Σάββατο 15 Φλεβάρη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10

87ο ΜΕΡΟΣ

Οι καταστάσεις και οι κίνδυνοι που βιώνει ένα παιδί στον πόλεμο δεν είναι δύσκολο να γίνουν αντιληπτές. Ειδικά, όμως, στον ελληνικό Εμφύλιο υπάρχουν ορισμένες πλευρές που αξίζει να σημειωθούν, έτσι ώστε να είναι δυνατή η κατανόηση του θέματος στην ευρύτερη διάστασή του.

Μια πλευρά είναι ο μονόπλευρος εμφύλιος πόλεμος, η μοναρχοφασιστική τρομοκρατία, που άσκησε το μεταβαρκιζιανό καθεστώς, με σκοπό να καθυποτάξει και να εξοντώσει το ΕΑΜικό κίνημα. Σε κείνες τις συνθήκες, όπως είναι γνωστό, δολοφονήθηκαν χιλιάδες αγωνιστές, άλλοι ξυλοκοπήθηκαν, φυλακίστηκαν και διώχτηκαν, κάηκαν περιουσίες, σπίτια, διαλύθηκαν οικογένειες, ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί που ξαναβγήκαν στα βουνά μη μπορώντας να σταθούν σε χλωρό κλαρί. Θύματα αυτής της κατάστασης ήταν και χιλιάδες παιδιά, που βρέθηκαν στους δρόμους, που έχασαν τη ζωή τους, που υπέστησαν πλήθος συνεπειών. Ορισμένα από αυτά, όπου έγινε κατορθωτό, πήραν από νωρίς το δρόμο της προσφυγιάς, ακολουθώντας τους γονείς τους και τη μόνη διέξοδο σωτηρίας που είχαν. Τέτοιος προσφυγικός τόπος για τους καταδιωκόμενους αγωνιστές με τις οικογένειές τους αμέσως μετά τη Βάρκιζα ήταν το Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας, όπου δημιουργήθηκε αυτοδιοικούμενη ελληνική κοινότητα. Εκεί ιδρύθηκαν τα πρώτα προσφυγικά σχολεία και παιδικοί σταθμοί. Το 1947, π.χ., λειτουργούσαν τρία δημοτικά σχολεία, δύο νηπιαγωγεία κι ένας βρεφικός σταθμός.

Μια δεύτερη αξιοσημείωτη πλευρά του Εμφυλίου είναι το άδειασμα των αγροτικών περιοχών που πραγματοποίησε ο κυβερνητικός στρατός, με σκοπό να στερήσει τους αντάρτες από τη βοήθεια και την ενίσχυση του λαού. Γύρω στις 800.000 υπολογίζονται αυτοί που ξεσπιτώθηκαν από την ύπαιθρο με τη βία και στοιβάχτηκαν στις πόλεις για να ζήσουν σε ελεεινές συνθήκες. Ανάμεσά τους και χιλιάδες παιδιά (υπολογίζεται ότι ήταν γύρω στις 150.000), που ακολούθησαν τη μοίρα των γονιών ή των κηδεμόνων τους, χωρίς να τους παρέχεται καμιά φροντίδα και καμιά προστασία. Αυτή η πολιτική αδειάσματος της υπαίθρου, βίαιου ξεριζωμού των αγροτών και στοιβάγματός τους στις πόλεις, είχε και μια ειδική ξεχωριστή πλευρά, η οποία αφορά στις γνωστές "παιδουπόλεις της Φρειδερίκης". Οι "παιδουπόλεις" δημιουργήθηκαν στα 1947 (στα πλαίσια του Οργανισμού Βασιλικής Πρόνοιας, που συγκροτήθηκε τον Ιούλη του ίδιου έτους) με πρωτοβουλία της τότε βασίλισσας και άλλων κυριών της υψηλής κοινωνίας. Σκοπός αυτής της κίνησης ήταν η συγκέντρωση παιδιών - κυρίως ανταρτόπαιδων - που αρπάζονταν από τις εμπόλεμες περιοχές και η διαπαιδαγώγησή τους σύμφωνα με την εθνικόφρονη αντικομμουνιστική ιδεολογία. Η ίδια η Φρειδερίκη περιγράφει το σκοπό του εγχειρήματος ως εξής: "Στην αρχή το κύριο σχέδιο ήταν να σώσουμε τα παιδιά μας των βορείων επαρχιών από την απαγωγή πέρα από τα σύνορα και τη διαπαιδαγώγησή τους σε εχθρούς της πατρίδας". Αναφέρει επίσης ότι σ' αυτές τις παιδουπόλεις συγκεντρώθηκαν 25.000 παιδιά. (Βλέπε: Βασίλισσα Φρειδερίκη: "Μέτρον κατανοήσεως" σελ. 176 - 177). Η Φρειδερίκη, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, επιχειρεί να δικαιολογήσει τη δημιουργία των "παιδουπόλεων" επικαλούμενη δήθεν γεγονότα, που, έστω ως θέμα, δεν υπήρχαν το 1947. Συγκεκριμένα, κάνοντας λόγο για "απαγωγή παιδιών πέρα από τα σύνορα" αναφέρεται σ' αυτό που η ντόπια αντίδραση - κατηγορώντας το ΔΣΕ και το ΚΚΕ - ονόμασε "παιδομάζωμα". Ομως, το 1947 τέτοιο θέμα δεν υπήρχε. Οσο για τα υπόλοιπα που αναφέρει - περί διαπαιδαγώγησης των παιδιών και διαμόρφωσής τους σε εχθρούς της πατρίδας - είναι άκρως χρήσιμα για να καταλάβει κανείς και τους σκοπούς των "παιδουπόλεων" και τη διαπαιδαγώγηση που παρείχαν. Για αντικομμουνιστικά αναμορφωτήρια - φυλακές επρόκειτο και για τίποτε άλλο.

Τους μεγαλύτερους κινδύνους στον Εμφύλιο αντιμετώπιζαν τα παιδιά των εμπόλεμων περιοχών, ιδιαίτερα αυτά που βρίσκονταν σε ανταρτοκρατούμενες περιοχές. Ζούσαν καθημερινά με τον κίνδυνο του θανάτου, αντιμετώπιζαν οξύ πρόβλημα διατροφής και δεν ήταν λίγα αυτά που έχαναν αναίτια τη ζωή τους. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο κυβερνητικός στρατός βομβάρδιζε με την αεροπορία του κατοικημένες περιοχές σπέρνοντας τον αφανισμό. Τεράστιες ήταν οι απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό από τη ρίψη βομβών Ναπάλμ.

Η αλήθεια για το λεγόμενο παιδομάζωμα

Προς το τέλος του 1947 ο εμφύλιος πόλεμος φούντωσε για τα καλά και η ανάγκη για να υπάρξει ειδική μέριμνα για τα παιδιά - ούτως ώστε να μην υποστούν με τη ζωή τους τις συνέπειες - ήταν κάτι παραπάνω από φανερή. Στις περιοχές που έλεγχαν οι αντάρτες αυτή η ανάγκη έπαιρνε καθημερινά επιτακτικό χαρακτήρα. Ευθύς εξαρχής υπήρχε το ζήτημα της εξασφάλισης των παιδιών ανταρτών - από την κατεχόμενη Ελλάδα - που είχαν μεταφερθεί στις ανταρτοκρατούμενες περιοχές από τους γονείς τους για να προστατευτούν. Ομως, η ένταση του πολέμου, σιγά σιγά, γενίκευσε το πρόβλημα και ο εκκλήσεις των κατοίκων της Ελεύθερης Ελλάδας προς την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση να πάρει μέτρα, έλαβαν μαζικό χαρακτήρα. Η μόνη διέξοδος για τη λύση του προβλήματος ήταν η μεταφορά αυτών των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες, όπως και έγινε. Τόσο οι λαϊκές οργανώσεις των ανταρτοκρατούμενων περιοχών, όσο και η ΠΔΚ απηύθυναν σχετικό αίτημα στις χώρες αυτές και η μεταφορά των παιδιών άρχισε να πραγματοποιείται - με μαζικό και οργανωμένο τρόπο - από το Μάρτη του 1948. Για το θέμα αυτό, μάλιστα, σχετικές ανακοινώσεις έκανε ο ραδιοσταθμός "Ελεύθερη Ελλάδα" (Βλέπε: "Δελτίο ειδήσεων ΔΣΕ", 3/3/1948), ενώ το υπουργείο Εσωτερικών της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης στις 7/3/1948 έδωσε στη δημοσιότητα την εξής ανακοίνωση:

"Λαϊκές και άλλες οργανώσεις πρόνοιας και προστασίας του παιδιού της Ελεύθερης Ελλάδας, καθώς και χιλιάδες γονείς και κηδεμόνες απευθύνθηκαν προ καιρού με εκκλήσεις στις φιλανθρωπικές οργανώσεις των Λαϊκοδημοκρατικών Χωρών και ζήτησαν απ' αυτές να περιθάλψουν και να προστατέψουν την ελληνική παιδική νεολαία που κινδύνευε από τον υποσιτισμό και τη βαρβαρότητα του μοναρχοφασισμού.

Οι φιλανθρωπικές και οργανώσεις προστασίας της παιδικής ηλικίας, καθώς και διάφορες οργανώσεις της νεολαίας των χωρών αυτών, με εξαιρετική χαρά και ευχαρίστηση, αποδέχτηκαν τις εκκλήσεις αυτές και ανέλαβαν να περιθάλψουν τα Ελληνόπουλα για όσο διάστημα θα χρειαστεί.

Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, βλέποντας πως με την καταστροφική πολιτική, που από το 1945 εφαρμόστηκε στην Ελλάδα από ξένους και ντόπιους εκμεταλλευτές, με τις συνεχείς καταστροφές και λεηλασίες που συστηματικά εφάρμοζε και εφαρμόζει ο μοναρχοφασισμός σε βάρος του λαού και της περιουσίας του, ελαττώθηκαν οι δυνατότητες ανάλογης διατροφής που έχει ανάγκη η παιδική ηλικία. Με το εγκληματικό πέταμα στους δρόμους των πόλεων 150.000 και πάνω παιδιών, που καθημερινά δεκάδες απ' αυτά πεθαίνουν. Με την τελευταία διαταγή της Φρειδερίκης, που διέταξε τους υποτακτικούς της να συγκεντρώσουν όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά στα αστικά κέντρα για να τα μετατρέψουν σε γενίτσαρους και να τα βάλουν αναγκαστικά στις αγαπητές της χιτλερικές οργανώσεις νεολαίας. Ακόμα δε και με τους άνανδρους βομβαρδισμούς των ανυπεράσπιστων γυναικόπαιδων, από τους οποίους τον τελευταίο καιρό σκοτώθηκαν 120 παιδάκια, αποφάσισε να κάνει αποδεκτές τις αιτήσεις των λαϊκών οργανώσεων και των γονιών και να εγκρίνει την αποστολή και παραμονή των παιδιών, μέχρις ότου οι συνθήκες στη χώρα μας θα επιτρέψουν την επιστροφή τους.

Η ψευτοκυβέρνηση της Αθήνας και οι πάτρωνές της σηκώνουν καπνούς συκοφαντίας για να σκεπάσουν τις συνεχείς ήττες και διαλύσεις μονάδων του στρατού τους, που υφίστανται από επιχειρήσεις του ΔΣΕ, ιδίως τις τελευταίες μέρες στην Πελοπόννησο, Θεσσαλία και Ηπειρο. Απάντηση στις συκοφαντίες της δίνουν τα ευχαριστήρια τηλεγραφήματα, που κατά εκατοντάδες κατακλύζουν τη Δημοκρατική Κυβέρνηση σ' όλες τις γωνιές της Ελλάδας, ελεύθερης και σκλαβωμένης" (Βλέπε: Δελτίο Ειδήσεων ΔΣΕ, 8/3/1948 και εφημερίδα "Εξόρμηση" 15/3/1948).

Η μεταφορά και η εγκατάσταση των παιδιών στις ΛΔ

Η αποστολή των παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες έγινε με τη σύμφωνη γνώμη των γονιών τους, κι όπου δεν υπήρχαν γονείς, με τη σύμφωνη γνώμη των στενών τους συγγενών. Επρόκειτο για παιδιά που στη μεγάλη τους πλειοψηφία ήταν παιδιά ανταρτών ή συγγενείς τους. Προέρχονταν κυρίως από τις βόρειες περιοχές της χώρας, αν και ανάμεσά τους υπήρχαν ανταρτόπαιδα από τη Νότια Ελλάδα, τη Θεσσαλία και τη Ρούμελη. (βλέπε: Θ. Μητσόπουλου: "Μείναμε Ελληνες", σελ. 15 - 20). Η αποστολή ήταν οργανωμένη τόσο από μέρους των ανταρτών όσο και από τις χώρες υποδοχής. Τα παιδιά καταγράφονταν σε ειδικές καταστάσεις και συνοδεύονταν στη χώρα υποδοχής από άνθρωπο που είχε εκλεγεί από τα συμβούλια γονέων της Ελεύθερης Ελλάδας. Ανά 25 παιδιά υπήρχε κι ένας τέτοιος συνοδός (Βλέπε: "Δελτίο Ειδήσεων ΔΣΕ" 3/3/1948). Οι χώρες υποδοχής, σε συνεργασία με την ΠΔΚ, είχαν φροντίσει για τη μεταφορά και την εγκατάσταση των παιδιών από τη στιγμή που περνούσαν τα σύνορα, για τη διατροφή τους και την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη, για τη δημιουργία σε γενικές γραμμές όλων εκείνων των συνθηκών άνετης διαβίωσης και μόρφωσής τους. Χώρες που δέχτηκαν παιδιά ήταν η Γιουγκοσλαβία, η Ρουμανία, η Ουγγαρία, η Τσεχοσλοβακία, η Πολωνία, η Ανατολική Γερμανία (ΓΛΔ), η Βουλγαρία. Επίσης, παιδιά δέχτηκε και η Αλβανία, τα οποία προωθήθηκαν στις άλλες Λαϊκές Δημοκρατίες, καθώς και η ΕΣΣΔ μετά την ήττα του ΔΣΕ και το πέρασμα των ανταρτών στην πολιτική προσφυγιά. Για την παρακολούθηση, τη φροντίδα και τη μόρφωση των παιδιών το ΚΚΕ και η ΠΔΚ από το Μάη του 1948 ίδρυσαν την Επιτροπή Βοήθειας στο Παιδί (ΕΒΟΠ), την οποία στελέχωσαν εξαίρετοι επιστήμονες και παιδαγωγοί όπως ο Π. Κόκκαλης (επικεφαλής), η γνωστή λογοτέχνης Ελλη Αλεξίου, ο παιδαγωγός Γ. Αθανασιάδης, οι εκπαιδευτικοί Στρ, Τσιαραντζίδης, ο Θ. Μητσόπουλος, η Μ. Μινεέμη κ.ο.κ. Η ανάγκη μεταφοράς των παιδιών μπορεί να διαπιστωθεί από πολλές πλευρές. Αναφέρουμε ενδεικτικά: Από το σύνολο των παιδιών που στάλθηκαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες έπασχαν: το 26% από πνευμονικές παθήσεις, το 17,5% από βρογχικά, το 10,5% από νευρικές παθήσεις, το 14% από ψώρα, το 21,5% από ρευματικά και άλλες αρρώστιες. Υγιή ήταν μόνο το 10,5%. Επίσης, από το σύνολο αυτών που ήταν σχολικής ηλικίας το 60% ήταν τελείως αγράμματα, το 17,5% είχε πάει μέχρι την Α δημοτικού, το 14% μέχρι τη Β τάξη, το 5% μέχρι τη Γ και πάνω από τη Γ τάξη μόνο το 4% (Βλέπε: Θ. Μητσόπουλου, στο ίδιο, σελ. 46 και 62).


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ