Κυριακή 3 Δεκέμβρη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ 60 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ
ΝΙΚΟΥ ΠΑΠΑΠΕΡΙΚΛΗ «Παπαλεβέντενα»

(1ο μέρος)*

Παπαγεωργίου Βασίλης

«Τα παιδιά αφού ξεφάντωσαν κουρνιάσανε κάτω από τη μεγάλη κληματαριά, σαν τα κουρασμένα πουλιά. Πέρα μακριά από την ακροθαλασσιά ως τα ριζοβούνια απλωνότανε το χτήμα. Τα λιόδεντρα αλλού πυκνά, χαρά του ματιού κι αλλού κουτσουρεμένα καψάλες απ' τη φωτιά και συντρίμμια απ' τις μπαλταδιές, σου σφίγγανε την καρδιά. Το λιοτριβιό απόμεινε ρημάδι. Τα παραθύρια του κι οι πόρτες του μαύρα απ' τις φλόγες, που τα δαγκώσανε σε κοιτούσανε σα μάτια τυφλού. Τα υπόστεγα της σταφίδας, οι τσιβιέρες, το μελισσαριό με τις ρημαγμένες κυψέλες, τα γκρεμισμένα κοτέτσια κι οι αδειανοί απ' τα ζωντανά τους σταύλοι δίναν την εικόνα της ερήμωσης. Το μεγάλο σπιτικό με τις μισοκαμένες του πλευρές στεκόταν ορθό σαν τον πληγωμένο πολεμιστή στη στερνή του εξόρμηση.

Απόμειναν μονάχα τα παιδιά. Και τα παιδιά δίνουν τη ζωή.

- Εγώ τώρα είμαι η δασκάλα. Κι σεις, προσοχή... Μίλησε η πιο μεγάλη που τη φωνάζανε Βακώ. Μ' ένα τίναγμα του κεφαλιού της σαλέψανε ζερβά -δεξιά οι εβένινες μπούκλες της. Χτύπησε με μια βέργα από ελιά πάνω σ' ένα πάγκο κι έβαλε τα παιδιά να καθίσουνε αράδα - αράδα.

- Τώρα είμαι η δασκάλα και σεις οι μαθητές... Τα χέρια έτσι... σταυρωμένα... Μπράβο...Τα δάχτυλα να μπλέξουν...Ετσι. Οποιος κάνει αταξίες θα τιμωρηθεί...Οποιος...

- Κάνε γρήγορα, ξεφώνισε ο Σταμάτης. Ηταν ο μικρότερος, κατά σειρά, από τη «δασκάλα». Τον φωνάζαν και Τσικιλίνο γιατί, λέει, έτσι έλεγε την καρδερίνα από μικρός. Εκείνη τόνε κοίταξε με κωμική αυστηρότητα.

- Για πες μου εσύ μαθητή, γιατί μίλησες;

- Μίλησα; Ετσι. Γιατί μου αρέσει. Θέλω να κάνεις γρήγορα για νάρθει κι η σειρά μου. Θέλω κι εγώ να γίνω δάσκαλος. Να πάρω τη βέργα.

- Εσύ πρώτον και κύριον δεν μπορείς να γίνεις δάσκαλος. Και δεύτερον και κύριον είσαι κοντοπίθαρος και ζερβοχέρης... Για να υπογραμμίσει τα θυμωμένα λόγια της χτύπησε ξανά τη βέργα της στον πάγκο. O άλλος αντιμίλησε.

- Αμ πώς; Μονάχα εσύ θα είσαι δασκάλα; Και τι είσαι συ; Βασιλιάς; Αν θέλουμε σ' έχουμε δασκάλα... Στο χέρι μας είναι...

- Κανένας δεν μπορεί να γίνει δασκάλα κύριε μου... τ' ακούς; μίλησε εκείνη - ξέρεις γράμματα; όχι. Ποιος γράφει το γράμμα στη φυλακή; Εσύ; Μάθε πρώτα το άλφα και τα λέμε... Και στο θείο Δημητρό και στη θειά τη Βαγγελή και στο μπαμπά σου και σ' όλες τις φυλακές; Εγώ τα γράφω. Ρώτησε και τη γιαγιά. Λοιπόν;

- Λοιπόν ξελοιπόν... εγώ ύστερα από σένα.

Τι διάβολο. Κάθε μέρα μας καμαρώνεις για δασκάλα, θέλω κι εγώ τη βέργα...

Τα μάτια του Τσικιλίνου παίζανε αδιάκοπα, απ' τη βέργα, που κρατούσε η ξαδέρφη του, στο πρόσωπό της. Και μέσα του έκανε τα σχέδιά του: "Εχ! και δε θα πέσει στα χέρια μου αυτή η βέργα... Θα σου δείξω σένα τι θα πει δασκάλα..."

Μίλησε κι η Λεμονίτσα. Ξανθές μπούκλες με μια γαλάζια κορδέλα. Δόντια αραιά και μικρούτσικα σα ρίζι. Σήκωσε το χέρι...

- Εγώ λέω κυρά δασκάλα να παίξουμε το λύκο και τ' αρνί. Να γίνω λύκος... Θέλεις;

Τ' άλλα παιδιά ξεθαρρεύτηκαν. Μιλούσανε όλα μαζί.

- Το τόπι... το τόπι...

- Οχι. Δεν περνάς κυρά Μαρία...

- Εγώ λέγω τον πόλεμο... Να γίνω στρατιώτης...

- Να μη γίνεις τίποτα... τίποτα, ξεφώνισε η δασκάλα. Θέλω ησυχία! Σιωπή! Η βέργα ξαναχτύπησε στον πάγκο δυνατά. Η "δασκάλα" κοίταξε αυστηρή ένα - ένα τα παιδιά. Τα μάτια της τέλος κάναν έναν κύκλο σαν τα μάτια της κουκουβάγιας μέσα στις κόγχες τους.

- Πού τάδατε σεις αυτά, ε; Σχολείο είναι αυτό; Αλλος θέλει να γίνει λύκος κι άλλος στρατιώτης... Ορίστε μας! Λοιπόν είμαι η δασκάλα και σας ρωτώ. Κι όποιος ξέρει ας σηκώσει το χέρι του...

Τα παιδιά κάναν ησυχία τώρα. Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της ψηλά, κατάλαβε πως από κείνη την ερώτηση θα εξαρτηθεί το κύρος της, η καθιέρωσή της.

- Λοιπόν προσοχή... Ποιος είναι ο ήρωας Κολοκοτρώνης;

Τα πιο μικρά ανοίξανε τα μάτια τους με θαυμασμό. Τα πιο μεγάλα σήκωσαν τα χέρια. Μα σε λίγο, μικρά - μεγάλα ξεθάρρεψαν ένα ένα.

- Εγώ, δασκάλα...

Οι φωνές τους πέσανε όλες μαζί. Τα χέρια τους τεντώνονταν ως τη μύτη της. Τους κοίταξε όλους με την αράδα. Υστερα διάλεξε το πιο μικρό. Ηταν ο Λαζαρίκος. Ενα μεγάλο κεφάλι κουρεμένο, με μια κατσούλα φουντωτή στην κούτρα. Με μια πάνινη τιράντα που συγκρατούσε περασμένη απ' τον ώμο το βρακί του. Μεγάλα αφτιά. Μάτια γιομάτα απορίες.

- Πες μας εσύ, μαθητή. Ποιος είναι ο ήρωας Κολοκοτρώνης; Εκείνο σηκώθηκε. Κοίταξε ολόγυρά του, κάπως φοβισμένο, παραξενεμένο κι ύστερα ξεφώνισε:

- Είναι ο μεγάλος αντάρτης που σκότωσε το Γερμανό...

Τα παιδιά κάνανε μεγάλο σαματά. Γελούσαν, ξεφωνίζανε και σηκώνανε τα χέρια τους.

Αλλα σηκώθηκαν από τον πάγκο και πηδούσαν κι άλλα τσιρίζανε:

- Δασκάλα, δασκάλα...

O Λαζαρίκος ξαφνιασμένος κοιτούσε ολόγυρά του. Τα μάτια του πήραν σιγά - σιγά να συννεφιάζουν. Μέσα στο μυαλουδάκι του κλωθογυρνούσε η σκέψη: «Δεν τάπα καλά. Πάει, χάθηκα! Δεν τάπα καθόλου καλά».

Η δασκάλα ξαναχτύπησε τη βέργα.

- Σιωπή! Σιωπή! Τα χέρια όμως είχαν ξεσταυρωθεί και δουλεύανε. O Τσικιλίνος τραβούσε μια μια τις τρίχες από τις ξανθές μπούκλες της Λεμονίτσας. Εκείνη άφηνε κάτι δυνατές τσιριδούλες. O Δημήτρης, ένας σωστός αγριόγατος καμιά εξεφτά χρονώ, με κάτι μάτια γκρίζα που γελούσαν ακατάπαυστα και που τον φωνάζανε ο Μπαταριάς, σκυμμένος πίσω απ' τ' άλλα τα παιδιά πετούσε λούπινα στο κεφάλι του Τσικιλίνου.

- Σιωπή! ξεφώνισε η "δασκάλα". Ξανάρχισε η τρικυμία να κοπάζει. O Λαζαρίκος όρθιος περίμενε σαν τον ένοχο την καταδίκη του. Η "δασκάλα" τον κοίταξε στα μάτια με γλύκα, με συμπάθεια. Ητανε το μικρό της τ' αδερφάκι.

- Πες μας τώρα μαθητή, πες μας μαθητή, και πού βρίσκεται ο ήρωας Κολοκοτρώνης; Μη φοβάσαι... πες μας...

Εκείνος έξυσε τ' αφτί του, κοίταξε τους άλλους με κάποιο δέος. Τι θα πούνε; θα γελάσουν πάλι; Η Γαρουφαλιά που καθότανε στο πλάι του και γελούσε σ' όλο τούτο το διάστημα, σκαλίζοντας τη μύτη της, έσκυψε και του σφύριξε στ' αυτί:

- Στο βιβλίο... Μέσα στο μεγάλο το βιβλίο του μπαμπά είναι... Εκείνος την κοίταξε. Δεν τη λογάριασε. Εξυνε τ' αφτί του στοχαστικά και ξεφώνισε.

- Δεν είναι στο βιβλίο. Οχι. Στο βιβλίο είναι ζουγραφιές. O Κολοκοτρώνης είναι στη φυλακή. Τον πήρανε στη φυλακή με τον μπαμπά μου...

Τα παιδιά ξεσπάσανε πάλι. Μιλούσαν όλα μαζί. Ξεφωνίζανε.

- Οχι... όχι...

O Λαζαρίκος τους κοιτούσε κι όλο και βούρκωνε. Τα χείλια του κάποια στιγμή συσπάστηκαν. Αρχίσανε τα μάτια του να συννεφιάζουν. Κι ένα κλάμα, ένας λυγμός όλο παράπονο ξέσπασε από την παιδική καρδούλα.

- Γιατί γελάτε; Ε; Δεν τον είδα εγώ το μπαμπά μου; Αφού τον είδα σας λέω, που τόνε δέσανε, τα χέρια του ήτανε πίσω με τις αλυσίδες. Κι ύστερα φέρανε και τον Κολοκοτρώνη. Ψηλός σαν το βουνό. Μεγάλος ίσαμε τον ουρανό. Και οι αλυσίδες του χτυπούσανε γκλαν, γκλαν. Γιατί γελάτε; Τόπε και στη μαμά μου ο μπαμπάς: "Μην κλαις εσύ... Στη φυλακή βάλανε και τον Κολοκοτρώνη". Λέει ποτέ ψέματα ο μπαμπάς;

Το παιδί έκλαιγε με αναφιλητά. Τ' άλλα σωπάσανε. Η Βακώ πλησίασε τ' αδερφάκι της. Το χάιδεψε:

- Μην κλαις... ο Κολοκοτρώνης δεν έκλαιγε...

- Αυτοί με κάνανε να κλαίω. Μίλησε και σκούπισε με το μανίκι του τα μάτια και τη μύτη του.

- Εσύ φταις... Ναι - μπήκε πάλι ο Τσικιλίνος. Εσύ που θέλεις πάντα να είσαι δασκάλα... Για δες μια δασκάλα...

Εβγαλε τη γλώσσα του. Απλωσε εκείνη να τον πιάσει μα της ξέφυγε σαν αίλουρος. Τότε τα παιδιά παρατήσαν την κληματαριά και βάλθηκαν να τρέχουν. Ξεφώνιζαν ανάμεσα στα καψαλιασμένα βλήματα. Τρυπώνανε και κυνηγιούνταν πέρα στο λιοτριβιό, ανάμεσα από τις γκρεμισμένες στέγες και τους σωριασμένους τοίχους. Αναστατώναν τον κόσμο.

- Αλτ! Παραδοθείτε! Αλτ! και πυροβολώ... Ο Μπαταριάς είχε πια πετύχει τ' αγαπημένο του παιχνίδι. Ενα στειλιαράκι από ελιά ήταν το όπλο. Ξάπλωνε χάμου και σημάδευε. Ξανασηκωνόταν και λάκαε σαν αγρίμι μέσα στη λαγκαδιά.

- Τις ει; λέγε στην άναψα. Ο Τσικιλίνος έχει πιάσει το μετερίζι του πίσω από ένα κλαδί γεμάτο βροχονέρια...

Κι όλα τα παιδιά, όλα εκείνα τα κουτσούβελα ρίχτηκαν σ' ένα μανιασμένο πόλεμο τρεχάλας και παιχνιδιού με μιαν άψα, μ' έναν πυρετό, μ' ένα λαχάνιασμα που δεν έχει τελειωμό...

- Τι κάνεις εσύ, ε; - ακούστηκε ανάμεσα στο σάλαγο η φωνή της Βακώς. - Γιατί τον χτυπάς; Τον έπιασες αιχμάλωτο; Με γεια σου. Μα δε χτυπούν τους αιχμαλώτους... Κατάλαβες;

Ο άλλος, ο "αιχμάλωτος", πειραγμένος έμπηξε τα κλάματα, όχι τόσο γιατί από τη μύτη του άρχισε να κυλάει μια κλωστίτσα βυσσινιά το αίμα και να του λερώνει τ' άσπρο του πουκαμισάκι, μα... γιατί, να, αιχμάλωτος σου λέει... βαρύ πράμα. Τα παιδιά μαζεύτηκαν γύρω στον πληγωμένο. Το καθένα έλεγε και τα δικά του.

- Η γιαγιά είπε να μην κάνουμε πόλεμο... μίλησε ένα από τα παιδιά.

- Η γιαγιά είπε μα τα παιδιά δεν την ακούνε... - ακούστηκε απ' τη μεγάλη πόρτα του σπιτιού μια αυστηρή μα γεμάτη συμπάθεια φωνή.

Στην κορνίζα της πόρτας πρόβαλε η γιαγιά. Ηταν μια ψηλή, γεροδεμένη γυναίκα. Με λευκά φροντισμένα μαλλιά. Με κάποιους ελαφρούς κυματισμούς απ' την παλιά χάρη που άφησε το πέρασμά της.

Προχώρησε προς τα παιδιά. Τα χάιδεψε, τους χαμογέλασε.

- Ελάτε... Ελα συ που κλαις... Μη δα κάνεις έτσι. Τι άντρας είσαι; - Τόνε φίλησε - κλαίνε τα παλικάρια; Καημένε!

Τον έφερε στο σπίτι και τούπλυνε με νερό το ματωμένο πρόσωπο. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά.

- Ετσι, έτσι να μην τρέχει το αίμα. Δεν πρέπει να παίζετε τέτοια παιχνίδια σεις. Να, αν το μάθει ο μπαμπάς σου στη φυλακή θα πικραθεί...

- Κι ο δικός μου ο μπαμπάς; Μίλησε ο Λαζαρίκος.

- O δικός σου ο μπαμπάς δε θα πικραθεί. Εσύ δε ματώνεις τη μύτη σου. Είπε η γιαγιά κι ένα αλαφρό χαμόγελο χάραξε στα χείλη της.

- Μα δε θα πικραθεί βέβαια. Το ξέρω εγώ. Γιατί είναι και ο Κολοκοτρώνης μαζί του. Του κρατάει συντροφιά. Τραγουδούνε μαζί.

- Ποιος Κολοκοτρώνης; ξαφνιάστηκε η γιαγιά και το χαμόγελό της έσκασε στα χείλη της καθαρά και φώτισε το πρόσωπό της.

- Εκείνος ο αντάρτης που σκότωσε το Γερμανό... Τον είδα με τον μπαμπά μου... Αυτοί δεν το πιστεύουν και γελούν. Είναι ψηλός ως τον ουρανό. Δεν είναι γιαγιά;

Γέλασε και δάκρυσε μαζί το πικραμένο πρόσωπό της. Αυτά είναι τα παιδιά. Ερχονται ώρες που ξεχνάς μαζί τους όλα τα φαρμάκια. Ενα λογάκι από τα δεκατρία εκείνα στόματα, μια γκριμάτσα, ένα σκίρτημα, ξαναζωντανεύει όλους εκείνους που φύγανε από το πολύβουο εκείνο σπιτικό. Να, το γέλιο εκείνης της Βακώς όμοιο κι απαράλλαχτο της μακαρίτισσας. Ωρες - ώρες ξεχωρίζει νότες ξεκάθαρες της κόρης της μέσα στα γελάκια και στα λόγια του παιδιού και τότε νιώθει ένα δάγκωμα στην καρδιά. Εκείνη η περπατισιά του Τσικιλίνου δεν ξεχωρίζει καθόλου απ' το λεβέντικο περπάτημα του γιου της. Ξαναζούν μέσα σε τούτο το παιδομάνι όλες οι μορφές του σπιτιού που χάθηκαν μέσα στα σίδερα.

- Τόσα παιδάκια Θεέ μου... Τόσα παιδάκια χωρίς μάνες.

Εμεινε εκεί πέρα να βλέπει τα παιδιά και να συλλογιέται τα περασμένα. Εκείνα ξαναρίχτηκαν στο παιχνίδι. Κελαηδούνε σαν πουλιά! Η ζωή δε σταματά την ακατάσχετη πορεία της. Τα παιδιά δεν ξέρουν τίποτα. Βλέπουν τούτη την ευεργετική θεότητα που λέγεται γιαγιά.

Είναι η ρίζα του δέντρου που το χτύπησαν οι κεραυνοί. Το δέντρο δεν πέθανε. Πέσανε μονάχα οι κλώνοι του. Λύγισε και καψαλιάστηκε ο κορμός του. Ωστόσο, γύρω στη ρίζα του ξεπετάχτηκαν καινούργιες φύτρες. Κοχλάζουν μέσα τους οι χυμοί. Η ζωή τους σπαρταράει.

- Να ματάγινε ξανά τέτοιο πράμα... συλλογιέται. Τόσα παιδάκια.

Εκείνα σμίξανε στο στρόβιλο του παιχνιδιού. Χορεύουν χεροπιασμένα κύκλο. Ξαναμμένα. Ακούραστα. Κι οι φωνές τους δίνουν ζωή στα τριγυρινά ρημάδια. Μαζί κι ο Λαζαρίκος. Πέφτει -σηκώνεται, ξαναπέφτει. Στο κουρασμένο του κεφαλάκι χοροπηδάει η κατσουλίκα των μαλλιών. Κόπηκε η τιράντα του και κρέμεται πίσω του σαν ουρά. Ξεφωνίζει και οι φλεβίτσες του λαιμού του τεντώνονται να σπάσουν.

"Φράγκο λελέγκο/ Χτύπα την καμπάνα/ να μαζευτούν οι Φράγκοι (...)"

Μαζί του και η σοβαρή δασκάλα η Βακώ. Μόνο που έρχονται κάτι στιγμές που ξεμοναχιάζεται και κλαίει. - Εμένα δε θαρθεί πια ο μπαμπάς μου. Εγώ πια δεν έχω μαμά...

Τότε δε μιλεί πια η γιαγιά. Μονάχα σφίγγει εκείνο το κεφαλάκι στο στήθος της αμίλητη και κοιτάει πέρα μακριά!...

Στον τόπο τούτονε, το δειλινό είναι ένα πανηγύρι από χρώματα. Γεμίζει ο ουρανός από ζουμπούλια και γαρούφαλα. Τ' ασημένια φύλλα της ελιάς αναριγούν με τ' αλαφρό δειλινό μπάλσαμο που στέλνει ο Ταΰγετος. O κατακαημένος ο Μοριάς! Τέτοιες ώρες κάθεται και συλλογιέται σαν άνθρωπος. Πόσες φορές βόγκησε και πόνεσε! Πόσοι βραχνάδες δεν τόνε πάτησαν στο λαιμό... Πόσες φορές δεν αγκομάχησε το μαλλιαρό του αντρειωμένο στήθος. Κι ύστερα, πάλι ξαναζεί. Το χώμα του ρουφάει το αίμα τ' ακριβό που χύθηκε. Το κάνει ζουμερό γλυκό σταφύλι. Δαγκώνεις την τραγανή μελένια ρόγα του και σπάει ανάμεσα στα δόντια σου μοσχάτη, σαρκώδικη, όλο χυμό. Και το δάκρυ που κύλησε ποτάμι το πίνει η αυλακιά. Ποτίζει τα σπλάχνα της αφράτης γης. Γίνεται πορτοκάλι όλο δροσιά για τα φρυγμένα χείλη. Ξαρρωστικό όλο μέλι και άρωμα...

Πέρα μακριά κοιτάει και ταξιδεύει ο νους της γιαγιάς. Και πάει στα χρόνια τα παλιά τ' αλλοτινά. Κάποτε πούρθε νύφη σε τούτο δω τον τόπο. Τότε που ροβολούσαν οι πανωχωρίτες να τήνε καμαρώσουν. Τότε που σκαπετούσαν οι παραθαλασσίτες να τη δουν. Μερόνυχτα βαρούσαν τα βιολιά και τα κλαρίνα. Νύφη, στο Παπαλεβέντικο ήταν μια υπόθεση με σημασία κείνο τον καιρό. Εκείνος ήταν ένας δράκος στη δουλιά. Ανασκάλευε ο μακαρίτης τη γης σαν γίγαντας. Και σαν στρωνόντανε στο γλέντι αχολογούσε ο τόπος. Υστερα, ήρθαν τα παιδιά. Πιο ύστερα οι νύφες κι οι γαμπροί. Το χτήμα εκείνο χωρίς ν' απλώνει σ' έκταση κέρδιζε σε πλούτο. Ανθιζε το ξερόκλαδο στο άγγιγμα εκείνων των ανθρώπων. Πρασίνισε και φούντωσε ο τόπος. Σκάβανε με το γέλιο. Κλαδεύανε με το τραγούδι. Τρυγούσαν με τον έρωτα. Διαφέντευε η αγάπη. Τώρα πια έφυγε εκείνος ο καιρός. Πέρασε απ' το χτήμα η παγωνιά.

Να τ' αμπέλι που κατηφορίζει τώρα απ' τον όχτο. Κούτσουρα κατακαημένα. Κούρβουλο για κούρβουλο δεν έμεινε. Δε σημαδεύει φυλλαράκι. Δε ζυγώνει πουλί. Η σταφίδα στο ίσιωμα πνίχτηκε στα βάτα. Δεν έμεινε χέρι να χαϊδέψει το χώμα της. Τράχυνε εκείνο. Χέρσωσε. Φυτρώσαν αγκαθιές και τριβόλια. Εκείνοι που κάναν τ' αξινάρια να σφυρίζουν πάνω απ' τα κεφάλια τους, κοιτάνε μέσα απ' τα σίδερα τα σταυρωτά της φυλακής. Κι άλλοι, φύγανε. Και οι φυλακισμένοι δεν έχουν άλλο τι να κάνουν. Φτιάχνουνε φιδάκια, κομπολόγια από χρωματιστές χάντρες. Συλλογιούνται κάτι παιδάκια π' απομείναν σαν τις καλαμιές στον κάμπο. Γράφουν γράμματα λυπητερά. Να και το λιοτριβιό. Βεράνι τόκανε η φωτιά. Χάσκουνε μαύρα τα πορτοπαράθυρά του. Μέσα φωλιάζουν κουκουβάγιες. Κι οι αποθήκες και τα υπόστεγα κι οι σταύλοι κι οι κυψέλες... Τίποτα ορθό κι ανέγγιχτο απ' την καταστροφή...

Τα χείλια της Παπαλεβέντενας σφίγγουν οργισμένα τις ώρες πούνε μακριά απ' τα παιδιά. Εκείνα τη γλυκαίνουν, τούτα τα ρημαδιά την αγριεύουν.

- Αντρες μωρέ είναι ευτούνοι; Αντρες; Να ρίχτουν δέντρα με τις μπαλταδιές; Να μπουρλουτιάζουν τα χτίσματα; Να πιλατεύουν γυναίκες; Να ορφανεύουνε μωρά; Αντρες είναι ευτούνοι, για μαϊμούδες; Θεριά που τα ξέρασε η Γερμανία τους και η μαύρη κόλαση...

Σα νάναι τώρα, περνούν απ' τα μάτια της σκηνές γεμάτες λαχταρίσματα. Στιγμές που χάραξαν μες στην ψυχή της βαθιά και ακατάλυτα, τ' αχνάρια τους.

- Μάνα!

- Γιε μου!»

(Το 2ο μέρος του διηγήματος θα δημοσιευτεί την επόμενη Κυριακή).

* Το διήγημα δημοσιεύτηκε, προτασσόμενο μάλιστα όλων των άλλων, στη συλλογή διηγημάτων «Πεζογράφοι της Αντίστασης», των εκδόσεων «Νέα Ελλάδα» (1952).


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ