15-20 μέρες κάθε φορά. Η Γιούρα δε λογάριαζε ποτέ γιορτές, Χριστούγεννα ή Πάσχα. Η τρομοκρατία και το ξύλο δεν είχαν την ώρα τους και την ημέρα τους. Μέρα, νύχτα, γιορτή, καθημερινή, ο βούρδουλας έπεφτε αλύπητα στα κορμιά των κρατουμένων και τα πλήγιαζε. Η σκαπάνη ακουγόταν συνέχεια από το ξημέρωμα ως το βράδυ ακατάπαυστα κάτω από την απειλή του μαστιγίου. Κι έτρωγε το βράχο για να χτιστεί η νέα Βαστίλλη. Χιλιάδες κρατούμενοι με βαθουλωμένα μάτια, σακατεμένοι, ισχνοί, με σφιγμένα τα δόντια έρεαν καθημερινά στους χώρους της αγγαρείας! Ο αέρας σήκωνε σύννεφα σκόνη κι έφερνε την απόγνωση στα μάτια, που κοκκίνιζαν - φλόγα. Ο ιδρώτας στάλαζε πάνω στο στεγνό και ακόρεστο βράχο.

Ο πατήρ Προκόπιος ανέβαινε στο βήμα, έκανε το σημείο του σταυρού 3 φορές, έκλεινε τα μάτια ανασηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι και σταύρωνε τα χέρια «ευλαβικά». «Είμαι λίαν συγκεκινημένος, παιδιά μου, με την αθρόαν προσέλευσίν σας εις τον ιερόν τούτον χώρον όπου συνεκεντρώθημεν ίνα δυνηθώ εγώ ο πτωχός τω πνεύματι και με τη βοήθειαν του Χριστού και του Θεού» κλπ. άρχιζε την ομιλία του. Συγκεντρωμένοι στην πλατεία του όρμου τους οι κρατούμενοι άκουγαν ακίνητοι, αμίλητοι. Τα μάτια τους κατακόκκινα και απ' τα πρόσωπά τους η επίστρωση της σκόνης τους είχε αφαιρέσει κάθε χρώμα. Ηταν οι άνθρωποι του κάτεργου που μόλις είχαν γυρίσει από την καταναγκαστική δουλιά και δεν πρόφταιναν ακόμη ούτε να πλυθούν. Οι φύλακες με το βούρδουλα πέσαν πάνω τους και τους καθήλωσαν εκεί στην πλατεία: Ετσι γινόταν η αθρόα προσέλευση! Χρόνια ολόκληρα.

Οχτώβρης 1947. Ο ήλιος βασίλευε. Οι κρατούμενοι ακόμα γυρνούσαν από τη βαριά καταναγκαστική δουλιά. Στη στιγμή ο κράχτης φώναξε: «Συγκέντρωση». Πολύς κόσμος έπεσε, κατάκοπος από κούραση (η αντοχή έχει κάποιο όριο) στις σκηνές του. Ο πατήρ Προκόπιος ανέβηκε στο βήμα: «Ηλθατε, παιδιά μου; ήλθατε;». «Πολλοί είσασθε, κάνετε σχηματισμούς για να σας πάρει ο χώρος». «Δεν ήλθαν οι άλλοι, ε; δεν ήλθαν; θα φωνάξουμε και θάλθουν». Ενα νεύμα και στο λεπτό οι φύλακες ξεχύθηκαν μες στις σκηνές. Βρισιές, ξύλο χωρίς διάκριση, σε άρρωστους, σε γέρους, τους τραβούσαν από τα μαλλιά, από τα πόδια για να κατεβούν στο «κήρυγμα της αγάπης».

Οι συγκεντρώσεις κράταγαν μια - δυο ώρες. Ο πατήρ Προκόπιος ερχόταν συνοδευόμενος από τον Αντώνη Χατζηθεοδώρου ή το Δρακόπουλο Γαλάνη (και οι δυο τους κίναιδοι) κι απ' τους άλλους της συνοδείας του, 5-6 κλέφτες, απατεώνες, δοσίλογοι. Μιλούσε πάντα για «τον υλισμό», καταλήγοντας στο ότι «αν το σώμα, η αμαρτωλή σαρξ κουράζεται και υποφέρει στην πρόσκαιρη ζωή, φτάνει να σώσουμε την ψυχή μας». Κι έφερνε για παράδειγμα τη ζωή του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη! Προέτρεπε την επιστροφή στο Χριστό, που θα την πετύχουμε με τη μετάνοια για τα εγκλήματά μας. Αυτή ήταν πάντα η επωδός - άλλωστε και ο σκοπός του ερχομού του. Οπως είπαμε οι επισκέψεις του πάτερ Προκόπιου στη Γιούρα ήταν ταχτικές. Ηρθε αμέσως με την ίδρυσή της, για πρώτη φορά, τον Αύγουστο του 1947. Το μελτέμι βρισκόταν στο φόρτε του. Οι συγκεντρώσεις όμως έπρεπε να γίνουν.

Θάταν παράλειψη αν δε γράφαμε δύο λόγια για μια άλλη επίσκεψη. Στις 29-10-48 μας επισκέφθηκε ο επίσκοπος Κυκλάδων, Φιλάρετος, με το βοηθό τους αρχιμανδρίτη Κορνάρο. Ο επίσκοπος Φιλάρετος μίλησε στον Α΄ όρμο. Επετέθηκε στους κρατούμενους εντελώς ανοιχτά. Είπε: «'Η θ' αλλάξετε μυαλό, ή θα περάνετε - ο κομμουνισμός έσβησε». Και παρακάτω: «Αν έρθει ο κομμουνισμός στην Ελλάδα, εγώ πρώτος θα γίνω κομμουνιστής». Μας αποκάλεσε Σλάβους, εγκληματίες και μας κάλεσε να μετανοήσουμε ειλικρινά και έμπραχτα, αλλιώς θα ρημάξουμε στις φυλακές κλπ, κλπ».

Ο επίσκοπος Φιλάρετος, ο πατήρ Προκόπιος, ο αρχιμανδρίτης Κορνάρος, οι θρησκευτικοί επισκέπτες μας, ούτε και αυτοί δεν ήλθαν ποτέ σ' αυτό τον άξενο βράχο, κοντά μας, με λίγο ενδιαφέρον πραγματικό, με πόνο ή συμπάθεια στους συνανθρώπους τους. Δε μας είπαν ούτε δύο λόγια «παρηγορίας», τίποτε το ανθρωπιστικό, το χριστιανικό. Μόνο με τις επιθέσεις τους, την επίθεση των άλλων, κάναν τον πόνο μας πιο βαθύ και ολοκλήρωναν το μαρτύριό μας. Αυτά, φαίνεται είχε υπόψη του ένα σημείωμα της «Σωφρονιστικής Επιθεώρησης» των Τριανταφυλλίδη - Καταπόδη (τεύχος 4, Ιούλης - Αύγουστος 1950), που καταλήγει ως εξής, μιλώντας για τη χρησιμότητα των κληρικών στις φυλακές. «Αλλ' ερωτάται: είναι εύκολος η ανεύρεσις τοιούτων κληρικών, αφοσιωμένων εις την ηθικήν αναγέννησιν του καταδίκου, ανηκόντων εις την αριστοκρατίαν της ηθικής και του πνεύματος, προθύμων ν' αψηφήσουν μόχθους και κοσμικάς ικανοποιήσεις, αληθών μαρτύρων μιμητών του Χριστού, όστις έπαθε και απέθανε διά τον άνθρωπον; Ιδού το πρόβλημα. Διότι η αντικατάστασις του τύπου αυτού του κληρικού, του απαραιτήτου, δι' ενός "παπά" εν τη φυλακή, ολίγον ωφελεί τον κατάδικον και πολύ βλάπτει την Εκκλησίαν».

Οταν όμως βλάπτει τον κατάδικον όσο μας βλάψαν εμάς;»...

Αυτά τα ελάχιστα «έργα» των «Αγίων Πατέρων» για τη Γιούρα. Σταματούμε εδώ με την παρουσία του πιο χαρακτηριστικού σκίτσου από τα πολλά που υπάρχουν στο συγκλονιστικό αυτό βιβλίο και τη λεζάντα όπως ακριβώς είναι γραμμένη από τους κρατούμενους αγωνιστές.

ΜΑΚΡΟΝΗΣΙ

Η μόνη διαφορά στα δύο αυτά φοβερά κάτεργα, μελετημένα και φτιαγμένα από τους Νέους Καταχτητές, τους Βρετανούς, οι οποίοι συνδύασαν τις δικές τους βάρβαρες μεθόδους και τη χιτλερική θηριωδία για καλύτερο «ανθρωπιστικό» αποτέλεσμα, ήταν πως στο Μακρονήσι θέρισαν ομαδικά με τα πολυβόλα εκατοντάδες - 200; 300; ακόμα ο αριθμός των δολοφονημένων εν ψυχρώ κρατουμένων αγωνιστών δεν έχει εξακριβωθεί - και πολλές εκατοντάδες τραυματισμένους, ανάπηρους, τρελούς κλπ. ενώ η Γιούρα θρηνούσε τους νεκρούς της από τα βασανιστήρια κάθε μέρα, στα 3 χρόνια σιωπής. Το νεκροταφείο που υπάρχει, επιβεβαιώνει και το εκεί έγκλημα. Ας δώσουμε όμως το λόγο στους Μάρτυρες - Ηρωες του Μακρονησίου για να μας πουν πώς πέρασαν τη Λαμπρή του 1948 και τον Πάτερ Κορνάρο να «λειτουργεί» και να κάνει δοξολογίες.

Τα αποσπάσματα πήραμε από το βιβλίο του Νίκου Μάργαρη «Ιστορία της Μακρονήσου», (σελ. 256.Τόμος 2ος).

«...Ανάρια ανάρια ακούγονται βογκητά. Κάνω ν' ανοίξω τα μάτια, τίποτα. Δοκιμάζω να κουνηθώ, μα δεν τα καταφέρνω. Δεν ορίζω τον εαυτό μου. Τα χέρια δε δουλεύουν, μήτε τα πόδια. Μουλιάζω στο αίμα και το κορμί μου καίει. Ετσι αποκαμωμένος ακούω μόνο τα αγκομαχητά που ολοένα σβήνουν. Γιατί σβήνουν; Η αγωνία αρχίζει να με σφίγγει. Γιατί σβήνουν τα αγκομαχητά; Ηθελα να κλάψω δυνατά, μα δάκρυ δεν κυλάει.

Ακούω καλά;

Απ' την απέναντι πολιτεία φτάνουν αχνά στ' αφτιά μου γλυκόηχοι χτύποι! Είναι η Ανάσταση και χτυπάνε οι καμπάνες στις εκκλησιές. Είναι η μεγάλη γιορτή της Αγάπης και της ειρήνης ανάμεσα στους ανθρώπους! Χτυπάνε οι καμπάνες!». (Σελ. 437, Τόμος 2ος).

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΣΧΑ

«Από τα τέλη Μαρτίου και πέρα, όλες αυτές τις ημέρες του Απριλίου, τις μέρες των παθών, τους είχαν αναγκάσει να στέκονται συνεχώς όρθιοι, φορτωμένοι όλα τα πράγματά τους (βαλίτσες, ρούχα ύπνου, δέματα κλπ.). Ετσι φορτωμένοι πηγαίνουν στη δουλιά, στις "διαφωτιστικές συγκεντρώσεις" κλπ., έτσι φορτωμένοι ξενυχτούν! Ορθιοι. Ο Γιάννης Πολίτης που από τα βασανιστήρια στα κρατητήρια της Γενικής Ασφαλείας είχε κομμένη τη γλώσσα του και σπασμένο το ένα πόδι, αναγκάζεται και αυτός να στέκεται φορτωμένος και όρθιος, στηριγμένος πάνω στα δεκανίκια του. Δεν του έδιναν ούτε ψωμί, ούτε νερό.

Τη Μεγάλη Παρασκευή οι βασανιστές Σωτηρόπουλος, Φίφας κλπ. γκρεμίζουν τα αντίσκηνα των κρατουμένων και τους βάζουν να τα στήσουν σε άλλες θέσεις. Υστερα τα γκρέμιζαν πάλι και τους υποχρέωναν να τα στήσουν αλλού, για να τα ξαναγκρεμίσουν. Οσοι αργούσαν τάχα να τα στήσουν τους άρχιζαν στο ξύλο. Τη νύχτα κατάκοποι, χωρίς να έχουν προλάβει για λίγο να ησυχάσουν, δέχτηκαν νέα επίθεση. Με αλαλαγμούς και με μεγάλα ρόπαλα οι Α.Μ. και οι συνεργάτες τους γκρέμιζαν τα αντίσκηνα και κλοτσοπατούσαν και χτυπούσαν τους έντρομους κρατουμένους. Εσπαζαν τις στάμνες πάνω στα κεφάλια τους σκίζοντας πολλών τα μέτωπα και τα πρόσωπα και στερώντας τους το πολύτιμο νερό. Αλλους τους γύμνωναν και τους κρατούσαν όρθιους. Αλλους τους έβαζαν κάτω και χοροπηδούσαν επάνω τους και τους κλοτσούσαν. Αλλους τους έριχναν στη θάλασσα. Κι αυτό κράτησε όλη τη νύχτα.

Τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, ενώ χτυπούσε "Ανάσταση" η καμπάνα, τρομακτικές κραυγές ακούγονταν από τις σκηνές. Εκείνη την ώρα είχαν κάνει νέο "νυχτερινό ντου" ο Φίφας, ο Μαυρολέων κλπ. και είχαν πάρει τον Τατάκη και τον Γέμελο και τους έριξαν στη θάλασσα δεμένους μαζί από τα χέρια.

Την Κυριακή του Πάσχα, μάλιστα, την Κυριακή ανήμερα της Λαμπρής, οι επιθέσεις και τα βασανιστήρια συνεχίστηκαν στην "απομόνωση" του αριστερού «κλωβού». Ο πάτερ Κορνάρος όμως δεν έβλεπε, δεν άκουγε τίποτε, ήταν απορροφημένος με τη "Θεία Λειτουργία"». (Σελ. 237 - 238, Τόμος 2ος).

«Οταν κανείς πήγαινε πρωί στα αποχωρητήρια, στην αρχή που ήρθαμε στο Γ' Τάγμα, έβλεπε ένα, δυο και τρεις ξαπλωμένους. Αλλος έκοβε τον λαιμό του, άλλος έκοβε τα χέρια του και μέχρι το πρωί πεθαίναν.

Τη Μεγάλη Πέμπτη, το βράδυ, μας πήγαν στην εκκλησία στα 12 Ευαγγέλια, ύστερα δηλαδή από δυο μήνες περίπου απ' τα επεισόδια στο Α΄ Τάγμα. Εγώ έκαναν παρέα με κάποιον Καβρουλάκη Δημήτριο απ' τα Χανιά και ενώ λειτουργούσε ο παπάς, εμείς λέγαμε για τους δικούς μας πώς θα κάνουν και φέτος Πάσχα χωρίς εμάς. Εν τω μεταξύ είμαστε γύρω στις 8.000 και οι τελευταίοι δεν ακούγαμε τίποτα, μόνο τον παπά βλέπαμε που έβγαινε στην πόρτα της εκκλησιάς κι έλεγε το Ευαγγέλιο και ξαναπήγαινε μέσα για μια στιγμή. Λέω στον Καβρουλάκη:

- Θαρρώ πως τα Ευαγγέλια τελείωσαν, πάμε να φύγουμε;

Και ξεκινήσαμε. Αλλά οι μαγκουροφόροι μας φυλάγανε να μην φύγουμε. Ο Καβρουλάκης τους έλεγε οι "απόστολοι".

Μόλις φθάσαμε στα αποχωρητήρια, φθάνουν οι "απόστολοι" και μας κάνουν αγνώριστους. Με την κουβέρτα μας πήραν συνάδελφοί μας και μας πήγαν στη σκηνή. Κι έτσι κάναμε Πάσχα ξάπλα στη σκηνούλα μας». (Σελ. 230, Τόμος 2ος).

ΤΡΙΚΕΡΡΙ

Ομως αυτή όλη η «εθνική προσπάθεια αναμόρφωσης», δηλαδή ο εξανδραποδισμός των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης δε θα μπορούσαν να αφήσουν έξω τις γυναίκες που κατά εκατοντάδες χιλιάδες πήραν μέρος στον πολύμορφο αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας. Παραθέτουμε ένα - δυο περιστατικά από τα αμέτρητα που συνέβησαν στο Στρατόπεδο Γυναικών στο Τρίκερρι από το Φθινόπωρο του 1949 που παρέλαβε το Στρατόπεδο ο Στρατός, με διοικητή τον ταγματάρχη Μαγκριώτη - άλλο «Εθνικό Αναμορφωτήριο» στην προετοιμασία για τη μεταφορά τους στο Μακρονήσι να περάσουν κι αυτές από την «Κολυμβήθρα του Σιλωάμ» πάντα με τις ευλογίες των «Αγίων Πατέρων».

Τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι από το βιβλίο «Στρατόπεδα Γυναικών» της ποιήτριας Βικτώριας Θεοδώρου, ζώντας κι αυτή μαζί με όσες γράφουν το βιβλίο τα Γερμανοβρετανικά Νταχάου. Σελ. 213, 214, 215

Ο ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΚΗΡΥΣΣΕΙ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΣΕ 1.200 ΓΥΝΑΙΚΕΣ

«Τα κλαδιά που ζήτησαν ν' ανεβάσουμε να κάνουμε την αψίδα για να υποδεχτούμε το Στρατηγό, δεν τα μαζέψαμε. Το στρατόπεδο ολόρθο αυτιάζεται την μπόρα που κρέμεται κι είναι πανέτοιμο να την αντικρίσει. Είναι η 15 του Δεκέμβρη, χιονόνερο πέφτει πυκνό και τα τσαντίρια μας είναι παγωμένα όπως κι οι καρδιές μας.

Μας καλούν όλες απάνω στο Μοναστήρι βιαστικά να μας μιλήσουν οι Επίσημες Στρατιωτικές Αρχές. Τώρα πια έχουμε φύγει από τα χέρια της Χωροφυλακής και μας ανάλαβε το Στρατηγείο της Κεντρ. Ελλάδας (Σ.Κ.Ε).

Ανεβαίναμε βιαστικά το λόφο προς το μοναστήρι νηστικές παγωμένες. Ο όγκος μας προχωρεί συμπαγής, βουβός, αποφασισμένος.

Ολόκληρο το Κράτος του νόμου στέκει αντίκρυ μας. Αντίκρυ σε 1.200 γυναίκες ανυπεράσπιστες και ξεμοναχιασμένες.

Στρατηγοί, Συνταγματαρχέοι, Αρχηγοί Χωροφυλακής και επικεφαλής ο Σεβασμιότατος μαγνησίας. Η χωροφυλακή κι οι στρατιώτες μας περιτριγυρίζουν με προτεταμένα τα όπλα. Εμείς στεκόμαστε στη μέση, άοπλες, ανυπεράσπιστες στο έλεος της βίας, μαζί με τις άρρωστες, τα μωρά και τις γριές. Το μαύρο κυριαρχεί. Τούτο όμως το κοπάδι - έτσι φαινόταν - έπρεπε να το κοιτάξεις στα μάτια κείνη την ώρα. Και τότε θα έβλεπες τη βουβή απόφαση που έλαμπε στο βάθος τους. Ετσι όπως είμασταν ορθές μέσα στην παγωνιά επί ώρες πέρασε σαν βέλος τις καρδιές μας η κανιβαλική απειλή:

"Ο νικητής εθνικός Στρατός νίκησε την ανταρσία. Από σήμερα κηρύσσει επίσημα τον πόλεμο εναντίον σας... Αν δε μετανοήσετε θα γυρίζετε γυμνές και νηστικές μέσα στις χαράδρες και θα τρώτε φίδια και μουλάρια".

Διαλυθήκαμε, μα πριν προφτάσουμε να κατεβούμε στις σκηνές μας έφτασε ο μαυροπίνακας. Σαράντα γυναίκες κληθήκαμε αμέσως, όπως είμαστε, να παρουσιαστούμε στις Στρατιωτικές Αρχές. Νηστικές, ταλαιπωρημένες ανεβαίνουμε - τώρα πια το ξέρουμε - το Γολγοθά.

Είναι η ώρα 3μ.μ.

Στριμωχνόμαστε κι οι σαράντα στο μικρό δωμάτιο της Διοίκησης. Ολοι οι επίσημοι, καμιά δεκαριά, είναι παραταγμένοι πίσω από το Γραφείο, στη μέση είναι ο Στρατηγός Πετζόπουλος και στα δεξιά του ο Σεβασμιότατος. Μας κοιτάζουν απειλητικοί και βλοσυροί. Αρχίζει η απαγγελία των ονομάτων μας:

Αδαμίδου Τζένη. Παρούσα.

-Τι είσαι συ; Από πού είσαι; Τι δουλιά κάνεις; Γιατί δεν κάνεις δήλωση; Θα πεθάνεις, Βουλγάρα.

Περνούμε με τη σειρά καθώς μας φωνάζουν, νοικοκυρές, εργάτριες, επιστημόνισσες, δασκάλες. Ο Στρατηγός μας ζυγίζει με το μάτι, κι ενώ γίνονται οι ερωτήσεις, διαβάζει: «αυτή θα 'ρθεί στη Λάρισα» και σημειώνει ο προϊστάμενος του Α2 του Σ.Κ.Ε.

Απαγγέλλουν το όνομα μιας καθηγήτριας: Ρόζα Ιμβριώτη.

Προχωρεί μία ηλικιωμένη γυναίκα. Αξαφνα ο Στρατηγός γίνεται έξαλλος.

- Εσύ ε; Αμ σε ξέρω, δε θα ζήσεις πια. Εσύ λυμαίνεσαι με το λόγο σου την Ελλάδα χρόνια τώρα. Από σήμερα ύαινα, θα σφραγιστεί το στόμα σου. Ελεος δεν έχει πια για σένα. Κατάστρεψες τη νεολαία. Αυτοί που σκοτώνονται στο βουνό είναι θύματά σου!

Κάνει να μιλήσει η ηλικιωμένη γυναίκα. Μα ο Στρατηγός δε συγκρατιέται πια:

«Πάψε ύαινα. Εσύ δεν πρέπει να μιλήσεις. Δεν πρέπει να ακουστεί πια η φωνή σου, θα έπρεπε, αν δεν ήταν άλλος ο σκοπός μου, να σε έστηνα έδε κει στον τοίχο και να σε ξαπλώσω χάμω με το πιστόλι μου, ο ίδιος».

Τότε διακόπτει ο Σεβασμιότατος.

"Αν και ο Στρατηγός μου έχει είπει να μην ομιλώ, εγώ εις αυτήν την περίπτωσιν θα ομιλήσω. Γνωρίζω την κυρίαν από τα συγγράμματά της και συμφωνώ και επικροτώ να εκτελεστεί αυθωρεί"!

Μου επιτρέπετε; τολμάει να ρωτήσει η ηλικιωμένη γυναίκα.

Από σήμερα δε θα μιλήσεις πια. Θα τη φέρετε στη Λάρισα. Σε 10 μέρες, στο λέω, το στόμα σου θάχει κλείσει για πάντα. Είσαι εσύ Ελληνίδα; ρωτάει ο Στρατηγός.

- Οσον και υμείς Στρατηγέ, απαντάει η ηλικιωμένη γυναίκα».

Αυτή ήταν η ελάχιστη ιστορική αναδρομή σε περιστατικά ή καλύτερα, φρικτά εγκλήματα και η έμπρακτη συμμετοχή της Εκκλησίας. Θα συμπληρώσουμε ένα ακόμη γεγονός που δείχνει πόσο η αναλγησία της Εκκλησίας και της κάθε φορά ηγεσίας της αναδείχτηκε σε όλο της το μεγαλείο στην περίοδο των «Πέτρινων Χρόνων» 1947 - 1964.

Οι χαροκαμένες μανάδες, σύζυγοι, αδελφές, παιδιά προσπάθησαν δεκάδες φορές να έχουν μια συνάντηση με τον εκάστοτε αρχιεπίσκοπο για την επίδοση υπομνημάτων με αίτημα τη μεσολάβηση της Εκκλησίας για το σταμάτημα των Στρατοδικείων, των εκτελέσεων, την αμνηστία των πολιτικών κρατουμένων και την ειρήνευση της χώρας. Κι όμως ΠΟΤΕ, ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΦΟΡΑ δεν εδέησε η «αγιότητά» τους να τη δεχτούν όταν ακόμη κι αυτή η τότε γερμανοφερμένη «Βασίλισσα» μέσω της «κυρίας των τιμών» τις δέχτηκε επανειλημμένα, αλλά κι ο «Βασιλιάς» Παύλος μέσω του υπασπιστή του, καθώς και όλος ο τότε πολιτικός κόσμος πλην του Καραμανλή - θείου - ο οποίος μαζί με την Εκκλησία τους αρνήθηκαν κάθε συνάντηση. Φαίνεται πως το κροτάλισμα των πολυβόλων που θέριζαν τα νιάτα σε ολόκληρη την Ελλάδα, αλλά και στο κοντινό μας Γουδί, δεν έφτανε στην ευαίσθητη ακοή τους, μην την ενοχλήσει. Θα μπορούσαμε να συνεχίζουμε χωρίς τελειωμό. Μόνον για την περίοδο που ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ήταν αρχηγός του κράτους σαν «Αντιβασιλέας», τοποθετημένος από τον ίδιο τον Τσόρτσιλ μετά τη Βάρκιζα, θα γεμίζαμε πολλά βιβλία με τα εγκλήματα που διαπράχτηκαν σε όλη τη χώρα, από τις επίσημες αρχές μαζί με συνεργάτες των καταχτητών και όλα τα κατακάθια που σήκωσαν κεφάλι κι όμως ο κ. Δαμασκηνός με τις δύο ανώτατες εξουσίες Εκκλησίας και κράτους δεν κούνησε ούτε το μικρό του δαχτυλάκι. Ακόμα κι όταν μέσα στην πρωτεύουσα μέρα μεσημέρι δολοφονούσαν στελέχη του ΚΚΕ και αγωνιστές, δεν έκανε τίποτα για να τους σταματήσει.

Η κοσμοθεωρία των κομμουνιστών έχει ξεκάθαρη θέση σχετικά με τη θρησκεία. Είναι διακηρυγμένη και δεν επιδέχεται καμία άλλη ερμηνεία. Το ΚΚΕ πάντα, αλλά και πρόσφατα έχει τοποθετηθεί: «Κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα με ΑΠΟΛΥΤΗ ελευθερία να διαλέγει το θρήσκευμα που θέλει χωρίς ΚΑΜΙΑ ΜΟΡΦΗ ΕΠΙΒΟΛΗΣ». Ολα τα άλλα είναι πρόφαση για να διατηρηθεί το εγκληματικό εκμεταλλευτικό σύστημα του Καπιταλισμού και ως προς αυτό η Συμμαχία Κράτους και Εκκλησίας είναι απόλυτη και σ' αυτό πρέπει να εκμεταλλευτούν και οι δύο τη θρησκευτική πίστη των ανθρώπων. Η φράση του Μαρξ δίνει την απάντηση «Η θρησκεία είναι το όπιο των λαών».


Μαρία ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ