Του Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ
Ξαφνιάστηκα. Ο δρόμος μπροστά μου, πίσω μου... άδειος.
"Εχετε μια στιγμή χρόνο και λίγο υπομονή;", ξανακούστηκε.
Ποιος μου μιλούσε; Από πού μου μιλούσε; Τα μπαλκόνια άδεια, τα παράθυρα κλειστά...
"Εδώ είμαι, στα πόδια σας! Για την ακρίβεια κάτω από τα πόδια σας!", φώναξε.
Σωστά. Ο άνθρωπος κυριολεκτούσε. Ακριβώς κάτω από τα πόδια μου. Αν δε μεσολαβούσε η σκάρα θα πάταγα - έστω και χωρίς να το θέλω - στο κεφάλι του. "Δε σταματάνε όλοι, μη νομίζετε!", είπε. "Τους φωνάζω και αυτοί φεύγουνε. Με φοβούνται. Πιστεύουν ότι είμαι τρελός και κάποιοι με κρατάνε κλεισμένο εδώ μέσα. Εμένα, όμως, είναι το σπίτι μου αυτό. Εχει φτηνό νοίκι και γι' αυτό μένω"!
Οπως κοιτούσε προς το μέρος μου και μου μιλούσε, το πρόσωπό του σημαδεύονταν - κάθετα - από τα σίδερα που έπεφταν πάνω του σπρωγμένα από το φως.
"Σκύβετε λίγο, θέλω να σας εμπιστευτώ την αγωνία μου", με παρακάλεσε.
Γονάτισα.
"Ξέρω, θα πείτε στην κατάστασή μου... όμως, έχω ορισμένα ερωτηματικά και αφού με βασανίζουνε θέλω, σας παρακαλώ, με κάποιον να τα κουβεντιάσω. Και σε αυτό δε θα με εμποδίσει ούτε ο χώρος, ούτε ο χρόνος. Ο,τι απασχολεί τον άνθρωπο, έχω μάθει, πρέπει - οπωσδήποτε - να απαντιέται, έτσι δεν είναι;".
"Αν μπορώ να βοηθήσω... Πέστε μου!".
"...Θέλω, σας παρακαλώ, να διαβάζετε κάποια από τα συνθήματα που γράφονται στους τοίχους", με παρότρυνε, "όπως διαβάζετε τα ποιήματα. Είναι τόσο περιεκτικά και τόσο μεστά από νοήματα. Η φλυαρία είναι γι' αυτούς που δεν έχουν κάτι να πουν. Θα πρέπει, βέβαια, πρώτα, να συμφωνήσουμε πως δεν υπάρχει παρόν... Υπάρχει μόνον παρελθόν και μέλλον. Κοιτάζεις - πρέπει να κοιτάζεις - πίσω και μπροστά μόνο! Το "τώρα", μέχρι να το πεις, έχει - κιόλας - περάσει. Τι νόημα έχει, λοιπόν, αν τέσσερις συγγραφείς αποφάσισαν να γράψουν - και οι τέσσερις - ένα μυθιστόρημα. Αφού το "θέμα", η υπόθεση του έργου, όπως λέμε, γράφεται στον κόλπο. Εκεί δεν υπάρχουν "ιστορικοί" να καταγράψουν το έγκλημα. Αυτή η έλλειψη θέλει τους συγγραφείς της. Οπως θέλει τους συγγραφείς της και η ανοχή μας. Γενικά η ανοχή μας, δε νομίζετε;..".
"Δε σας κουράζω, σας κουράζω; Ομως με το φως και τα χρώματα, μόνο, δεν μπορούμε να φτάσουμε στην τρίτη διάσταση. Και πρέπει, οπωσδήποτε, να βάλουμε την τρίτη διάσταση στη ζωή μας, αν θέλουμε να δικαιωθεί ο άνθρωπος. Με το πλάτος και το μήκος - μόνο - δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τον κόσμο. Και η ζωγραφική από μόνη της δε δίνει απαντήσεις. Και είναι πολυσύνθετο πράγμα ο κόσμος. Δε βλέπεις με τι ευκολία αποπροσανατολίζεται η ανθρωπότητα. Πρώτα δημιουργείται ένας θόρυβος - άσχετος - και αμέσως, μετά, μπαίνουμε στο ζητούμενο. Ανοίγουνε τις καταπακτές και γεμίζει ο τόπος λιοντάρια. Ανεργία, εκμετάλλευση, πόλεμος, ρατσισμός...".
"Βλέπετε, θα βρέξει. Πάντα έτσι διακόπτονται τα ωραία ταξίδια. Εμφανίζεται ο άμεσος κίνδυνος να μπούνε τα νερά στο σπίτι μου και ξεχνάω τις μεγάλες, τις μεγαλύτερες - θέλω να πω - πλημμύρες. Ο καθένας κλείνεται στο δικό του μικρόκοσμο, προσπαθώντας να αποφύγει τα δικά του λασπόνερα. Σας παρακαλώ, τραβάτε το σκέπασμα για να μην μπουν τα νερά. Μου είναι αδύνατο να βγω έξω".
Ακόμα και "δικαιολογία" για τη "μικρή εξυπηρέτηση", που μου ζήτησε, να ήταν όλα αυτά που μου είπε, εγώ - πάντως - κράτησα πως κάποια συνθήματα στους τοίχους πρέπει να διαβάζονται με το σεβασμό που διαβάζονται τα ποιήματα. Γιατί είναι "περιεκτικά και μεστά από νοήματα".