Η απώλεια ελέγχου των βασικών μακροοικονομικών δεικτών από τα κράτη - μέλη είναι η μια παράμετρος. Η άλλη - και πιο σημαντική - που υπονομεύει την πορεία της ΟΝΕ, είναι η υποβόσκουσα σύγκρουση πολιτικών, που ασκούνται με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες των επιμέρους οικονομιών
Την παραπέρα απογύμνωση της Ελλάδας από τη δυνατότητα να καθορίζει τη συναλλαγματική της πολιτική θα σημάνει η υλοποίηση των προτάσεων του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ινστιτούτου (ΕΝΙ) για την πορεία προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι επιπρόσθετα η παθητική στάση που κρατά η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ σε διεργασίες που λαμβάνουν καθημερινά χώρα στην ΕΕ και αφορούν το μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τις προτάσεις του ΕΝΙ, προβλέπεται το 1999 η θέσπιση του ΕΥΡΩ, σαν μοναδικού νομίσματος διαπραγμάτευσης για τις χώρες που θα μετέχουν στην αποκαλούμενη "ζώνη ΕΥΡΩ" και η "δορυφοροποίηση" γύρω απ' αυτό όσων χωρών δεν καταφέρουν να εισέλθουν σ' αυτή.
Η δεύτερη αυτή περίπτωση βρίσκεται πιο κοντά στην ελληνική πραγματικότητα - και συνεπώς είναι πιο ενδιαφέρουσα να την εξετάσει κανείς. Σύμφωνα με το πρόγραμμα των Βρυξελλών, προβλέπεται στενή συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και των κρατικών κεντρικών τραπεζών. Παραμένει όμως αδιευκρίνιστο αν τα συμφέροντα π. χ. της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας "Bundesbank" ταυτίζονται ή έστω έχουν την παραμικρή σχέση με τη "δικιά μας" Τράπεζα της Ελλάδος. Πηγές της τελευταίας θεωρούν από πολύ δύσκολο έως και αδύνατο να υπάρξει ταύτιση των εθνικών στόχων και των πολιτικών επίτευξής τους των χωρών - μελών που θα συμμετέχουν στη "ζώνη" με αυτές που θα μείνουν απ' έξω.Την απάντηση το ΕΝΙ τη δίνει μέσα από ένα πακέτο προτάσεων, που αναφέρονται στη συνεργασία μεταξύ της "ζώνης" και άλλων κρατών - μελών της ΕΕ στους τομείς πάντα της νομισματικής και της συναλλαγματικής πολιτικής. Δυο βασικά χαρακτηριστικά μπορεί να υπογραμμιστούν από οικονομική άποψη. Πρώτο, οι χώρες που δε θα συμμετέχουν στο ΕΥΡΩ θα συνεχίσουν να ακολουθούν την πολιτική που επιβάλλει το πρόγραμμα "σύγκλισης". Δεύτερο, η πολιτική σταθερότητας των τιμών που θα ακολουθείται από τη "ζώνη των χωρών του ΕΥΡΩ", θα αποτελέσει έναν οδηγό για την πολιτική των λοιπών χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Σε πολιτικό επίπεδο, μόλις την περασμένη βδομάδα αποφασίστηκε στη Βερόνα της Ιταλίας η λειτουργία ενός νέου Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ), ανάλογο με αυτό που ισχύει σήμερα. Ο νέος μηχανισμός "βαφτίστηκε" ΜΣΙ 2 και προβλέπει τα νομίσματα εκτός ζώνης να λειτουργούν δορυφορικά,δηλαδή με ορισμένα περιθώρια απόκλισης της ισοτιμίας τους, αυτή τη φορά γύρω από το ΕΥΡΩ. Εδώ γίνονται αντίστοιχα οι εξής παρατηρήσεις:
Παράγοντες της Τράπεζας της Ελλάδος αναγνώρισαν το γεγονός ότι η οικοδόμηση της ενιαίας Ευρώπης στην ουσία απαιτεί τη θυσία των αδύναμων κρατών - μελών προς όφελος της ομοιογένειας της ΕΕ.Μιας ομοιογένειας, όμως, που τα όριά της προσδιορίζονται στην κατεύθυνση που επιθυμούν οι ισχυρότερες οικονομικά χώρες. Επί της ουσίας, λοιπόν, η νέα τάξη που θα επικρατήσει θα αφαιρεί από τις χώρες - μέλη, τουλάχιστο τις αδύναμες όπως η Ελλάδα, τη δυνατότητα να διαχειρίζονται τα ταμειακά τους αποθέματα κατά βούληση,με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πορεία των εθνικών οικονομικών δεικτών.
Δεδομένης της δράσης αντίρροπων δυνάμεων κατά την άσκηση οικονομικής πολιτικής, είναι πολύ πιθανό να υπάρξουν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των κεντρικών τραπεζών και της ΕΚΤ, κάτι που ήδη ανησυχεί τους κύκλους των Βρυξελλών.Μια πλευρά των αρνητικών παρενεργειών, που θα έχει στην ελληνική οικονομία η παραχώρηση και του δικαιώματος διαχείρισης των συναλλαγματικών διαθεσίμων της Ελλάδας στην ΕΚΤ - δηλαδή στους μεγάλους των Βρυξελλών - φαίνεται και από το παρακάτω παράδειγμα:
Εστω ότι η Τράπεζα της Ελλάδος επιδιώκει "σκληρό" νόμισμα, για να συγκρατήσει τους ρυθμούς πληθωρισμού στη χώρα μας, ενώ η ΕΚΤ αντιμετωπίζει πρόβλημα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ΕΕ και θέλει συνεπώς να ενισχύσει τις εξαγωγές της με υποτίμηση του ΕΥΡΩ. Στο ενδεχόμενο εκδήλωσης μιας παρόμοιας διαφωνίας, είναι ευνόητο ποιος θα υπερισχύσει και ποιου τα συμφέροντα θα εξυπηρετηθούν. Κατά κάποιο τρόπο ισχύει το ένας για όλους, όχι όμως και το όλοι για έναν...