Παρασκευή 20 Νοέμβρη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 29
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
39ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

39ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Ψυχών αλλοτρίωση, ψυχών αλληλεγγύη

(Του απεσταλμένου μας ΑΓΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ). -

Η ταινία του Δημήτρη Παναγιωτάτου "Μοναξιά μου όλα", είναι δείγμα μιας επαγγελλόμενης "εμπορικής στροφής" του ελληνικού κινηματογράφου, όπως άλλωστε και ο "Κόκκινος δράκος" του Μανούσου Μανουσάκη. Ταινίες χαμηλού ή όχι ιδιαίτερα υψηλού κόστους αυτές, υπερπαραγωγή το "Blackout" του Μενέλαου Καραμαγγιώλη, θα μπορούσε κανείς να πει ότι και το τελευταίο καθορίζεται σε πολλά στοιχεία του από μια ανάλογη εμπορική επιδίωξη. Ομως, ό,τι και να είναι το "Blackout", δεν είναι μια ταινία ανώδυνη: Στο βαθμό που ο δημιουργός της στάθηκε ειλικρινής στο χειρισμό του θέματός του, στο βαθμό που δεν ήθελε να παραμυθιάσει το κοινό του - δηλαδή στο βαθμό που δε θέλησε να κερδοσκοπήσει μέσα από ένα είδος εργαστηριακής ψυχικής επιβολής πάνω στους θεατές, με την τεχνική που η διαφήμιση επιβάλλεται στον ψυχισμό των "καταναλωτών" - η ταινία του μπορεί να εκφράζει δικές του ανησυχίες, τη δική του σύγχυση, που δεν παύει να θυμίζει τη σύγχυση ανθρώπων, οι οποίοι στον επαγγελματικό τους χώρο αναγκάζονται ή αφήνονται να εξωθηθούν σε μια ιδιαίτερη προσωπική συμπεριφορά. Συμπεριφορά από την οποία είναι διαποτισμένος ο χώρος του κινηματογράφου, της διαφήμισης, του θεάματος, όπου ένα είδος άμυνας απέναντι σε επαγγελματικούς "κινδύνους" - μαζί με τον ατομισμό και τη ματαιοδοξία του κασέ - τροφοδοτεί την κρυψίνοια, τον υπονοούμενο λόγο, ένα πλέγμα υπόγειων σχέσεων και, εν τέλει, η αμεσότητα απέναντι στα πράγματα δίνει τη θέση της σε ένα γενικευμένο σύνδρομο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως νόσος των κατασκόπων. Μια μορφή παράνοιας από την οποία πάσχουν και οι ήρωες του φιλμ, οι οποίοι ανήκουν στον κόσμο του θεάματος και η οποία υψώνει γύρω τους αόρατα τείχη που τους χωρίζουν από τον κόσμο και την ικανοποίηση των καταπιεσμένων τους πόθων.

Στην τελευταία ταινία του Φεράρα, ο ήρωας που υποφέρει από μια ανάλογη πάθηση οδηγείται στη δραματική του "έξοδο" μέσα στην αυτοκαταστροφή του αλκοολισμού και της τοξικομανίας. Παρεμφερούς αισθητικής άποψης η ταινία του Καραμαγγιώλη αναζητά τη λύση "έξωθεν", εισάγει έναν παρείσακτο στον κλειστό κόσμο των ηρώων της, έναν εκπαιδευμένο "καμικάζι" που με την πράξη της αυτοκτονίας του συμπαρασύρει μαζί του το "κακό", αφήνοντας μια αδιόρατη χαραμάδα ελπίδας, εξαγνισμού.

Αντίθετα, η "εμπορικότητα" ταινιών σαν τον "Κόκκινο δράκο" ή το "Μοναξιά μου όλα",αμφίβολη ακόμη και ως προς το οικονομικό της αποτέλεσμα, προάγει στη συνεθέαση μια "ευχαρίστηση" όχι ψυχαγωγική, αλλά διασκεδαστική. Αν η λέξη "διασκεδάζω" στην αρχαία της χρήση σημαίνει διασκορπίζω, οι ταινίες αυτού του είδους "διασκεδάζουν" το ίδιο τους το περιεχόμενο, αφήνοντας στη θέση τους ένα νοηματικό κενό: Το βασικό υλικό της κατασκευής τους. Και μη έχοντας τη φιλοδοξία να καταθέσουν έναν προσωπικό λόγο, δε δυσκολεύονται να ακολουθήσουν αφηγηματικούς κανόνες που εξασφαλίζουν εσωτερική συνοχή, την ώρα που στο "Blackout" είναι "διασκεδασμένη" η οργάνωση του αφηγηματικού του υλικού.

Τα πρόσωπα της ταινίας του Καραμαγγιώλη, ζώντας σε έναν στιλπνό κόσμο, τονισμένο από την κατασκευαστική λάμψη του ίδιου του φιλμ, λειτουργούν σαν είδωλα του καθρέφτη τους. Είδωλα που προσπαθούν να κρυφτούν, να διαφύγουν από τον εαυτό τους, από τη φυσική τους υπόσταση. Φυγάδες και οι ήρωες της ταινίας του Λεωνίδα Βαρδαρού "Ούλοι εμείς, εφέντη",ακολουθούν το δρόμο της ψυχής τους. Αυτούς δεν τους αφορά το τίμημα που κοστίζει, η "απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας", δεν κρύβονται από την εικόνα του εαυτού τους, αλλά από τα όργανα μιας πολιτικής εξουσίας, που θέλει να τους υποτάξει, να τους εκμηδενίσει. Δεν είναι τόσο οι εποχές που κάνουν τη διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους των δύο ταινιών, όσο η στάση τους απέναντι στον κόσμο: Τα ίχνη που θέλουν να αφήσουν τα βήματά τους στους μεν, η πλουσιοπάροχη ανταμοιβή στους δε, για την προσωπική τους αλλοτρίωση. Βασισμένη σε ένα πραγματικό περιστατικό η ταινία του Βαρδαρού εξιστορεί με εικονογραφική αμεσότητα, τη δράση μιας ομάδας μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στην Ικαρία, που το 1949, αμέσως μετά την επίσημη λήξη του εμφυλίου πολέμου, αποφασίζουν να παραμείνουν στο βουνό, συνεχίζοντας τον αγώνα σε έναν τόπο όπου η κρατική εξουσία παρά τη βιαιότητά της μόνο φαινομενικά κυριαρχεί. Καταφύγια των αγωνιστών γίνονται οι άνθρωποι του νησιού κι ένας πολιτισμός αλληλεγγύης με βαθιές ρίζες στο χρόνο. Κυνηγημένοι από χωροφύλακες, στρατιώτες και παρακρατικά αποσπάσματα, τριγυρισμένοι από τη θάλασσα οι οκτώ αντάρτες - πρωταγωνιστές της ταινίας, καταφέρνουν να κρατήσουν ζωντανή την ιδέα και την πράξη της αντίστασης, να επιβιώσουν για χρόνια, μέχρι τη στιγμή της διαφυγής τους.

"Είμαι ξένος και θα ιδώ και θα πάω να 'μολογώ", το τραγούδι από την "Ηπειρο" του Στράτου Στασινού. Περισσότερα για την ταινία θα 'μολογήσουμε αύριο.

Στο σημερινό πρόγραμμα: "Η γωνιά του Παραδείσου" της Λένας Βουδούρη. "Από την άκρη της πόλης" του Κωνσταντίνου Γιάνναρη.

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Τα φετινά βραβεία του(2011-11-15 00:00:00.0)
«Προ των πυλών» το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης(2011-10-26 00:00:00.0)
«Ταινιοσκόπιο» σπουδαστικών ονείρων(2000-09-14 00:00:00.0)
Ελληνικές ταινίες στο Βερολίνο(1999-11-26 00:00:00.0)
Στον κόσμο των Τσιγγάνων(1998-11-13 00:00:00.0)
"Κινηματογραφιστής" και ταινίες(1998-03-21 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ