Τετάρτη 10 Γενάρη 1996
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 15
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Φαρμακο-λογία στο φόντο της λίστας

Η κυβέρνηση δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των φαρμακευτικών δαπανών στη χώρα μας, αφού αφήνει στο απυρόβλητο τους φαρμακοβιομήχανους και δεν προσανατολίζεται σε μακρόπνοες επιλογές

Τα ίδια λόγια για την αντιμετώπιση του προβλήματος του φαρμάκου στη χώρα μας, με διαφορά φάσης ενός χρόνου, ακούστηκαν και χτες στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Απόφαση, όπως δήλωσε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας, δεν πάρθηκε, αλλά πρόκειται να παρθεί την επόμενη βδομάδα.

Οποια όμως απόφαση κι αν παρθεί, με τον προσανατολισμό που έχει η κυβέρνηση, δεν πρόκειται, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις να δώσει ουσιαστική απάντηση στο πρόβλημα με το φάρμακο. Αυτό που διαφαίνεται στον ορίζοντα, είναι ίσως κάποιες λίστες που θα σημάνουν περιορισμούς για τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους και σε καμιά περίπτωση, όπως εκτιμούν γνώστες του αντικειμένου, δεν πρόκειται να ελέγξουν και πολύ περισσότερο να μειώσουν τις φαρμακευτικές δαπάνες στη χώρα, που εξασφαλίζουν τεράστια κέρδη σε ορισμένους βιομήχανους και εμπόρους. Η βασικότερη αδυναμία των όποιων αποφάσεων είναι η έλλειψη προεργασίας και μακρόχρονης προοπτικής απόδοσης καθώς και οι επιμέρους ρυθμίσεις που θα επιχειρηθούν χωρίς να παίρνονται υπόψη συνολικά οι παράμετροι του φαρμάκου.

Ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Κ. Σφυρίου, υποστήριξε ότι στόχος είναι, να υπάρξει μία εκλογίκευση των δαπανών, καθώς οι δαπάνες για φάρμακα καλύπτουν στη χώρα μας το 1,7% του ΑΕΠ, ενώ στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης είναι κάτω του 1%. Απαντώντας σε ερώτηση για το αν θα γίνει παρέμβαση στις τιμές, ισχυρίστηκε ότι θα υπάρξει παρέμβαση, πετώντας όμως το"μπαλάκι" της αρμοδιότητας στο υπουργείο Εμπορίου. Ενώ απ' την πλευρά του ο υπουργός Υγείας, Δ. Κρεμαστινός, είπε ότι δε θα υπάρξουν περικοπές σε φάρμακα.

Μισο-στοιχεία
και μισο-προσεγγίσεις

Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε στη σύσκεψη ο υπουργός Εργασίας Στ. Τζουμάκας, οι δαπάνες για φάρμακα αυξάνονται με υψηλούς ρυθμούς και ανέφερε ότι το 1994 έφτασαν τα 302 δισ. έναντι 81 δισ. το 1988. Στην ανάλυση όμως των αιτιών, κάθε άλλο παρά προσεγγίζονται οι πραγματικές αιτίες. Π.χ. αναφέρεται η συνταγογράφηση ακριβών φαρμάκων αντί των φτηνών φαρμάκων - λες και ο άρρωστος δεν έχει την ανάγκη αυτών των φαρμάκων. Πώς όμως κυκλοφόρησε το ακριβό φάρμακο, δε γίνεται καμιά αναφορά.

Οπως αποκάλυψε στις 13.3.1995 ο "Ρ", με βάση στοιχεία της "Φαρμέτρικα" - θυγατρικής εταιρίας του ΕΟΦ που διενεργεί έρευνες - η πρακτική στον καθορισμό της τιμής των φαρμάκων στην Ελλάδα έχει δυο πλευρές:

  • Ο καθορισμός της τιμής βάσης (αρχική τιμή), όπου τον κύριο λόγο έχουν τα στοιχεία κόστους που υποβάλλονται στο υπουργείο Εμπορίου απ' τους κατόχους των αδειών κυκλοφορίας φαρμάκου.

Η σημασία αυτής της πλευράς αποκαλύπτεται απ' το εξής στοιχείο: Το 1992 ο ΕΟΦ ενέκρινε 185 νέα φάρμακα. Ο μέσος όρος των τιμών των 185 φαρμάκων ήταν 13.000 δραχμές περίπου. Ενώ ο μέσος όρος των τιμών όλων των φαρμάκων που εγκρίθηκαν πριν το 1992, ήταν 3.000 δραχμές.

  • Η άλλη πλευρά είναι ο ρυθμός αύξησης των τιμών - που αποτελεί συνάρτηση της τιμής βάσης. Το ποσοστό αύξησης, που βασίζεται στις αλλαγές των αρχικών στοιχείων κόστους, υποβάλλεται και πάλι στο υπουργείο Εμπορίου απ' τους κατόχους αδειών κυκλοφορίας φαρμάκου.

Και οι δυο φάσεις, δηλαδή, επιτρέπουν την υποβολή "κατασκευασμένων" στοιχείων, με σκοπό τον καθορισμό υψηλής τιμής για καθαρά κερδοσκοπικούς λόγους.

Απ' τα μέχρι στιγμής δεδομένα φαίνεται ότι η κυβέρνηση δε μελετά την περίπτωση να δώσει την αρχική τιμή κάποιος γνώστης του θέματος - και στην προκειμένη περίπτωση ο ΕΟΦ - και στη συνέχεια το υπουργείο Εμπορίου να παρακολουθήσει την εξέλιξη των τιμών.

Μια άλλη - έωλη - παραδοχή του υπουργού Εργασίας, είναι οι προμήθειες και η υψηλή κατανάλωση φαρμάκων στα νοσοκομεία.

Ομως και πάλι σύμφωνα με μελέτες της "Φαρμέτρικα" - και είναι αξιοπερίεργο που η κυβέρνηση δεν αξιοποιεί τα στοιχεία της - το 85% της συνολικής δαπάνης των φαρμάκων γίνεται απ' τα φαρμακεία και μόνο το 15% απ' τα νοσοκομεία. Οποιες λοιπόν παρενέργειες και να σημειωθούν στο 15%, επηρεάζουν ελάχιστα τη συνολική δαπάνη. Προκύπτει μάλιστα ότι οι φαρμακοβιομήχανοι και οι έμποροι καρπώνονται το 55,5% της δαπάνης μέσω των φαρμακείων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο Στ. Τζουμάκας, φαίνεται αποδυναμωμένος ο ρόλος της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας και αυτό οφείλεται στις πολιτικές που ακολουθήθηκαν την τελευταία δεκαπενταετία. Το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας αγοράς, σύμφωνα με τον υπουργό, καλύπτεται από φάρμακα ξένων εταιριών. Το 1991 η εγχώρια παραγωγή κατείχε το 67,7% των συνολικών πωλήσεων όλων των φαρμάκων στην ελληνική αγορά, το 1994 έπεσε στο 49,6% και η πορεία παραμένει πτωτική κατά τη διάρκεια του 1995. Επίσης σημείωσε ότι στις 500 πρώτες σε τζίρο εταιρίες στην Ελλάδα, οι 36 είναι φαρμακευτικές. Ακόμα ο υπουργός Εργασίας ανέφερε ότι μεταξύ των ετών 1981 και 1982 ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 533,9%, ο δείκτης τιμών φαρμάκων αυξήθηκε κατά 175% και ο δείκτης δαπανών για φάρμακα του ΙΚΑ αυξήθηκε κατά 948,9%.

Ωστόσο πουθενά δεν αναφέρθηκε γιατί εγκαταλείφθηκε η ιδέα ενός Εθνικού Συνταγολογίου και γιατί στην Ελλάδα ενώ έχουν άδεια κυκλοφορίας 7.500 φάρμακα, κυκλοφορούν 3.500 φάρμακα. Γιατί υπάρχουν επιπλέον 4.000 άδειες και γιατί οι κάτοχοί τους επιμένουν να πληρώνουν για να τις έχου

ν;


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ