Τρίτη 24 Δεκέμβρη 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 13
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Η διπλωματική ήττα στην Ιμια

Πολλές φορές, ίσως τις περισσότερες, το πεδίο όπου δίνεται μια μάχη δεν είναι ορατό. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μια ομίχλη παραπληροφόρησης καλύπτει τα γεγονότα και - για κάποιο διάστημα, τουλάχιστον - διασώζει πρόσωπα και πολιτικές. Σε καμιά περίπτωση όμως, αυτή η ομίχλη δεν αλλάζει το αποτέλεσμα και τις συνέπειες της ήττας.

Η περιοχή γύρω από τις νησίδες των Ιμίων, τον περασμένο Γενάρη, δεν ήταν το πεδίο της μάχης. Ηταν ο χώρος, όπου πραγματοποιήθηκε - με επιτυχία - ένας καλομελετημένος τουρκικός ελιγμός, μια στρατηγική κίνηση, για μια μάχη που δινόταν αλλού και όχι σε στρατιωτικό επίπεδο.

Ο ελληνοτουρκικός "πόλεμος" συνεχίζεται να εξελίσσεται με πολιτικο - διπλωματικά μέσα και η κρίση της Ιμιας αποτέλεσε ένα σημαντικό κεφάλαιο αυτού του πολέμου, μια μάχη, στην οποία η Ελλάδα ηττήθηκε κατά κράτος!

Η ελληνική κυβέρνηση, μετά την κρίση της Ιμιας προβάλλει, ως επιτυχία, τους χειρισμούς της, οι οποίοι απέτρεψαν την έκρηξη πολέμου. Η άποψη αυτή δεν είναι τίποτε περισσότερο από το πέπλο της παραπληροφόρησης, που σκόπιμα χρησιμοποιείται, για να καλυφθούν οι οδυνηρές συνέπειες της βαριάς διπλωματικής ήττας, που υπέστη η χώρα το βράδυ της 31ης Γενάρη του 1996.

Πού οδήγησαν, όμως, αυτοί οι χειρισμοί;

Είναι φανερό, τα γεγονότα αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες, πως η κρίση της Ιμιας διαμόρφωσε στο διπλωματικό επίπεδο ένα νέο σκηνικό στο Αιγαίο και μια νέα ατμόσφαιρα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Με την κρίση της Ιμιας, η τουρκική διπλωματία κατέγραψε διεθνώς την αμφισβήτησή της επί του συνόλου "των νησίδων, βραχονησίδων και βράχων του Αιγαίου, των οποίων το καθεστώς δε διευκρινίζεται από τις Συνθήκες", όπως αναφέρει το διάβημα του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών που προκάλεσε την ερασιτεχνική αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης και την έξοδο του ελληνικού στόλου από τον ναύσταθμο. Ο ελληνικός στόλος χρησιμοποιήθηκε ατυχέστατα από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία δε σκόπευε να ακολουθήσει μέχρι τέλους την πρόκληση, αποσύρθηκε το ίδιο βιαστικά, όσο βιαστικά προσήλθε στο πεδίο μιας μάχης την οποία η κυβέρνηση δεν ήταν διατεθειμένη να δώσει και, τέλος, επωμίστηκε την αποκλειστική ευθύνη της ήττας μιας μάχης, που δεν έγινε με τη δύναμη των όπλων, αλλά με τα μέσα της διπλωματίας!

Από τη νύχτα της κρίσης της Ιμιας και ενώ η ελληνική κυβέρνηση, εμμέσως πλην σαφώς, αναζητά ευθύνες στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Αμυνας, η διεθνής κοινότητα υιοθετεί τις τουρκικές αιτιάσεις και όλος ο κόσμος αντιλαμβάνεται πως στο Αιγαίο υπάρχουν γκρίζες ζώνες, επί των οποίων η κυριαρχία είναι ασαφής και πρέπει να διευκρινιστεί.

Αυτό ήταν και το μεγάλο κέρδος της Αγκυρας εκείνη τη νύχτα, τον περασμένο Γενάρη. Κέρδος, που το αξιοποιεί προσεκτικά και με την υπομονή που χαρακτηρίζει τους σχεδιασμούς της τουρκικής διπλωματίας.

Από την πλευρά της, η ελληνική κυβέρνηση δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της ήττας, ίσως γιατί κύριο μέλημά της ήταν να συσκοτίσει και να αποκρύψει τα γεγονότα. Αντίθετα, η πολιτική που ακολούθησε η Αθήνα κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την κρίση της Ιμιας επέτρεψε να εδραιωθούν οι τουρκικές αιτιάσεις και να οδηγηθεί το ελληνοτουρκικό πρόβλημα στην "προκρούστεια κλίνη" της αμερικανικής διαμεσολάβησης.

Η περίφημη, βήμα προς βήμα, ελληνοτουρκική προσέγγιση, που προτείνει ως διαδικασία διεξόδου η ελληνική κυβέρνηση, μετά το ταξίδι του πρωθυπουργού Κ. Σημίτη στην Ουάσιγκτον την περασμένη Ανοιξη, βοηθά στη συντήρηση των τουρκικών αιτιάσεων, καθώς αποδέχεται "αντικείμενο αμφισβήτησης", το οποίο μπορεί να γίνει αντικείμενο δικαστικής αντιμετώπισης. Η προτροπή της Αθήνας προς την Τουρκία να καταφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο, αν θεωρεί πως έχει δικαιώματα επί της Ιμιας βοηθά την Τουρκία να συντηρεί και να πολλαπλασιάζει τις αμφισβητήσεις της, δημιουργώντας νέα δεδομένα στο Αιγαίο, γεγονός που εξοπλίζει διαπραγματευτικά την τουρκική διπλωματία, ενόψει των όποιων πρωτοβουλιών αναλάβει, τελικά, ο διεθνής - πρώτα και κύρια ο αμερικανικός - παράγοντας.

Περίπου ένα χρόνο μετά την κρίση της Ιμιας, είναι φανερό πως οι εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά καθορίζονται από τους σχεδιασμούς και τις επιδιώξεις της αμερικανικής διπλωματίας. Η ελληνική κυβέρνηση έχει εναποθέσει την υπόθεση στην εξέλιξη της αμερικανικής πρωτοβουλίας, που φιλοδοξεί να επιβάλει μια συνολική ρύθμιση στα ελληνοτουρκικά, έστω κι αν οι πάγιες θέσεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής δε συμφωνούν με τα ελληνικά συμφέροντα.

Οι λόγοι που οδηγούν την Αθήνα στο δρόμο για μια συνολική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών πρέπει να αναζητηθούν στους στρατηγικούς σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον, η οποία, ως υπερδύναμη, θεωρεί δυνατό να ρυθμίσει, πρώτα και κύρια προς το συμφέρον της, κάθε επικίνδυνη διεθνή εκκρεμότητα. Μετά τη Βοσνία, το Κυπριακό και, στη συνέχεια, τα Ελληνοτουρκικά αποτελούν δύο ζητήματα με τα οποία η Ουάσιγκτον φαίνεται πως έχει αποφασίσει να ασχοληθεί. Το έδαφος, άλλωστε, έχει προετοιμαστεί κατάλληλα, όχι μόνο με την κρίση της Ιμιας, αλλά και με τη στροφή που επιχείρησε η Αθήνα απέναντι στην Τουρκία στις 6 Μαρτίου 1995, όταν ήρε το βέτο για την προώθηση των τουρκοκοινοτικών σχέσεων.

Το σκηνικό, λοιπόν, που αφορά στην εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων, είναι έτοιμο και, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις παραγόντων της ελληνικής διπλωματίας, το 1997 θα χαρακτηριστεί από την κορύφωση των παρασκηνιακών διαβουλεύσεων, που θα προετοιμάσουν το έδαφος για την προώθηση, στην κατάλληλη πολιτική συγκυρία, των αμερικανικών ρυθμίσεων στα ελληνοτουρκικά.Δημήτρης ΜΗΛΑΚΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ