"Πρώτα οι αξιωματικοί μάς ζήτησαν να πάμε εθελοντές στον πόλεμο. Φαίνεται, όμως, ότι δεν προθυμοποιηθήκαμε πολλοί και γι' αυτό, μετά από 10 μέρες, ο δεκανέας μάς διάβασε έναν κατάλογο 30 ονομάτων φαντάρων από τη δική μας μονάδα - ανάμεσά τους και το δικό μου - και μας είπε πως μας θέλει ο Συνταγματάρχης, χωρίς να μας εξηγήσει τι μας θέλει. Εμάς "μας έκαψε το κρομμύδι", σκεφτήκαμε πως δε θα μας ήθελε για κάτι καλό. Ο συνταγματάρχης μάς ανακοίνωσε πως θα πάμε στην Κορέα, για ν' αντικαταστήσουμε παλιότερους συναδέλφους μας, που πολεμούσαν εκεί. Μας τόνισε ότι έχουμε υποχρέωση να πάμε - φαινόταν καθαρά ότι πρόκειται για διαταγή - και γιατί έπρεπε να γυρίσουν οι παλιότεροι, αλλά και γιατί η Ελλάδα είναι μέλος του ΝΑΤΟ και πρέπει να βοηθήσει τους Αμερικανούς στον πόλεμο κατά των κομμουνιστών. Δε μας είπε περισσότερα για το νόημα του πολέμου, δε ρωτήσαμε πολλά κι εμείς, παιδιά είμαστε ακόμα.
Αφού κάναμε, επί ένα μήνα, εκπαίδευση στα νέα όπλα στη Βουλιαγμένη και πάρα πολλά εμβόλια, για την Κορέα ξεκινήσαμε, μ' ένα καράβι από τον Πειραιά, στα τέλη του Μάη του '53. Συνολικά είμαστε 600 Ελληνες. Το καράβι σταμάτησε στο λιμάνι της Σμύρνης και πήρε και 1.500 Τούρκους στρατιώτες κι αξιωματικούς - να σου πω εδώ, ότι κάποια στιγμή προκλήθηκε παρεξήγηση και έγιναν επεισόδια ανάμεσα στους Τούρκους και στους Ελληνες - και μετά από ένα μήνα ταξίδι, φτάσαμε στο Πουσάν της Κορέας. Εκεί χωριστήκαμε αμέσως σε μονάδες και πήγαμε στο μέτωπο. Εγώ πήγα σ' ένα πολυβολείο μαζί με δυο άλλους.Επί 24 μερόνυχτα πήρα μέρος σε μάχες, που μετά σταμάτησαν γιατί έγινε η ανακωχή. Εμεινα, όμως, στην Κορέα μέχρι τον Ιούνη του '54, παρά το ότι μας είχαν υποσχεθεί πως θα μείνουμε μόνο έξι μήνες. Αυτά τα 24 μερόνυχτα στη μάχη ήταν τρομερά. Ούτε για μια στιγμή δε σταματούσαν οι πυροβολισμοί, οι βομβαρδισμοί. Οι Βορειοκορεάτες πολεμούσαν σκληρά, με ενθουσιασμό και πείσμα, είχαν πολύ υψηλό ηθικό γιατί αγωνίζονταν για την πατρίδα τους. Τους βοηθούσαν Κινέζοι και είχαν Ρώσικο οπλισμό".
Οταν του ζητώ να μου μιλήσει για τους συναδέλφους του που σκοτώθηκαν, η φωνή του χαμηλώνει και τα μάτια υγραίνουν.
"Τους θυμάμαι - λέει - σχεδόν όλους. Οπως τον ανθυπολοχαγό Κ. Σαλταπίδα από τη Λάρισα που τραυματίστηκε βαριά. Οπως τον Γρ. Παπάζογλου από τον Πειραιά, που αυτοπυρπολήθηκε κι έχασε το χέρι του και πέρασε γι' αυτό από στρατοδικείο. Κι πάρα πολλούς άλλους που σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν θυμάμαι. Βέβαια από τη δική μου σειρά τα θύματα ήταν λιγότερα γιατί πολεμήσαμε μόνο 24 μερόνυχτα. Οι προηγούμενες σειρές είχαν πολύ περισσότερους νεκρούς και σακατεμένους. Ξέρεις ότι στην Κορέα σκοτώθηκαν πάνω από 1.100 Ελληνες φαντάροι και πάρα πολλοί αξιωματικοί.
Και δε θα ξεχάσω ποτέ τι ένιωσα όταν, λίγο πριν φύγουμε από την Κορέα, μας πήγαν στο ελληνικό στρατιωτικό νεκροταφείο της Σεούλ, όπου και καταθέσαμε στεφάνι...
Μας έστειλαν να σκοτωθούμε, για να υπερασπίσουμε τα συμφέροντα των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ. Και να σου πω κάτι, χωρίς να παραπονούμαι, για να δεις τι είναι το ελληνικό κράτος: Οταν γύρισα θέλησα να πάω στην αγροφυλακή, αλλά βρήκα πολλά και μεγάλα εμπόδια, μέχρι να τα καταφέρω. Και ξέρεις γιατί; Επειδή παντρεύτηκα αριστερή γυναίκα! "