Πέμπτη 15 Μάρτη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΑΙΝΙΩΝ
ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΚΟΡΙΤΣΑΣ
Παρέες

Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Βαγγέλης Μουρίκης, Μαρία Πρωτόπαππα και Λένα Κιτσοπούλου
Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Βαγγέλης Μουρίκης, Μαρία Πρωτόπαππα και Λένα Κιτσοπούλου
Το πρόβλημα της ταινίας δεν είναι «προσωπικό». Αφορά, σχεδόν, στο σύνολο του σημερινού ελληνικού κινηματογράφου. Είναι το θέμα, η ιστορία! Ή, για να είμαι πιο ακριβής, ο τρόπος που ο σημερινός ελληνικός κινηματογράφος, εκτός βέβαια από καλές εξαιρέσεις, χειρίζεται τα θέματά του, τις ιστορίες του.

Ας σταθώ στις «Παρέες», τις οποίες, άλλωστε, αυτές εξετάζω. Δυο ζευγάρια, φίλοι από παλιά και η μικρή κόρη του ενός ζευγαριού, πηγαίνουν στο Πήλιο, στο εξοχικό τους, για το Πάσχα. Στην αυλή του σπιτιού βρίσκουν ένα πτώμα. Θέλοντας να αποφύγουν κάθε υποψία εναντίον τους, αλλά επιθυμώντας να μη χαλάσουν και τις διακοπές τους, προσπαθούν να κρύψουν το πτώμα. Τα πράγματα, δυστυχώς γι' αυτούς, μπερδεύονται και αντί για ησυχία, που διακαώς επιθυμούσαν, μπλέκουν σε μια σειρά απρόοπτων καταστάσεων. Καταστάσεων που θα τους αναγκάσουν να ομολογήσουν αλήθειες που, καλώς εχόντων των πραγμάτων, ποτέ δε θα επέτρεπαν να βγουν στο φως.

Η ιστορία και βέβαια ακούγεται, και είναι, μια χαρά! Τέσσερις «ευτυχισμένοι» μικροαστοί, οι οποίοι, μόλις ραγίσει το πρώτο γυαλί, αποκαλύπτονται ψεύτες, δειλοί και συμβιβασμένοι. Και η φιλία τους, για την οποία όσο δεν υπήρχε το πρόβλημα κόπτονταν, αποδεικνύεται ανύπαρκτη. Ο ένας διατηρεί κρυφές σχέσεις με τη γυναίκα του άλλου και ούτω καθ' εξής!

Κανένας ψόγος, λοιπόν, για το θέμα. Είναι, σίγουρα, μια μικρή τοιχογραφία πολλών μικροαστικών ζευγαριών! Θα μπορούσε να γίνει μια θαυμάσια ταινία. Θα μπορούσε, αν προχωρούσε μέσα από το πετσί και την επιφάνεια των ανθρώπων, των σχέσεων, των καταστάσεων. Δυστυχώς, όμως, με πρώτη ευθύνη του σεναρίου, οι «Παρέες», δεν προχωράνε πέρα από την επιφάνεια. Καταναλώθηκε αδικαιολόγητα σε ευφυολογήματα και διάφορες, ας τις πούμε χαριτωμένες, ατάκες. Πνίγηκε μέσα στη σύγχυση της ψιλοφάρσας, της ψιλοκωμωδίας, του κοινωνικού ψιλοδράματος. Κολυμπώντας ανάμεσα σε όλα αυτά έμεινε, όπως ήταν επόμενο, χωρίς προσωπικό ύφος, χωρίς προσωπικότητα.

Το ρηχό του σεναρίου το ακολούθησε και η ρηχή σκηνοθεσία. Βλέποντας την ταινία σχημάτιζες την αίσθηση ότι η μηχανή έπαιρνε μόνη της τη θέση για να φωτογραφίσει! Πουθενά δεν έβλεπες το «μάτι» του σκηνοθέτη, το οποίο ήθελε να «ψάξει» και, στη συνέχεια, να αποκαλύψει μια ιστορία! Ιδιαίτερα οι εξωτερικές σκηνές έμοιαζαν όλες «τυχαίες». Το ύψος της μηχανής, οι γωνίες λήψης, ο φωτισμός, οι διάρκεια των πλάνων, οι κινήσεις των ηθοποιών, το «περιεχόμενο» και η «σύνθεση» των κάδρων δεν έδειχναν να θέλουν να καταδείξουν κάτι, να ξεκαθαρίσουν «κάτι» από κάποιο άλλο. Μόνον η μουσική και η φωτογραφία, στα εσωτερικά και τα νυχτερινά, έδειξαν να το «παίδεψαν» λίγο.

Γιατί το έκανε αυτό ο Γκορίτσας; Γιατί έδειξε μια προχειρότητα, μια έλλειψη σεβασμού απέναντι στους ήρωές του, αλλά και απέναντι στην τέχνη του κινηματογράφου; Εγώ δεν πιστεύω από άγνοια. Είναι και αυτός, φαίνεται, θύμα της άποψης, ότι, στις μέρες μας, το «ελαφρύ» είναι το σωστό, γιατί δεν κουράζει, γιατί «αυτό θέλει ο θεατής». Είναι και αυτός, φαίνεται, της άποψης, ότι η «φιλοσοφία», δεν είναι για τον κινηματογράφο! Οτι τα πράγματα πρέπει να μη «φορτίζονται»! Βέβαια, ο καθένας ξέρει, πως για να αποχτήσει ζουμί το θέμα σου, πρέπει να το στύψεις. Να το στύψεις γερά. Ο Γούντι Αλεν στις καλές του ταινίες, για παράδειγμα, ενώ έδειχνε να περιστρεφόταν ατέρμονα γύρω από τον άξονά του, ενώ όλα έδειχναν πως «τίποτα δε συνέβαινε», η μηχανή του σαν γεωτρύπανο τρύπαγε τους ήρωές του, την ψυχολογία τους, το κοινωνικό, και αρκετές φορές και το πολιτικό περιβάλλον. Με το τέλος της ταινίας η έκθεση ήταν απόλυτη.

Γιατί ανέφερα τον Γούντι Αλεν; Γιατί ο Γκορίτσας προς τα δικά του χωράφια κινήθηκε. Μόνο που το έκανε πρόχειρα και, κυρίως, χωρίς κοινωνική και πολιτική σκέψη. Και ωστόσο ο φωτογράφος ήταν εκεί, ο μουσικός ήταν εκεί και αρκετοί ηθοποιοί, επίσης, ήταν εκεί!

Παίζουν: Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Βαγγέλης Μουρίκης, Μαρία Πρωτόπαππα, Λένα Κιτσοπούλου, Ερρίκος Λίτσης, Εύη Δαϊλή, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, κ.ά.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ