Κυριακή 3 Μάη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Πρωτομαγιά

Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

"Ο Μάιος μας έφτασε, εμπρός βήμα ταχύ

να τον προϋπαντήσουμε, παιδιά, στην εξοχή"

... και φεύγαμε πρωί πρωί με τα καλάθια μας γεμάτα. Μέσα στη γαλάζια εμαγιέ κατσαρόλα, τα σφιχτοτυλιγμένα γιαλαντζί ντολμαδάκια της μάνας μου, της Αναστασούλας, την τσιροσαλάτα για το ούζο του πατέρα μου του κυρ - Χαράλαμπου, τα καφεμπρίκια για τον καφέ της γιαγιάς μου, της Αλευρούς, και στο λουλουδιστό σκυριανό κανάτι η ρετσίνα για το θείο μου το Σοφοκλή το Λυγεράκη, που φλερτάριζε τη θεία μου την Κασσάνδρα, κι ας του είχε μείνει μόνο το ένα νεφρό ολόκληρο από το ξύλο που έτρωγε κάθε Σάββατο στο έβδομο αστυνομικό τμήμα από τα "ακαθάρματα" του Μανιαδάκη. Το "ακαθάρματα", γλωσσική εφεύρεση του θείου μου, που περηφανευόταν για τη φιλολογική του κατάρτιση και δε δεχόταν καμιά διόρθωση για τους σολοικισμούς και τα παροξύτονά του, γιατί έτσι, όπως επέμενε, του τα είχανε μάθει στην Ακροναυπλία.

Υστερα παίρναμε το πράσινο λεωφορείο της γραμμής και τραβούσαμε κατά Σέιχ Σου μεριά. Οπου οι λουλουδιασμένες μηλίτσες ερωτεύονταν στις πλαγιές του Αγίου Παύλου και η στρουμπουλή σκυλίτσα του Λευτέρη, του κασιδιάρη, κατά την έκφραση της χοντροκώλας της Αργυρούλας, κλαψούριζε κουλουριασμένη στην αγκαλιά της Σαπφώς. Λες και ονειρευότανε το σκύλαρο του Μπαϊρακτάρη, που δεν κατάφερνε να την απαυτώσει, λόγω διαφοράς ύψους. Κι όσο ανεβαίναμε, αγκομαχούσε το σαράβαλο στην ανηφόρα και γέμιζε μαύρους καπνούς το μαγιάτικο σύμπαν. Πού οικολογία τότε και πού "Green Peace". Οπου θέλαμε εμείς οι πιτσιρικάδες κατεβάζαμε και το χιλιομπαλωμένο παντελόνι μας και τα αμολούσαμε. Ασε τα μπουγαδόνερα και οι καρπουζότσοφλες, τα αποφάγια για τους μόνιμα πεινασμένους σκύλους της γειτονιάς, τους άδειους γκαζοτενεκέδες και τα σπασμένα λαμπόγυαλα. Ολα στο δρόμο. Πότε πότε περνούσε και κανένας νυσταγμένος χωροφύλακας και σφύριζε με τη σκουριασμένη τους σφυρίχτρα που μήνες ολόκληρους είχε χάσει το μικρό στραγαλάκι της και αντί να σφυρίξει τσίριζε. Εβγαινε τότε η κυρά - Κωστούλα, η καρβουναρού, και καυγάδιζε με την εξουσία μ' όλο που εκείνη ήτανε η υπεύθυνη για τις περισσότερες βρωμιές του δρόμου. Ποιος νοιαζότανε όμως εκείνη την εποχή! Εκείνος ο κόσμος ήτανε ατελείωτος. Ούτε από βρωμιά έπαιρνε χαμπάρι ούτε από καυσαέρια. Μόνο του χωροφύλακα τη σφυρίχτρα είχε από φόβο. Αυτή έδινε το μέτρο της μιζέριας και το ρυθμό των ονείρων μας. Ο φόβος της εξουσίας. Η μεγάλη σιωπή και οι αναστεναγμοί που έβγαιναν κυματιστοί από τις φτωχογειτονιές...

Κι όταν τελείωναν τα ντολμαδάκια και άδειαζαν τα καραφάκια του ούζου και η κανάτα της ρετσίνας, άρχιζαν οι καυγάδες, άστραφταν και πότε πότε οι σουγιάδες. Ετσι, για νταηλίκι. Ποιος να μαχαιρώσει ποιον, καλέ μου σύντροφε. Ψυχούλες του θεού όλοι τους. Οταν κυνηγάς όλη τη μέρα το μεροκάματο, και σου πέφτουν τα νεφρά από το "σκάσε και σκάβε", πού να σου μείνει καιρός να μάθεις την κακία. Τα χέρια σου τ' αγοράζει το αφεντικό και το μυαλό σου το σκάβει η φτώχεια. Πού να σου μείνει καιρός να μάθεις να μαχαιρώνεις. Γι' αυτό, εκεί που άρχιζε ο καυγάς εκεί και τελείωνε. Και τότε όλοι μαζί, άλλοι παράφωνοι και άλλοι βραχνοί, έπιαναν τη "Ρεζεντά" και αργά το βράδυ, στο γυρισμό, "Ο Πάρις να γινόμουνα να 'κλεβα την Ελένη. Ν' άφηνα το Μενέλαο με την καρδιά καμένη".

Και τώρα, τι πάει να πει Πρωτομαγιά; Πάει ο Λυγεράκης ο Λευτέρης, σκόρπισε στις πλαγιές του Κλέφτη, αντάρτης με τη στρουμπουλή του σκυλίτσα να τρέχει από πίσω του. Την Αργυρούλα τη χάσαμε με το ένα βυζί φαγωμένο απ' τον καρκίνο. Ο πατέρας μου κι αυτός έμεινε φωτογραφία πάνω στον καρυδένιο μπουφέ του πατρικού μας. Οσο για τη μάνα μου την Αναστασούλα, πού όρεξη τώρα για γιαλαντζί ντολμαδάκια, ούτε τα χέρια της κρατάνε για το σφιχτοτύλιγμα ούτε και τα μάτια της βλέπουνε. Και τα σαράβαλα χάθηκαν κι αυτά. Δεν ανηφορίζουν για το Σέιχ Σου, άλλοι ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα και δεν αφήνουν τις μηλίτσες να ανθίσουν. Κατηφορίζουν μόνες τους, λυπημένες, με γεμάτα τα τρυφερά τους στηθάκια φυτοφάρμακα και κερδοσκοπικές φαντασιώσεις.

Και τι απόμεινε, ρε φίλε; Μα, όλα τα άλλα: Ο χωροφύλακας με τη σφυρίχτρα, τα αφεντικά που αγοράζουν τα χέρια σου, η φτώχεια που σκάβει το μυαλό, ο φόβος της εξουσίας. Κι οι άνθρωποι τώρα βρίσκουν την ευκαιρία και μαθαίνουν την κακία. Κι άμα τύχει, βγάζουν και το σουγιά. Κι όσο για τον κόσμο, όσο πάει και μικραίνει. Τώρα βρωμάει πιο εύκολα. Τόσο εύκολα, που δεν προλαβαίνεις να τον δεις και να τον χαρείς καθαρό.

Κάθομαι, λοιπόν κι εγώ, σκέφτομαι και λέω. Αντε, σύντροφοι, να καθαρίσουμε τον κόσμο, να εξαφανίσουμε τα αφεντικά που αγοράζουν τα χέρια μας, να σπάσουμε τις σφυρίχτρες που ακόμα σφυρίζουν, έστω και με το στραγαλάκι λιωμένο. Και πάνω απ' όλα να "ξεμάθουμε" την κακία από τους ανθρώπους και να βάλουμε τους σουγιάδες στην τσέπη. Και τότε να δείτε πώς οι μηλίτσες θα ξανανθίσουν και το μυαλό μας θα πάψει να το σκάβει η φτώχεια. Τότε θα δούμε το Μάη να έρχεται και μεις θα βγούμε στους δρόμους, για να τον προϋπαντήσουμε!

Αντε, σύντροφοι, να καθαρίσουμε τον κόσμο, να εξαφανίσουμε τα αφεντικά που αγοράζουν τα χέρια μας, να σπάσουμε τις σφυρίχτρες που ακόμα σφυρίζουν, έστω και με το στραγαλάκι λιωμένο. Και, πάνω απ' όλα, να "ξεμάθουμε" την κακία από τους ανθρώπους και να βάλουμε τους σουγιάδες στην τσέπη. Και τότε να δείτε πώς οι μηλίτσες θα ξανανθίσουν και το μυαλό μας θα πάψει να το σκάβει η φτώχεια. Τότε θα δούμε το Μάη να έρχεται και μεις θα βγούμε στους δρόμους, για να τον προϋπαντήσουμε!


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ