Του Παναγιώτη ΚΑΚΑΛΗ
Την ίδια ώρα, όμως, ακολουθώντας την πεπατημένη των προκατόχων της, η κυβέρνηση αποφεύγει να δημοσιοποιήσει τις απόψεις της - ακριβέστερα όσες δηλώσεις έχουν γίνει μάλλον σύγχυση προκαλούν - και να ξεκαθαρίσει τη στάση της, για το τι πρέπει να γίνει. Μέχρι σήμερα, δηλαδή, η κυβέρνηση δεν έχει καταστήσει σαφές, ούτε από ποιες θέσεις θα διαπραγματευτεί με το γειτονικό κράτος, ούτε μέσα από ποιες διαδικασίες. Δεν έχει αποσαφηνίσει μέχρι σήμερα, ούτε καν αν αποδέχεται ή όχι τη λύση της σύνθετης ονομασίας. Ταυτόχρονα, όμως, αξιώνει να έχει ...δεδομένη τη συναίνεση των κομμάτων της αντιπολίτευσης στους χειρισμούς της (!). Επιζητεί, ουσιαστικά, μια "εν λευκώ εξουσιοδότηση"!
Ετσι, ενώ από τη μια αφήνει να εννοηθεί ότι θα προχωρήσει στην επίλυση του προβλήματος, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες που της αναλογούν, από την άλλη, αφήνει ανοιχτή την οδό της διαφυγής, της επιστροφής και πάλι στις γνωστές αδιέξοδες και χρεοκοπημένες θέσεις. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια τακτική, η οποία αντιγράφει τις μεθοδεύσεις των προηγούμενων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, οι οποίες αντιμετώπιζαν την υπόθεση των Σκοπίων, με το βλέμμα στραμμένο στις εσωκομματικές ισορροπίες, αλλά και το γενικότερο ανταγωνισμό μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων του δικομματισμού. Ο Κ. Σημίτης αντιμετωπίζει σήμερα ένα επιπλέον παρόμοιο πρόβλημα: Το γεγονός πως δεν έχει κυριαρχήσει, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, στο εσωκομματικό μέτωπο. Και η μέχρι σήμερα πρακτική φανερώνει πως σταθμίζει, με ιδιαίτερα μεγάλη προσοχή, τόσο τις ενδεχόμενες αντιδράσεις εκ των ένδον, όσο και από τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης, κυρίως βέβαια της ηγεσίας της ΝΔ. Μετράει, δηλαδή, τις επιπτώσεις, που μπορεί να έχει η επίλυση της υπόθεσης των Σκοπίων, στην προοπτική του στο ΠΑΣΟΚ, στο επικείμενο συνέδριό του, αλλά και στις επόμενες βουλευτικές εκλογές. Σκέπτεται και ενεργεί ακριβώς όπως και οι προκάτοχοί του, παρόλο που είναι ολοφάνερο το αντικειμενικό πλεονέκτημα, ότι η ανάγκη λύσης του προβλήματος έχει ωριμάσει σε σημαντικό τμήμα της "κοινής γνώμης" και ο συμβιβασμός στο όνομα έχει γίνει αποδεκτός από έναν διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό βουλευτών των δύο μεγάλων κομμάτων.
Ας πάρουν, πάντως, υπόψη τους πως το πολιτικό κόστος δεν μπορούν να το αποφύγουν, έτσι και αλλιώς. Αργά ή γρήγορα, θα το καταβάλουν. Οχι μόνο η κυβέρνηση, αλλά και τα υπόλοιπα κόμματα του δικομματισμού - χωρίς καμία εξαίρεση - αφού είναι συνυπεύθυνα για την αποτυχημένη, "μικροϊμπεριαλιστική" και εθνικιστική πολιτική τους και τα ολέθρια λάθη που έχουν διαπράξει μέχρι σήμερα στην υπόθεση των Σκοπίων. Αφού αυτά ευθύνονται, για την καλλιέργεια του σοβινισμού και της "ονοματολογικής" ψύχωσης στους εργαζόμενους και το λαό της χώρας τα τελευταία χρόνια, για τα γνωστά σε όλους συλλαλητήρια κλπ., κλπ.
Ανεξάρτητα από την τελική έκβαση, που θα υπάρξει στις σχέσεις με τη γειτονική χώρα, τα κόμματα του δικομματισμού είναι υπόλογα απέναντι στο λαό, για την τεράστια ζημιά που έχουν προκαλέσει στα εθνικά συμφέροντα, με τους μέχρι τώρα χειρισμούς τους. Είναι υπόλογα, γιατί εξαπάτησαν συνειδητά τον ελληνικό λαό και, ταυτόχρονα, προκάλεσαν σοβαρή ζημιά στις σχέσεις με τη γειτονική χώρα και την ειρήνη στην περιοχή. Είναι υπεύθυνα, επίσης, γιατί έδωσαν, με την αδιέξοδη πολιτική της ονοματολογίας και τη γενικότερη λογική της υποτέλειας, την ευκαιρία στους Αμερικανούς και την ΕΕ, να εμφανιστούν ως επιδιαιτητές και να διαφεντεύουν τις σχέσεις μας με τους γείτονές μας. Για όλα αυτά, πρέπει να καταβάλουν το επιβαλλόμενο πολιτικό κόστος και, ήδη, ο λαός δείχνει να έχει καταλάβει τα παιχνίδια που έπαιζαν τόσα χρόνια στις πλάτες του και εις βάρος των συμφερόντων της χώρας.
Σήμερα, λοιπόν, ο λόγος και η πολιτική του δεν μπορεί παρά να αποκτά ειδικό βάρος, τουλάχιστον στη συνείδηση του κόσμου. Το ΚΚΕ, που από την αρχή τόνιζε, σε όλους τους τόνους, ότι το θέμα του ονόματος δεν είναι το κύριο, ότι δεν μπορεί να γίνει η Ελλάδα "νονός" του γειτονικού κράτους, έγκαιρα έχει δώσει θετική πρόταση για έξοδο από το αδιέξοδο, που οδήγησαν το Σκοπιανό οι δυνάμεις του δικομματισμού. Εχει κάνει εντελώς ξεκάθαρο, και από την πρώτη στιγμή, ότι δεν είναι το όνομα, που μπορεί να χωρίσει και να δημιουργήσει προβλήματα στις σχέσεις των δύο χωρών. Θέση, που ισχύει πολύ περισσότερο σήμερα, καθώς έχει πλέον υπάρξει η συμφωνία σεβασμού των συνόρων και η δήλωση, περί μη διεκδικήσεων της μιας χώρας σε βάρος της άλλης. Εχει, από την αρχή, ταχθεί ανεπιφύλακτα υπέρ των απευθείας συνομιλιών μεταξύ των δύο χωρών και την οικοδόμηση κλίματος εμπιστοσύνης, με τη συνεχή ενίσχυση των ισότιμων και πολύμορφων οικονομικών, πολιτιστικών και άλλων σχέσεων και ανταλλαγών, που κανένας διαμεσολαβητής δεν μπορεί να δώσει.
Η κυβέρνηση ας αναλάβει, λοιπόν, τις ευθύνες της. Ο λαός κρίνει και βγάζει τα συμπεράσματά του.
Η συμβιβαστική και ωφέλιμη, για την Ελλάδα και την ΠΓΔΜ, λύση στο πρόβλημα της ονομασίας της γειτονικής χώρας είναι ολοφάνερη και ώριμη, αλλά η κυβέρνηση αναμετρά το πολιτικό κόστος...