Σάββατο 24 Απρίλη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 40
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
Γέφυρες

Η πρώτη γέφυρα που αγάπησα ήταν η προέκταση της οδού Χαροκόπου που περνούσε πάνω από τον Ιλισσό κι έβγαζε απέναντι στα Πετράλωνα. Ηταν μια ταπεινή γέφυρα που εκπλήρωνε μια ανάγκη. Μια διάβαση. Για μένα που την πρωτοπέρασα σε προνηπιακή ηλικία ήταν ένα θαύμα.

Το δεύτερο θαύμα ήταν η γέφυρα του Ηλεκτρικού Σταθμού της Καλλιθέας. Αυτή δεν περνούσε πάνω από ποτάμι, αλλά από τρένα.

Την ανέβαινες αποδώ και μετά την κατέβαινες και ήσουν αποκεί. Κάποια παιδιά της γειτονιάς πήγαιναν στη "Σιβιτανίδειο". Από το σπίτι μέχρι εκεί ήταν η μεγάλη βόλτα και η άγνωστη περιπέτεια που μας πήγαινε η κυρία Φωτεινή με τα εγγόνια της, όλοι του Νηπιαγωγείου, για να δούμε πώς ταξιδεύουν οι άνθρωποι με τα τρένα.

Οι μεγάλες γέφυρες πάνω από το Σηκουάνα ήταν εντυπωσιακές και κυρίως σε πήγαιναν στην αριστερή όχθη. Μια φιλολογία.

Ισως η αγάπη μου για τις γέφυρες της Πράγας ή της Βουδαπέστης πάνω από το Δούναβη να ξεκίνησε από εκείνη τη μικρή γέφυρα της Χαροκόπου.

Τη γέφυρα του Μπρούκλιν την αγάπησα από τότε που μαθήτρια στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου διάβασα το μυθιστόρημα της Μπέτι Σμιθ, "Ενα Δέντρο Μεγαλώνει στο Μπρούκλιν".

Την επόμενη της πρώτης άφιξής μου στη Νέα Υόρκη μπήκα σ' ένα ταξί, από μια γειτονιά του Μανχάταν, και είπα στον οδηγό να με πάει στη γέφυρα του Μπρούκλιν.

Περνούσα τη γέφυρα πάνω από το Ανατολικό Ποτάμι κι έριχνα νοητά λουλούδια στα νερά του για όσους θάφτηκαν μέσα τους όταν τη στέριωναν. Θαύμαζα τα συρματόσχοινα που οι εργάτες τα είχαν πλέξει σε πανύψηλες δαντέλες.

Από την άλλη μεριά ήταν το Μπρούκλιν. Ο ταξιτζής με ρώτησε πού πήγαινα. Κάναμε την ίδια διαδρομή επιστρέφοντας.

Οι άλλες γέφυρες που ένωναν το Μανχάταν με τις υπόλοιπες περιοχές της Μείζονος Νέας Υόρκης μού έγιναν οικείες με τον καιρό. Τις αγαπούσα όλες.

Στα χρόνια του πολέμου στο Βιετνάμ, τις νύχτες με τους εφιάλτες, τιμωρούσα το νησί του Μανχάταν. Γκρέμιζα τις γέφυρες που το ένωναν με τις άλλες Πολιτείες. Το απομόνωνα. Το καταδίκαζα στην πείνα και το θάνατο.

Ας έμενε με το Χρηματιστήριο στη Γουόλ Στριτ. Σε τι θα χρησίμευαν οι μετοχές του Ντόου Τζονς, αφού δε θα μπορούσαμε ν' αγοράσουμε ούτε σέλινο;

Ενα νησί με ουρανοξύστες, με πολυκαταστήματα, με υπόγεια σιδηροδρομικά δίκτυα, με λεωφορεία και άλλα οχήματα, με το Χάρλεμ και το Γκρίνουιτζ Βίλλατζ, με μουσεία και το Σέντραλ Παρκ και με καλλωπιστικά δέντρα.

Το Μανχάταν, ένα νησί που δε θα μπορούσε να επιζήσει χωρίς γέφυρες, παρ' όλες τις μετοχές και τις τράπεζες του κόσμου σε χαρτιά.

Τις νύχτες με τους εφιάλτες από τον πόλεμο στο Βιετνάμ σκηνοθετούσα μάχες ανάμεσα σε όλες τις φυλές που κατοικούσαν το Μανχάταν, που μιλούσαν τις γλώσσες της Βαβέλ, κουνούσαν διαφορετικά πολύχρωμα λάβαρα, σήκωναν αγάλματα αλλοτινών θεών, εικόνες και τοτέμ, ντυμένοι με διαφορετικές στολές, κουρεμένοι και μακρυμάλληδες, άγριοι και απολίτιστοι. Ανθρωποφάγοι.Η πείνα έμπαινε στο στομάχι τους και το έσχιζε. Το κορμί τους γέμιζε εξανθήματα. Οι κοιλιές τους πρήζονταν.

Τα πτώματα στους δρόμους, τις λεωφόρους γίνονταν σωροί, ανέβαιναν στα ύψη των ουρανοξυστών.

Το βράδυ όταν έπεφτε κατακόκκινος ο ήλιος στη δύση του, έσφαζαν τα σκοτωμένα κορμιά και τα έτρωγαν.

Ξυπνούσα τρομαγμένη. Πώς θα ζούσα στο Μανχάταν χωρίς τις γέφυρες;

Εβγαζα το κεφάλι μου από το παράθυρο και κοίταζα το Ανατολικό Ποτάμι. Οι γέφυρες παρέμεναν στη θέση τους.

Εβδομάδες τώρα βλέπω στην τηλεόραση τις Γέφυρες στο Βελιγράδι να βομβαρδίζονται, κι αυτές να προσπαθούν ν' αντισταθούν με την ομορφιά τους, με το ρυθμό τους και τα μάτια μου θαμπώνουν, τα μάγουλά μου βρέχονται, η ανάσα μου χάνει το ρυθμό της.

Είμαι εκεί, πάνω στις Γέφυρες του Βελιγραδίου, πιασμένη χέρτι - χέρι, με τους ανθρώπους που αντιστέκονται, με το στόχο στο μέτωπό μου.

Ιωάννα ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ