Κυριακή 19 Οχτώβρη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Στα τσουγκάρια του Πυξαριά

"Εδώ χαιρετηθήκαμε και χωρίσαμε για να 'ρθει η 5 του Νοέμβρη, μέρα Σάββατο, 2.30 η ώρα μεσημέρι, για να τον δολοφονήσει στον ύπνο του ο Ψαθάς και να πάει στ' Αχμέταγα να παραδοθεί... ".

Σ' αυτές τις τριάντα λέξεις χώρεσε την τραγωδία ο Πάνος Φούντας, αντάρτης κι αυτός του Ανάποδου, που 'γραψε ένα βιβλίο με τίτλο "Στην Εύβοια σταυρώσανε τη λευτεριά". Αντίκρυ, στη σελίδα που είναι γραμμένες αυτές οι λέξεις, έχει μια φωτογραφία. Ο Θύμιος Καψής - Ανάποδος στο σταυρό, λέει η λεζάντα. Πάνω σε μια σκάλα οικοδομής και πάνω απ' το κεφάλι του σ' ένα στρατσόχαρτο γραμμένο "ιδού το τίμημα της προδοσίας". Γραμμένο απ' τους ταγματαλήτες...

"Εδώ τον είχαν κατεβάσει. Τότε ήμουνα 12 χρονών και δεν το ξεχνώ. Να, εκεί βρήκαμε, λέει ο Γιάννης Σοφούλης, τα αίματα και τα μπαμπάκια. Εκεί, στο νεράκι δίπλα στον Αϊ - Γιώργη. Από τότε, την κορφούλα εδώ από πάνω τη λέμε Ανάποδο πια".

Ηταν κοντά 10 το πρωί όταν πήραμε το μονοπάτι για να ανεβούμε στις κορφές. Οι τρεις τους, ο Γρηγόρης, ο Γιώργης και ο Στέργιος κρατάνε ένα ρυθμό. Σα να 'ταν τότε. Οι αφηγήσεις συμπληρώνουν η μία την άλλη:

Εδώ

Σταθείτε να δω από ψηλά. Να, από δω κατεβήκαμε και πήγαμε απέναντι. Να, εκεί πρέπει να 'ναι η γιάφκα. Ξέρω γω πού πρέπει να 'ναι. Βρήκαμε εκεί κάτι ρούχα παλιά και κάτι τσαρούχια από τσουβάλι. Η γιάφκα ήταν σ' ένα ξερό πεύκο. Εκεί θα 'φηνε σημείωμα ο σύνδεσμος. Να εκεί απέναντι είναι το ύψωμα το Βαρέλι. Εκεί σκοτώθηκε ο Γιώργος ο Αλεξίου. Να εδώ ήμασταν κι ακούσαμε το τσακ στα ξερόκλαδα εκεί μέσα. Φυλάγανε να μας πιάσουν. Εδώ τον πήρε ο ύπνος. Εδώ τον σκότωσε ο Ψαθάς. Ας κρατήσουμε μισό λεπτό σιγή. Λίγα αγριολούλουδα στο τόπο που άφησε την τελευταία του πνοή το παλικάρι. Να, εδώ, στο κομμένο πεύκο ήμασταν. Στο "ίσωμα", έτσι το λέγαμε, πάνω απ' τον Αϊ - Γιώργη. Φάγαμε εδώ ψητό κρέας με μέλι. Δε χάνομαι εγώ. Ο Ανάποδος μ' έλεγε Πυξίδα.

Πυξαριάς, Καντήλι, Πυξαριάς

Πήραμε το δρόμο για το κατήφορο. Ο Γρηγόρης ήθελε να κατέβει απ' το γκρεμνό που είχε διαφύγει εκείνο το βράδυ. Με το ζόρι τον κρατήσαμε.

Κατά το μεσημέρι καινούρια ανάβαση. Πάμε με τζιπ. Αυτοί πήγαιναν με τα πόδια. Καντήλι, στην πλευρά του Ευβοϊκού. Μας δείχνουν από κει ψηλά απέναντι τον Πυξαριά, χαράζουν μια νοητή γραμμή ανάμεσα σε κορφές και ρεματιές και λένε: Να, από κει τη φέραμε τη βάρκα. Ποια βάρκα στο βουνό; Ναι, βάρκα! Την έλυσαν στο Αιγαίο, στη Βλαχιά και την πέρασε ο Δημόπουλος μέσα απ' όλη την Εύβοια, την ανέβασαν στο Καντήλι και την ξανάδεσαν στον Ευβοϊκό για να περάσουν απέναντι. Ηταν η πρώτη αποστολή του Δημόπουλου από την Εύβοια στη Ρούμελη όπου πήγαινε για να φέρει πολεμοφόδια. Απ' την Καλή Πηγή αγναντεύουμε τη Ρούμελη. Κάτω γαλήνη στη θάλασσα. Η αφήγηση τρέχει: Θυμάμαι πέτρες κι έλατα. Να, εδώ ήταν το λημέρι. Ελέγχαμε από εδώ τη ρεματιά. Πώς φαίνεται Γιώργο, σα να 'ταν χτες. Ε, τι είναι; Χτες είναι.

Κατεβαίνοντας σταματήσαμε σ' ένα σπίτι, στου Ματσούκα. Είναι μέσα ο Βασίλης; Ερχεται. Με θυμάσαι; Ο Γιώργος! Μαζί φτιάναμε τις νάρκες. Τον ασύρματο τον βρήκανε; Τον βρήκανε.

Συνεχίζουμε. Περνάμε απ' το Σταυρό. Τ' όνομα του Δημόπουλου, του χωροφύλακα που έγινε αντάρτης, έρχεται και ξανάρχεται. Συνεχίζουμε για τη Βλαχιά. Από πάνω τα γκρέμια του Πυξαριά. Πιο κει το Γερακοβούνι. Εκεί ήταν η Επιμελητεία. Είχε γεμίσει το δάσος συνεργεία κι έφτιαχνε παξιμάδια. Είχαμε πάρει το αλεύρι από το καράβι που έπεσε έξω εκεί στα βράχια. Κοιτάς γύρω τις βίλες των 100 εκατομμυρίων. Ακούς τα ονόματα των ιδιοκτητών. Κάτι μεγαλόσχημοι της αστικής δημοσιογραφίας που κατά καιρούς διατυπώνουν και άποψη για την επανάσταση! Γυρνάς πάλι το κεφάλι κατά τον Πυξαριά. Ζεστός καιρός κι αναρωτιέσαι, πώς σκαρφάλωναν εκεί πάνω. Και με χιόνι περνούσαμε σου λένε.

Στα λημέρια

Δεύτερη μέρα. Το πρόγραμμα έχει προσέγγιση στο λημέρι του Πυξαριά απ' τη μεριά τις Μαρκάτες. Κι από κει μετά να φτάσουμε ως τη σπηλιά του Θωμόπουλου στην Αγ. Σοφιά. Θύμηση πάλι. Μια βδομάδα με σπυριά καλαμπόκι. Η νάρκη για τα υποβρύχια που την ξέβρασε η θάλασσα και μας έδωσε τα εκρηκτικά για τις δικές μας αυτοσχέδιες νάρκες. Οι 40.000 οκάδες αλεύρι για το παξιμάδι. Ξανά για το πώς δόθηκε η γιάφκα. Την έδωσε ένας σύνδεσμος. Τους είπε ότι θα φτάναμε 7 - 8 το απόγευμα. Πήγαμε στις 3 το πρωί. Τους πήρε ο ύπνος κι έτσι τους πήραμε χαμπάρι. Ηταν 26 Οκτώβρη του '49. Οταν έμεινα μόνος γύριζα στα βουνά. Πιάστηκα την άνοιξη του '50. Ηρθε η μάνα μου στη φυλακή. Ζεις παιδάκι μου; Ο Ψαθάς σκότωσε τον αρχηγό, μ' εμένα θα κάνει πίσω; Τελικά τρελάθηκε απ' τις ενοχές. Στο δρόμο για τον Παγώνδα άλλη ιστορία. Τότε που οι εργάτες απ' τα Μεταλλεία βγάλανε και δώσανε στους αντάρτες τα παπούτσια τους. Δεσμοί. Τα μονοπάτια παραμένουν τα ίδια. Να εκεί έκανε λούφα ο στρατός. Κι έτσι καταλάβαμε ότι είναι προδομένη η γιάφκα. Την είχαν κυκλωμένη.

Το '48 όλη αυτή η περιοχή που βλέπεις ήταν λεύτερη. Περνούσαμε άνετα. Γυρίζαμε με τ' αυτοκίνητα. Κάναμε επιμελητεία. Γεμίσαμε ολόκληρα υπόγεια με στάρι για αργότερα. Ποιος ξέρει τι να 'γιναν; Λέγαμε κι ένα τραγούδι. "Στα τσουγκάρια του Πυξαριά είναι λημέρια ανταρτικά".

Στη Φτερίτσα

Μεσημέρι πια, έχουμε φτάσει στη ράχη που χωρίζει τον Πυξαριά από την κυρίως Δίρφη. Στη Φτερίτσα πάνω απ' την Αγιά Σοφιά. Ανάβαση στο σημείο και αφήγηση.

Πηγαίναμε για Μαρκάτες. Σκοπιά ήταν ο Αθηναίος στον αυχένα. Είχε λίγο χιόνι. Είχε έρθει λίγο πιο πίσω να μη τον πιάνει τ' αγιάζι. Πάει ο Λιούλιας να τον αντικαταστήσει και βλέπει στα 20 μέτρα να έρχονται οι φαντάροι. Θα μας πιάνανε στον ύπνο. Είχαμε λουφάξει εκεί κάτω. Βάζει τις φωνές και ρίχνει. Στείλαμε μια ομάδα απέναντι να πιάσει το πέρασμα, πήγαιναν να μας κυκλώσουν. Μπροστά ήταν ο Θωμόπουλος, στα είκοσι μέτρα μπροστά του το πολυβόλο του στρατού. Τον χτύπησε. Επεσε μπροστά απ' το βράχο. Πήγε το παιδί, ο Κώστας ο Μπεκάκος να τον πάρει, δε θα το ξεχάσω. Ηταν έτσι δίπλα μου και προς τα κάτω. Μόλις σήκωσε το κεφάλι μια ριπή, τέλος. Εκεί απέναντι σκοτώθηκε κι ο Κώστας Ζούπας. Εφτά Γενάρη του '48.

Φύγαμε με βαριά καρδιά. Κάτι όψιμοι "πατριώτες" ξέσπασαν το μίσος τους σε ένα κομματάκι μάρμαρο που έχουν βάλει τ' αδέρφια του Μπεκάκου για να υπάρχει κάτι να θυμίζει τη θυσία. Μαζέψαμε τα κομμάτια σκόρπια απ' τη ρεματιά και τα βάλαμε στη θέση τους, μαζί με λίγα λουλούδια. Είχαμε ακόμα δρόμο. Αφήσαμε πίσω τη σπηλιά του Θωμόπουλου για μια άλλη φορά. Απομεσήμερο είχαμε φτάσει στη νότια πλευρά της Δίρφης.

Στο Κλιμάκι

Ο Γρηγόρης αρχίζει πάλι τις αναγνωριστικές στις πλαγιές. Ηταν νύχτα, κοντά χάραμα που φτάσαμε. Ο Ανάποδος μπήκε σ' ένα σπίτι να ξαποστάσει λίγο. Δεν είχε περάσει μια ώρα, μας ξύπνησαν. Ερχεται στρατός. Πήγαμε απέναντι στο δασάκι. Η πλαγιά του Ολύμπου, όπως και τώρα είχε αραιή βλάστηση κι έτσι προτιμήσαμε να πέσουμε στη ρεματιά. Το μέρος ήταν κυκλωμένο. Περίμεναν κι απέναντι. Μας χτύπησαν. Πέντε αντάρτες νεκροί... Πέσαμε πάνω τους. Η ομάδα του Φούντα έφυγε προς το Μίστρο. Κάπου απέναντι στην πλαγιά σκοτώθηκε κι ο Μήτσος Καπόλος, γραμματέας της ΠΕ Εύβοιας του ΚΚΕ. Μόλις είχε βγει στο βουνό. Ηταν ακόμα με πολιτικά ρούχα.

Εμείς ανεβήκαμε εκεί στην τούρλα. Περάσαμε το ξεροβούνι και φύγαμε. Στα χωριά που φτάναμε είχαν κυκλοφορήσει την είδηση ότι μας έπιασαν. Μας έβλεπε ξαφνικά ο κόσμος μπροστά του, έβγαινε και χειροκροτούσε.

Καθώς ο Γρηγόρης έκανε την περιγραφή, απ' την πλαγιά ερχόταν ένα τρίκυκλο αγροτικό. Μόλις σταμάτησε κοντά ρωτήσαμε αν υπάρχουν στο χωριό άνθρωποι που να ζούσαν εκείνη την περίοδο. "Με θυμάσαι εμένα; " ήταν η πρώτη απάντηση. "Εγώ σας έφερα ψωμί, με λένε Ζήση Σπανό ". Αγκαλιές. Να, εκεί στο σπίτι του Καρλατήρα του Χρήστου μείνατε. Πέθανε. Είχε φύγει από βραδύς ο Βλαχούτσικος, ο πολιτικός επίτροπος του τάγματος που ήταν στην περιοχή με μια άλλη ομάδα. Αυτόν κυνηγούσε ο στρατός. Για σας δεν ξέρανε ότι θα 'ρθείτε. Εκεί στη Βολθίτσα κάθονταν ο Καρλατήρας, όταν είδε στο χάραμα να ανεβαίνουν οι φαντάροι, γυάλιζαν τα κράνη τους. Μια ομάδα είχε περάσει ήδη από πάνω. Αυτοί που είδαμε ήταν η οπισθοφυλακή! Ηταν κυκλωμένο το μέρος. Πήγατε γρήγορα απέναντι. Εγινε ένα συμβούλιο. Αποφασίσατε να μην ανέβετε στον Ολυμπο. Εσείς πέσατε στο ρέμα. Είπε ο καπετάνιος να σπάσουμε τον κλοιό στο χωριό. Στη λάκα ήταν ήδη ο στρατός. Καθώς πέσατε πάνω τους ένας φαντάρος ρώτησε τον Ανάποδο αν είστε ΜΑΫδες! Του δίνει μια με το πιστόλι ο καπετάνιος κι άναψε η φωτιά. Ημουν 21 χρονών τότε, τα θυμάμαι όλα...


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ