Κυριακή 24 Γενάρη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 17
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ
"Με περιφρονούσαν γιατί έπαιζα μπουζούκι"

Σελίδες από την "Παιδική ηλικία ενός ξεχωριστού δημιουργού"

"H αριστοκρατία των Τρικάλων με κορόιδευε, γιατί ήμουν κακοντυμένος και έπαιζα μπουζούκι. Πολλές φορές με προσβάλανε και με κάνανε να ντρέπομαι πολύ. Εγώ όμως τους εκδικήθηκα με τις μετέπειτα επιτυχίες μου. Ολοι αυτοί που με κοροϊδεύανε τότε, έρχονταν στα κέντρα που δούλευα και πετάγανε τα πλούτη τους στα πόδια μου για ένα τραγούδι...". Αφηγήσεις του Βασίλη Τσιτσάνη,του εμπνευσμένου λαϊκού δημιουργού, που, σκυμμένος για μισόν αιώνα πάνω από τις χορδές του μπουζουκιού, συνταίριαζε την αγωνία, τη λαχτάρα, την αγάπη του λαού μας και τις έκανε τραγούδια. Τα λόγια του, ειπωμένα πενήντα χρόνια αργότερα από εκείνη την εποχή, μαρτυρούν ότι η δόξα και οι επιτυχίες του δεν κατάφεραν να σβήσουν την εφιαλτική ανάμνηση των παιδικών του χρόνων. Χρόνων, που σημαδεύτηκαν από μια άδικη, χωρισμένη σε τάξεις κοινωνία, η οποία είχε προδιαγράψει τον αφανισμό του φτωχού νέου, που τόλμησε να της υψώσει το ανάστημά του.

Πτυχές αυτών των δύσκολων χρόνων, που σφράγισαν τον κορυφαίο συνθέτη και το έργο του, αποκαλύπτονται στο βιβλίο του Σώτου Αλεξίου "Βασίλης Τσιτσάνης. Η παιδική ηλικία ενός ξεχωριστού δημιουργού" (εκδόσεις "Καστανιώτης"). Στηριγμένος στις συζητήσεις του με τον συνθέτη, στη διάρκεια της δεκαπεντάχρονης φιλίας τους, ο συγγραφέας παραθέτει στοιχεία από αφηγήσεις φίλων και συμμαθητών του Β. Τσιτσάνη στο Α Γυμνάσιο Τρικάλων. Επίσης, πληροφορίες που αντλήθηκαν από δημοσιεύματα και υλικό της εποχής των παιδικών και νεανικών χρόνων του Τσιτσάνη, όπως από τα αρχεία του δημοτικού σχολείου, του γυμνασίου και της εκκλησίας της Επισκοπής Τρικάλων, καθώς επίσης και μνήμες της γυναίκας του Ζωής και του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ο συγγραφέας θεώρησε σκόπιμο να συμπεριλάβει στο τέλος του βιβλίου και όλα τα τραγούδια (όσα είναι γνωστά μέχρι σήμερα), που φωνογράφησε από το 1937 έως τον Οκτώβρη του 1940, "για να κατανοηθεί καλύτερα το μέγεθος της ιδιοφυίας του".

"Εκατόν δύο τραγούδια", αναφέρει ο Σ. Αλεξίου, "γραμμένα με τις πλέον αντίξοες συνθήκες και πέντε sola - "Χορός Πολίτικος" 1938, "Ατελείωτο" 1938, "Ταταυλιανό" 1939, "Σέρβικο" 1939, "Τρικαλινό ζεϊμπέκικο" 1940, "Τα ωραία του Τσιτσάνη" (γραμμένο το 1940, ηχογραφήθηκε το 1950;) - που δεν έχουν ακόμη εκτιμηθεί και μελετηθεί σε βάθος, είναι ο απολογισμός μιας δημιουργικής τριετίας, κάτω από το άγχος της επιβίωσης και το κυνηγητό της δεκάρας".

Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, ο αναγνώστης παρακολουθεί τον αγώνα επιβίωσης του πατέρα Κώστα Τσιτσάνη,τσαρουχά στο επάγγελμα, του πρώτου ανθρώπου, που μυεί το γιο του στο θαυμαστό κόσμο της μουσικής και της γλυκιάς- καλλίφωνης Βίτως,της μάνας, που, μετά το θάνατο του πατέρα, γίνεται πλύστρα για ν' αναθρέψει τα παιδιά της. Τα πρώτα δημιουργικά σκιρτήματα ενός προικισμένου παιδιού, που αφήνει το βιολί για να πιάσει το μπουζούκι, προς έκπληξη της "καλής" κοινωνίας των Τρικάλων, τους πρώτους έρωτες και τα πρώτα τραγούδια του, την πρώτη εμφάνισή του και τη φυγή του για την Αθήνα."Εικόνες" χρόνων δύσκολων, τοποθετημένες από το συγγραφέα στο ταραγμένο κοινωνικό πλαίσιο της εποχής, από τον απόηχο του Κιλελέρ, μέχρι την αιματηρή σύγκρουση, την άνοιξη του 1925, που συγκλονίζει τα Τρίκαλα. "Μαζί με τους αγρότες και τους εργάτες", αναφέρει, "κατεβαίνουν και οι πολεμιστές της Μικράς Ασίας, διεκδικώντας ένα κομμάτι γης. Οι δρόμοι γέμισαν νεκρούς... Στη συγκέντρωση είχε πάρει μέρος και ο Κώστας Τσιτσάνης. Τραυματίζεται και μένει αρκετό καιρό χωρίς δουλιά. Υστερα απ' αυτό, η υγεία και η δουλιά του πάνε από το κακό στο χειρότερο. Δύο χρόνια αργότερα, το χειμώνα του 1927, η υγεία του πατέρα κλονίζεται σοβαρά... Στις 2 Απρίλη του 1927, ο πατέρας έσβησε".

Ο θάνατος του πατέρα, που αγαπούσε και θαύμαζε, ήταν μεγάλο χτύπημα για τον Βασίλη, που ήταν μόλις 12 χρόνων. "Στα μάτια του περνά τώρα μια μόνιμη μελαγχολία, αποτραβιέται, ώσπου, ένα χρόνο μετά, δειλά απλώνει το χέρι του και παίρνει το μπουζούκι... "Από τη στιγμή που έπιασα το μπουζούκι στα χέρια μου, έλεγε ο συνθέτης, κατάλαβα ότι δε θα το αποχωριζόμουν ποτέ. Τέτοια ήταν η αγάπη μου γι' αυτό το όργανο, που μετά το σχολείο έπαιζα ως αργά το βράδυ, μέχρι που τα δάχτυλά μου μάτωναν"". Για χάρη του μπουζουκιού, άφησε το βιολί και το ωδείο, όπου προχωρούσε πολύ καλά, δίνοντας μάλιστα συναυλίες στον κινηματογράφο "Πανελλήνιον", με μαέστρο τον ίδιο. "Ο δάσκαλός μου, έλεγε, με αγαπούσε πολύ, με ετοίμαζε για μεγάλα πράγματα. Οι συμπατριώτες μου και οι συμμαθητές μου καμάρωναν για μένα, για τις επιδόσεις μου στο βιολί. Αργότερα όμως, τους πίκρανα με την απόφασή μου να εγκαταλείψω το βιολί και να γίνω "μπουζουξής"". Αυτό δεν του το συγχωρέσανε ποτέ.

Ο συγγραφέας, βασισμένος σε αναφορές συνομηλίκων του Τσιτσάνη ότι πολλά από τραγούδια που αργότερα ακούσανε σε δίσκους τα τραγουδούσαν μαζί στα γλέντια και στις καντάδες, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πολλά απ' αυτά έχουν γραφτεί πολύ πριν κατέβει στην Αθήνα και όταν ήταν ακόμα μαθητής. Ο ίδιος ο συνθέτης τού είχε εξομολογηθεί: "Είχα γράψει πολλά τραγούδια, όταν ήμουν στο γυμνάσιο. Μερικά από αυτά ήταν για σχολική κατανάλωση και τα λέγαμε στις εκδρομές... Είχαν καλές μουσικές, αλλά αργότερα τις ξέχασα, δεν είχα χρόνο να κοιτώ πίσω. Το κεφάλι μου ήταν γεμάτο μουσικές. Δεν ακολουθούσα κανέναν κανόνα, βγαίναν από μέσα μου, όπως το νερό από τη βρύση". Αυτό το "νερό" μας ξεδίψασε, προσφέροντας εφτακόσια περίπου τραγούδια...

Ρ. Σ.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ