Κυριακή 16 Ιούλη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
Ιούλης 1965

Ηιστορία των «Ιουλιανών», όπως ονομάστηκαν τα γεγονότα που ξεκίνησαν την 15η Ιούλη 1965 και διάρκεσαν 70 μέρες, μέχρι τότε που η κυβέρνηση Στεφανόπουλου (η τρίτη κατά σειρά μετά τις κυβερνήσεις Γ. Νόβα και Ηλ. Τσιριμώκου) πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, αυτή λοιπόν η ιστορία παρουσιάζεται κατά κανόνα ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης ανάμεσα στις προοδευτικές δυνάμεις («Κέντρο» και ΕΔΑ), από τη μια, και στις δυνάμεις της «Δεξιάς» (ΕΡΕ και Παλάτι), που είχαν με το μέρος τους και τις ΗΠΑ.

Αυτή η ανάλυση, που σύνθετα γεγονότα τα απλουστεύει και τα σχηματοποιεί, ενώ από την άλλη παραμορφώνει τις ταξικές αντιθέσεις, έχει κυριαρχήσει στη βιβλιογραφία για την πολιτική ιστορία. Συμβαίνει κι εδώ το γνωστό «η ιστορία γράφεται από τους νικητές». Κι επειδή νικητές, από το 1949 και δω, είναι τα αστικά κόμματα, η άφθονη αστική βιβλιογραφία γύρω από τα «Ιουλιανά» αναπαράγει διαρκώς την παραπάνω οπτική, συνεπικουρούμενη από τους ιστορικούς του μικροαστισμού ή οπορτουνισμού.

Οι τέτοιες ερμηνείες, εκείνων των γεγονότων, τους χρησιμεύουν και ως άλλοθι για την εξυπηρέτηση της σημερινής πολιτικής τους, όπως και αυτής μετά το 1974. Ο Ανδρέας Παπανδρέου και γενικά η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να εκσυγχρονίσουν απρόσκοπτα την κυριαρχία των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού, έκαναν σε βαθμό κατάχρησης αξιοποίηση του «1965» και του σχήματος «δεξιά - αντιδεξιά». Και κυριολεκτικά οργίασαν, όταν ανέλαβε αρχηγός της «Νέας Δημοκρατίας» ο Κ. Μητσοτάκης, πρωταγωνιστής στα «Ιουλιανά» και στη λεγόμενη «αποστασία» βουλευτών και υπουργών της «Ενωσης Κέντρου». Και καλούσαν τους ψηφοφόρους του ΚΚΕ να ψηφίσουν το ΠΑΣΟΚ, για να μην έρθει στην πρωθυπουργία «ο αρχιαποστάτης» (!) και τους στείλει στις εξορίες!! Ενώ και αργότερα, ακόμα και τώρα στις εκλογές του 2000, ο Κ. Σημίτης και το ΠΑΣΟΚ έκαναν το ίδιο, επικαλούμενοι θρασύτατα «τα ξερονήσια», αν δε νικούσε το ΠΑΣΟΚ! Ετσι «γράφουν» την ιστορία οι υπηρέτες της πλουτοκρατίας. Κι από αυτή την άποψη, αρκούν οι σημερινές πρακτικές τους, για να κριθούν και οι ερμηνείες τους για το ιστορικό παρελθόν...

Κινητοποίηση της γενιάς του 114
Κινητοποίηση της γενιάς του 114
Η «Ενωση Κέντρου» και ο αρχηγός της Γ. Παπανδρέου δεν ήταν τα θύματα της εποχής εκείνης, όπως παρουσιάζονται. Βεβαίως, ήσαν οι «ριγμένοι» στα πλαίσια του ανταγωνισμού ανάμεσα στα τμήματα του αστικού κόσμου. Ομως, το πραγματικό θύμα υπήρξε και τότε ο λαός, που δε χτυπήθηκε μόνο από τη «Δεξιά», αλλά παγιδεύτηκε και από το «Κέντρο». Οι δύο πρωταγωνιστές στα «Ιουλιανά», ο τότε δικομματισμός, έχουν ο καθένας το δικό του μερίδιο ευθύνης και για τη δικτατορία του 1967, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι και τα δύο κόμματα - μαζί και το Παλάτι - βρέθηκαν δεσμώτες της! Το 1965 - μαζί με όσα διαδραματίστηκαν το 1966 - έγιναν και πολιτικά ο προθάλαμος του 1967...

Το βράδυ της 15ης Ιούλη 1965, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου παραιτήθηκε, μετά από αντιπαράθεση με το Παλάτι. Ο πρωθυπουργός του 52,77% υπέβαλε στον βασιλιά την παραίτησή του, γράφοντας τον κόσμο που τον εξέλεξε στα παλιά του τα παπούτσια, και νιώθοντας ότι έπρεπε να λογοδοτήσει στον «Ανώτατο άρχοντα» και όχι στο λαό! Και μόνο αυτό το γεγονός είναι αρκετό για να φανούν καθαρά τα όρια, το πλαίσιο και το περιεχόμενο της μεταξύ τους αντιπαράθεσης... Η επιφάνεια των γεγονότων είναι η παρακάτω.

Υπουργός Εθνικής Αμυνας στην κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου» ήταν ο Πέτρος Γαρουφαλιάς, άνθρωπος του Παλατιού, πραγματικός τοποτηρητής των Ανακτόρων στην κυβέρνηση, για το στρατό.

Από την κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα
Από την κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα
«Τις καλές σχέσεις με το Παλάτι ο Γ. Παπανδρέου φροντίζει να τις διατηρήσει και μετά τον θάνατο του βασιλιά Παύλου. Στη δεύτερη κυβέρνησή του μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964, τοποθετεί στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας τον Πέτρο Γαρουφαλιά, σαν χειρονομία καλής θέλησης προς τα Ανάκτορα. Ο Π. Γαρουφαλιάς είναι πρόσωπο της εμπιστοσύνης των Ανακτόρων και ο Παπανδρέου με την ενέργειά του αυτή εκτιμάει και αποδέχεται το ενδιαφέρον του Παλατιού να ασκεί έλεγχο στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας» (Π. Παρασκευόπουλου: «Γ. Παπανδρέου», σελ. 126).

Στο μεταξύ, στον Εβρο διαδραματίστηκε η γνωστή προβοκάτσια με πρωταγωνιστή τον Γ. Παπαδόπουλο, τον μετέπειτα αρχηγό της δικτατορίας. Ο Γ. Παπανδρέου δεν τιμώρησε τον Γ. Παπαδόπουλο, αν και είχε αποδειχτεί ότι ο ίδιος προκάλεσε το σαμποτάζ στα 3 στρατιωτικά αυτοκίνητα και όχι οι στρατιώτες Μπέκιος και Ματάκης, οι οποίοι είχαν «ομολογήσει», μετά από φριχτά βασανιστήρια, ότι υποκινούνταν από το ΚΚΕ! Ο Παπαδόπουλος ήταν γιος συμπατριώτη και παλιού γνωστού του Γ. Παπανδρέου. Μόλις ο πατέρας Παπαδόπουλος είδε ότι ήταν πιθανό να τιμωρηθεί ο γιος του, πήγε στο Καστρί και παρακάλεσε τον Παπανδρέου «να σώσει το παιδί του»! Ο Παπανδρέου συγκινήθηκε (!) και έδωσε εντολή να μπει η υπόθεση στο Αρχείο!..

Μετά την προβοκάτσια του Γ. Παπαδόπουλου στον Εβρο, ο Γ. Παπανδρέου αποφάσισε να αντικαταστήσει τον υπουργό Εθνικής Αμυνας Πέτρο Γαρουφαλιά. Ωστόσο, παρά την απόφαση του Γ. Παπανδρέου, ο Γαρουφαλιάς δεν παραιτήθηκε! «Καλούσε βουλευτές της Ενωσης Κέντρου και τους βολιδοσκοπούσε, αν θα τον ενέκριναν για πρωθυπουργό. Είχε τότε σιγουρευτεί πως θα ήταν δυνατό να γίνει πρωθυπουργός και είχε πάρει τόσο θάρρος, ώστε τους καλούσε και στο ίδιο γραφείο του στο υπουργείο» (Μιχ. Παπακωνσταντίνου: «Η ταραγμένη εξαετία 1961 - 1967». Τόμος 2ος, σελ. 152).


Ο Γ. Παπανδρέου θέλησε να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο. Σκόνταψε, όμως, στην άρνηση του βασιλιά Κωνσταντίνου. Μετά τη μεταξύ τους ανταλλαγή των γνωστών επιστολών, η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου παραιτήθηκε... Ετσι, ο λαός είδε να παραιτείται ο πρωθυπουργός - μαζί και η κυβέρνησή του - επειδή ο Κωνσταντίνος δε δεχόταν να είναι ο πρωθυπουργός και υπουργός Εθνικής Αμυνας!! Και σε συνέχεια, αφού παραιτήθηκε, κάλεσε το λαό να στηρίξει το νέο «ανένδοτο» αγώνα!..

Μετά την παραίτηση της κυβέρνησης του «Κέντρου», άρχισε ο διορισμός από το Παλάτι - της μιας μετά την άλλη - των κυβερνήσεων των λεγόμενων «αποστατών». Αρχικά, σχηματίστηκε η κυβέρνηση του Γ. Αθανασιάδη - Νόβα, σε συνέχεια του Ηλ. Τσιριμώκου. Καμιά απ' τις δύο δεν πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Μετά από προσπάθειες, που είχαν και το στοιχείο του γελοίου μαζί με το τραγικό, σχηματίστηκε η κυβέρνηση του Στ. Στεφανόπουλου, που πήρε τελικά ψήφο εμπιστοσύνης από την πλειοψηφία της Βουλής (υπέρ ψήφισαν 152 βουλευτές: 45 του «Κέντρου», οι 99 της ΕΡΕ και οι 8 του Μαρκεζίνη).

Τι προηγήθηκε

Στις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964, η «Ενωση Κέντρου» θριάμβευσε. Το σύνθημα «Να φύγει η Δεξιά» έσπασε κόκαλα. Ρόλο σ' αυτό έπαιξε και η ΕΔΑ, που αποφάσισε να μην συγκροτήσει συνδυασμούς σε 24 εκλογικές περιφέρειες, καλώντας τους ψηφοφόρους της να υπερψηφίσουν την «Ενωση Κέντρου». Το ζήτημα, βεβαίως, δεν ήταν κυρίως ποσοτικό, αφού σε εκείνες τις περιφέρειες τα ποσοστά της ΕΔΑ ήσαν πολύ μικρά. Πέρα από τη μικρή ποσοτική πριμοδότηση της «Ενωσης Κέντρου», στελνόταν γενικότερο μήνυμα στον κόσμο της ΕΔΑ. Και το μήνυμα έλεγε ότι το κύριο για το λαό ήταν να ενισχυθεί το «Κέντρο» σε βάρος της ΕΔΑ, για να πάψει η διακυβέρνηση από την ΕΡΕ!.. Η ενίσχυση της ΕΔΑ, ως αναγκαίος όρος για την πρόοδο του λαϊκού κινήματος, θεωρήθηκε επιζήμια πολιτική...

Την «Ενωση Κέντρου», ωστόσο, δεν την ενίσχυσε μόνο η ΕΔΑ. Την υποστήριξαν πολιτικά, τόσο οι ΗΠΑ, όσο και το Παλάτι. Η ΕΡΕ ως κυβέρνηση είχε χρεοκοπήσει. Η κατακραυγή εναντίον της προερχόταν τώρα και από ένα τμήμα ψηφοφόρων της. Ιδιαίτερα μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, το Μάη του 1963, είχε γίνει φανερό ότι «τα ψωμιά της» τέλειωναν. Η ήττα της στις εκλογές του Νοέμβρη 1963, που για τον Κ. Καραμανλή ήταν μια μάχη για την τιμή των όπλων, είχε φέρει το τέλος της διακυβέρνησης και είχε προδιαγράψει την ακόμα μεγαλύτερη ήττα, που θα ερχόταν λίγους μήνες αργότερα. Η «Ενωση Κέντρου» ξαναπήγε σε εκλογές, για να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση.

Το Παλάτι τα είχε τσουγκρίσει για τα καλά με τον Καραμανλή. Αφησε, λοιπόν, την ΕΡΕ και πήγε με το «Κέντρο». Ενώ οι ΗΠΑ, απ' την πλευρά τους, επίσης ενίσχυσαν την «Ενωση Κέντρου», βέβαιες ότι στηρίζουν το «έτερον εθνικό κόμμα», που εκτιμούσαν ότι θα λειτουργούσε ως ανάχωμα της λαϊκής πάλης και ως χώρος εκτόνωσης της λαϊκής αγανάκτησης. Και δεν είχαν άδικο... Η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου προχώρησε σε μια σειρά αστικούς εκσυγχρονισμούς, δίχως να εγκαταλείψει την αντικομμουνιστική πρακτική. Διατήρησε το ΚΚΕ στην παρανομία, δεν αναγνώρισε την ΕΑΜική Αντίσταση, κράτησε τους πολιτικούς πρόσφυγες στην αναγκαστική υπερορία, δεν αποφυλάκισε τους πολιτικούς κρατούμενους, που είχαν καταδικαστεί ως κατάσκοποι, ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου - που ήταν και υπουργός Παιδείας - συνέταξε και απέστειλε στη Μέση Εκπαίδευση την αντικομμουνιστική εγκύκλιο 1010, που, εκτός άλλων, καλούσε τους εκπαιδευτικούς να γίνουν χαφιέδες κατά των «Λαμπράκηδων», ενώ συζητούσε και με ποιον πρόσφορο τρόπο θα μπορούσε να διαλυθεί η Νεολαία Λαμπράκη... Ακόμα, τη δολοφονική προβοκάτσια στον Γοργοπόταμο στις 29 Νοέμβρη 1964, όπου, κατά τη διάρκεια του εορτασμού, σκοτώθηκαν από εκρηκτικό μηχανισμό 13 άνθρωποι και τραυματίστηκαν άλλοι 45, ο Γ. Παπανδρέου τη χαρακτήρισε ατύχημα!

Οι καλές σχέσεις του Γ. Παπανδρέου με το Παλάτι διαταράχτηκαν λίγους μήνες αργότερα. Μήλον της Εριδος ήταν ο στρατός. Το Παλάτι τον ήθελε ιδιοκτησία του, επιχείρησε μάλιστα, μέσω του Γαρουφαλιά, να τον μετονομάσει σε «βασιλικό στρατό». Από την άλλη, η κυβέρνηση ούτε που διανοήθηκε κάποιον εκδημοκρατισμό στις Ενοπλες Δυνάμεις, πέρα από ορισμένες αλλαγές προσώπων, που σε τίποτα δεν άλλαζαν την κυριαρχία του ΙΔΕΑ σ' αυτές, ούτε τον αντικομμουνιστικό προσανατολισμό τους. Ομως, ταυτόχρονα, προσπαθούσε να κρατήσει κάποιες ισορροπίες, στις οποίες να έχει και η ίδια λόγο. Σε αυτή τη βάση, υπήρξε μια διελκυστίνδα. Οι αντιθέσεις κορυφώθηκαν με την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και τα γεγονότα στον Εβρο. Ετσι εξηγείται, γιατί ο Γ. Παπανδρέου, που δε σχημάτιζε κυβέρνηση δίχως συνεννόηση με το Παλάτι, αποφάσισε την απομάκρυνση του Π. Γαρουφαλιά.

Συντελέστηκαν, λοιπόν, γεγονότα, που οδήγησαν στην αλλαγή των συμμαχιών ανάμεσα στα Ανάκτορα και στα αστικά κόμματα. Η αλλαγή, πριν και αμέσως μετά την 15η Ιούλη, εκφράστηκε με τη διάρρηξη της συμφιλίωσης ανάμεσα στο Παλάτι και την «Ενωση Κέντρου» και με τη συγκρότηση μετώπου ανάμεσα στο Παλάτι και την ΕΡΕ, που ελέγχανε και το Στρατό. Ενός μετώπου που περιλάμβανε και άλλες δυνάμεις, όπως το «Κόμμα των Προοδευτικών» του Σπ. Μαρκεζίνη, την εφημερίδα του Πάνου Κόκκα «Ελευθερία» και στελέχη της «Ενωσης Κέντρου», καθώς και άλλα εκδοτικά συγκροτήματα, που πότε το «έπαιζαν» έτσι και πότε αλλιώς - Λαμπράκης, Παπαγεωργίου, Βελλίδης. (Ηταν οι μέρες που ο λαός έκαιγε στους δρόμους τις εφημερίδες αυτών των συγκροτημάτων Τύπου και η Αστυνομία δολοφονούσε τον Σωτήρη Πέτρουλα). Κι αυτά τα γεγονότα ήρθαν σε στιγμές που σημειωνόταν μια ορισμένη άνοδος του λαϊκού κινήματος. Βασικά στοιχεία της ήταν η πορεία των 80.000 εργατών, την 6/4/1964, οι μεγάλες απεργίες, η κίνηση των 115 συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι μαζικές μαραθώνιες πορείες ειρήνης, η δημιουργία ενός μεγάλου πολιτιστικού κινήματος στη νεολαία μέσω της Νεολαίας Λαμπράκη, καθώς και τα θετικά αποτελέσματα για την ΕΔΑ στις δημοτικές εκλογές του 1964. Ολα αυτά είχαν οξύνει περισσότερο τις ήδη οξυμένες αντιθέσεις του αστικού πολιτικού κόσμου.

Η στάση του Γ. Παπανδρέου

Ο Γ. Παπανδρέου «τράβηξε το σκοινί» (για Γ. Παπανδρέου) σε σχέση με το Παλάτι, σε βαθμό που ξεπερνούσε κατά πολύ τη μέχρι τότε πολιτική συμπεριφορά του. Τι συνέβη; Μήπως είδε ότι ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι και αποφάσισε να τα «σπάσει» με τα Ανάκτορα μια και καλή;

Τα γεγονότα που ακολούθησαν καταρρίπτουν αυτή την εκδοχή. Γιατί ο Γ. Παπανδρέου, αφού έκανε τον «καμπόσο» απέναντι στο Παλάτι και στην ΕΡΕ, στη συνέχεια έκατσε και τα βρήκε με τον Κωνσταντίνο και με τον Π. Κανελλόπουλο. Αποδέχτηκε όλους τους όρους που του έθεσαν το Παλάτι και η ΕΡΕ! Συμμετείχε στις παρασκηνιακές συζητήσεις για το σχηματισμό της κυβέρνησης Ι. Παρασκευόπουλου, το 1966!

Είναι, επίσης, γνωστό ότι εξ αρχής ο Γ. Παπανδρέου επιδίωκε συμβιβασμό με τα Ανάκτορα. «Ο Γ. Παπανδρέου, την επομένη, τηλεφώνησε στον Στ. Στεφανόπουλο και του είπε επί λέξει: «Στέφανε, σου φέρνουν να υπογράψεις και συ μια επιστολή προς εμένα. Σου δίνω το λόγο της τιμής μου: Το βράδυ πηγαίνω στα Ανάκτορα να τα φτιάξω με τον βασιλιά» (Γ. Λεονταρίτη: «Ανάμεσα στα δύο άκρα», σελ. 408).

Εχει υποστηριχτεί πως ο Γ. Παπανδρέου πιέστηκε από τον Ανδρέα να κρατήσει στάση ανυποχώρητη στο θέμα Γαρουφαλιά. Αυτό είναι πολύ πιθανό να συνέβη, αν όχι βέβαιο. Ο Α. Παπανδρέου πρόβαλλε από τότε λίγο πιο προωθημένα συνθήματα σε σχέση με την κυρίαρχη γραμμή της «Ενωσης Κέντρου».

Το πιο πιθανό, ωστόσο, είναι ότι ο Γ. Παπανδρέου βρέθηκε μέσα στην εξής αντίφαση: Οι εξελίξεις έθεταν ζήτημα αποφασιστικής αντιπαράθεσης με τα Ανάκτορα. Ο ίδιος, από την άλλη, ούτε που διανοείτο τέτοιο πράγμα. Ηρθε σε σύγκρουση με το Παλάτι, αλλά, ταυτόχρονα, φοβόταν τη δυναμική που μπορούσε να πάρει το λαϊκό κίνημα. Οντας μέσα σε αυτή την αντίφαση, έκανε ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω. Και μέσα σ' αυτή την αντίφαση χρησιμοποίησε το λαϊκό κίνημα της εποχής.

Τα πράγματα, δηλαδή, είχαν έρθει έτσι, που το ζήτημα του «ποιος κυβερνά» (η κυβέρνηση ή το Παλάτι) ετίθετο επί τάπητος. Κι ένα τέτοιο ζήτημα δεν μπορούσε να λυθεί με τον περιορισμό του βασιλιά σε επουσιώδη ρόλο. Ούτε με την ιστορία του Παλατιού, ούτε με τη βούληση και τις επιδιώξεις του ίδιου και των πιο συντηρητικών δυνάμεων ταίριαζε αυτός ο ρόλος. Το ζήτημα μπορούσε να λυθεί, είτε με την επικράτηση του Παλατιού πάνω στην κυβέρνηση (όπως και έγινε), είτε αντίστροφα. Το τελευταίο σήμαινε σύγκρουση στην κατεύθυνση της κατάργησης του θεσμού, άμεσα ή σε μια σύντομη πορεία. Ο λαός, κατ' ουσίαν, έτσι είχε «μυριστεί» το θέμα. Το αποδείχνουν οι κινητοποιήσεις των 70 ημερών.

Ουσία της «αποστασίας»

Η σύνθεση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και του ηγετικού πυρήνα της «Ενωσης Κέντρου» είχαν το σπέρμα της διάσπασης, από τη στιγμή που δημιουργήθηκε αυτό το Κόμμα (1961). Οι αντιθέσεις ανάμεσα σε στελέχη της είχαν εκφραστεί και πριν την 15η Ιούλη. Ομως, την 15η Ιούλη η διάσπαση της «Ενωσης Κέντρου» δεν έγινε με βάση αυστηρά τις τάσεις που υπήρχαν σ' αυτή (φιλοβασιλικοί, φιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες Τσιριμώκου κ.ά). Στους «αποστάτες» μεταπήδησαν βουλευτές όλων των τάσεων. Κι αυτό το στοιχείο είναι μια απόδειξη του ταξικού - και όχι του στενά κομματικού - χαρακτήρα και στόχου, που είχε η λεγόμενη «αποστασία».

Οι «αποστάτες» δίχως αμφιβολία διαπράξανε πολιτική παρασπονδία απέναντι στο κόμμα τους και στους ψηφοφόρους του. Ενεργήσανε, όμως, με συνέπεια, όσο αφορά στην υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων που εκφράζανε και που εκείνη τη στιγμή πιστεύανε ότι έπρεπε να τα υπερασπίσουν με το συγκεκριμένο τρόπο. Γι' αυτό ακριβώς ο χαρακτηρισμός «αποστάτες» δεν αποδίδει την πραγματικότητα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά επιπλέον φορτίστηκε συναισθηματικά και παράλληλα συσκοτίστηκε έντεχνα η ουσία της πράξης τους, για να κρυφτεί ο βαθιά ταξικός χαρακτήρας της «Ενωσης Κέντρου», ως κόμματος της πλουτοκρατίας.

Οι «αποστάτες» ισχυρίστηκαν ότι συγκρούστηκαν με τον Γ. Παπανδρέου και στήριξαν κεντροδεξιές κυβερνήσεις, επειδή ήθελαν να αποτρέψουν ανώμαλες εξελίξεις, αφού εκεί, όπως υποστήριξαν, οδηγούσε η σύγκρουση των Παπανδρέου με το Παλάτι. Κανένας δεν μπορεί να αποκλείσει και την παραπάνω εκδοχή, τουλάχιστον για ορισμένους απ' αυτούς.

Το βασικό, ωστόσο, ήταν, πως οι συγκεκριμένοι έβλεπαν να διαγράφονται πιθανοί κίνδυνοι από τη λαϊκή πλευρά, εξαιτίας της σύγκρουσης των κέντρων εξουσίας. Διέβλεπαν δυνατότητες να προχωρήσει η λαϊκή αντίδραση «πέρα από τα εσκαμμένα», όσο διαρκούσε η αντιπαράθεση Μοναρχίας - Κυβέρνησης. Και πήγαν να βάλουν φρένο. Φαίνεται, όμως, ότι και η διεθνής κατάσταση «ωθούσε» σε πιο σκληρές αντιλαϊκές εξελίξεις. Το Κυπριακό ήδη χρόνιζε, ενώ στη Μ. Ανατολή το Ισραήλ και οι ΗΠΑ ετοίμαζαν τη μεγάλη έφοδο κατά της Αιγύπτου. Αρα, μπορούμε να δεχτούμε ότι οι αιτίες των «Ιουλιανών», όπως και της δικτατορίας, που ακολούθησε, ήσαν και εξωτερικές και εσωτερικές. Είναι ένα θέμα προς μελέτη, ποιες από τις δύο βάρυναν περισσότερο μέσα στη σύμπλεξή τους. Πάντως, το Κυπριακό έπαιξε, επίσης, πολύ σημαντικό ρόλο, στα πλαίσια της σύγκρουσης σοσιαλισμού - καπιταλισμού και της επιδίωξης του δεύτερου να ΝΑΤΟποιηθεί η Κύπρος.

Για να αντιμετωπίσει το ΚΚΕ και το ΕΑΜ και σε συνέχεια το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, η άρχουσα τάξη, έχοντας μετά την Κατοχή έναν σμπαραλιασμένο κρατικό μηχανισμό κι ένα ασταθές πολιτικό σύστημα (λόγω της βαθιάς κρίσης των αστικών κομμάτων), πήρε εξοντωτικά μέτρα για να καταστείλει το λαϊκό κίνημα. Τα μέτρα αυτά τα συνέχισε και μετά τη νίκη της, το 1949. Ενίσχυσε στο έπακρο τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και έκανε τον αντικομμουνισμό, την «εθνικοφροσύνη» και τον «από βορρά κίνδυνο», τα κύρια ιδεολογικά όπλα της. Παράλληλα, η Μοναρχία, που για ιστορικούς λόγους είχε επιβιώσει δίχως να είναι καρπός της καπιταλιστικής εξέλιξης, ήταν γερά γαντζωμένη στο αστικό πολιτικό σύστημα, είχε παίξει σημαντικό ρόλο ως το πρώτο «οχυρό κατά του κομμουνισμού» και συνέχιζε να κατέχει μερίδιο στην άσκηση της εξουσίας.

Ομως, 15 χρόνια μετά τον Εμφύλιο, προέκυπτε το εξής ζήτημα: Για πόσα χρόνια ακόμη θα μπορούσε η άρχουσα τάξη να ασκεί την εξουσία της με «εργαλεία» που διαρκώς πάλιωναν όλο και περισσότερο, δηλαδή με τις ίδιες δομές που χρησιμοποίησε στα χρόνια της ένοπλης αντιπαράθεσης; Μέχρι πότε θα μπορούσε να κυριαρχεί πάνω στην εργατική τάξη μόνο με την πιο ωμή τρομοκρατία; Και μέχρι πότε θα επένδυε στο ρόλο των Ανακτόρων ως «πρώτου οχυρού κατά του κομμουνισμού», που σήμαινε ότι στην άσκηση της ενιαίας αστικής εξουσίας η Μοναρχία θα συνέχιζε να κατέχει μερίδιο από το φυσικό φορέα της, που ήταν η κυβέρνηση, και μάλιστα να διεκδικεί το πάνω χέρι, βάζοντας έτσι φρένο στον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό, που απαιτούσε και προϋπέθετε πιο «ευέλικτες» και όχι ωμές μεθόδους καταστολής του λαϊκού κινήματος; Η άρχουσα τάξη κατανοούσε θαυμάσια ότι η ενσωμάτωση των λαϊκών στρωμάτων δεν μπορούσε να γίνεται στο διηνεκές μόνο με το χωροφύλακα.

Αυτό το είδαν οι ρεαλιστές αστοί πολιτικοί (Καραμανλής, Παπανδρέου κ.ά) και επιχείρησαν εκσυγχρονισμούς. Ομως τότε ακριβώς συγκρούστηκαν με το Παλάτι, το οποίο χρειαζόταν τις πιο ξεπερασμένες κατασταλτικές μεθόδους για να τα βγάλει πέρα, δηλαδή για να διατηρεί τον αυξημένο ρόλο του. Αυτές οι αντιθέσεις, που οδηγούσαν σε συγκρούσεις («Ιουλιανά», αποχώρηση Καραμανλή από την πολιτική) μπορούσαν να αποβούν επικίνδυνες, αφού έθεταν το ζήτημα «ποιος κυβερνά».

Ταυτόχρονα, στα 1965 - 1967, η αγανάκτηση του λαού κατά του Στέμματος ήταν η μεγαλύτερη από το 1950. Στην πραγματικότητα, τα Ανάκτορα δεν μπορούσαν να «σταθούν»... Αυτός ήταν ένας πολύ βασικός παράγοντας, τον οποίο τα αστικά κόμματα, επίσης, δεν μπορούσαν να αγνοήσουν, δίχως κινδύνους για τα ίδια. Ιδιαίτερα, δεν μπορούσε να τον αγνοήσει η «Ενωση Κέντρου», που η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων της ήταν αντιβασιλικοί.

Από την άλλη όμως, αποδείχτηκε και το εξής: Πως ναι μεν τα αστικά κόμματα (για την ακρίβεια μεγάλο μέρος της ηγεσίας τους) έβλεπαν την ανάγκη εκσυγχρονιστικών μέτρων, από την άλλη όμως, δεν είχαν την ικανότητα (και επειδή δεν είχαν «ανανεωθεί» και επειδή φοβόντουσαν το λαό) να γίνουν συνεπείς φορείς των «νέων» μέτρων αντιστοίχισης με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και να τα επιβάλουν. Αυτό επιβεβαιώθηκε με την ΕΡΕ, αλλά κυρίως με την «Ενωση Κέντρου». Τα βασικά αστικά κόμματα της εποχής (ΕΡΕ - «Ενωση Κέντρου») βρέθηκαν πίσω από τις ανάγκες ανταπόκρισης στον αστικό εκσυγχρονισμό του καιρού τους.

Τα πράγματα, λοιπόν, έφτασαν στο εξής σημείο: Το μεν Παλάτι να μη θέλει να κάνει πίσω, ο δε αστικός κόσμος να μην μπορεί, ούτε να θέλει να κάνει μπροστά. Ετσι, το τμήμα της άρχουσας τάξης, που είχε δύναμη στον πιο ισχυρό μηχανισμό του κράτους, στο στρατό, έδωσε τη λύση (δίκην γόρδιου δεσμού) μέσω της δικτατορίας, διακόπτοντας για πάνω από 7 χρόνια την κοινοβουλευτική δικτατορία της αστικής τάξης. Οταν αυτή η φάση έκλεισε το 1974, άνοιξε μια άλλη στην κυριαρχία της, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Και μ' αυτή την έννοια πρέπει, ίσως, να ερμηνευτεί η αναφορά του Κ. Μητσοτάκη (ΝΕΤ, 31/1/2000) στο 1965 και στους λόγους που οδήγησαν στη δικτατορία: «Πιστεύω ότι στη δικτατορία οδήγησε η αδυναμία του πολιτικού κόσμου να δώσουμε λύση στα προβλήματα» (εννοώντας, προφανώς, όχι τα λαϊκά προβλήματα, αλλά εκείνα του αστικού πολιτικού κόσμου).

Το ίδιο βασικό επιχείρημα χρησιμοποίησαν αργότερα και οι ίδιοι οι δικτάτορες, καθυβρίζοντας σύμπαντα τον πολιτικό κόσμο, ανεξάρτητα από το ότι έβλεπαν το ζήτημα από τη δική τους σκοπιά, τη σκοπιά του ωμού αντικομμουνισμού και της πιο βίαιης καταστολής. Αυτοί ακολουθούσαν την άποψη του περιβόητου Σάββα Κωνσταντόπουλου, που έλεγε στις 4 διαλέξεις του, το 1966: «Η δική μας τακτική προστατεύει τη Δημοκρατία αποτελεσματικότερα από κάθε άλλη» (Σ. Κωνσταντόπουλου: «Ο φόβος της δικτατορίας», σελ. 72) και καλούσε τα αστικά κόμματα να πολιτευτούν σύμφωνα με την πολιτική διαθήκη του καρδινάλιου Ρισελιέ, που έγραφε ότι «ο πολιτικός πρέπει να κοιμάται, όπως το λιοντάρι, με ανοιχτά μάτια» (ο.π).

Εκεί, βεβαίως, που σαφώς υπήρχε υπερβολή, ήταν η επίκληση από τους δικτάτορες «του κομμουνιστικού κινδύνου». Τέτοιο κίνδυνο, δυστυχώς, ούτε κατά διάνοια δεν είχε ν' αντιμετωπίσει η αστική τάξη και τα κόμματά της. Απλώς, «ο κομμουνιστικός κίνδυνος» ήταν το ιδεολογικό προπέτασμα καπνού και η αντίστοιχη στήριξη του στρατιωτικοφασιστικού πραξικοπήματος. Ομως, με τον «κομμουνιστικό κίνδυνο», αποκαλυπτόταν και μια άλλη πλευρά, που σημειώθηκε προηγουμένως: Η εμμονή συγκεκριμένων δυνάμεων της αστικής τάξης και του αμερικανοΝΑΤΟικού παράγοντα, όχι μόνο να διατηρηθεί, αλλά και να ενισχυθεί και με άλλα μέσα - ακόμη και με τα όπλα - το υπάρχον ιδεολογικοπολιτικό και νομικό καθεστώς, που διαμορφώθηκε στη διάρκεια του Εμφυλίου και μετά απ' αυτόν. Κι, εξάλλου, τέτοιες «λύσεις» τμήματα της αστικής τάξης ήθελαν να τις δώσουν από το 1950 - 1951. Τότε, όμως, δε βόλευε, γιατί η αστική τάξη και οι ΗΠΑ ήθελαν να υπάρχει στην Ελλάδα μια δημοκρατική πρόσοψη. Ομως, οι εφεδρείες διατηρήθηκαν (ΙΔΕΑ, ΕΕΝΑ).

15 Ιούλη και ΚΚΕ - ΕΔΑ

Δεν πρέπει να ξεγελάει και να οδηγεί σε λαθεμένα συμπεράσματα το γεγονός ότι οι αντιθέσεις μέσα στον αστικό πολιτικό κόσμο - και όχι μόνο στον πολιτικό - έφτασαν σε τέτοιο σημείο όξυνσης, που ένα τμήμα του να αντιπαρατίθεται στο άλλο - ή στα άλλα - με τέτοια λύσσα. Το φαινόμενο δεν είναι καθόλου πρωτοφανές, αντίθετα, είναι πολύ συχνό στη νεότερη πολιτική ιστορία, τόσο την ελληνική, όσο και τη διεθνή. Και, βεβαίως, καθόλου δε σημαίνει ότι κάποιο από τα συγκεκριμένα τμήματα αντιμαχόταν το άλλο από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ηγέτης των «Φιλελευθέρων» και αντιμοναρχικός, ψήφισε το «ιδιώνυμο» κατά του ΚΚΕ.

Το στοιχείο αυτό, δηλαδή το γεγονός ότι τα αστικά κόμματα, ανεξάρτητα απ' τους μεταξύ τους διαξιφισμούς, ακόμη και αλληλοσκοτωμούς, είναι αντίπαλες δυνάμεις προς την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού, το γεγονός αυτό δεν πάρθηκε υπόψη από την ΕΔΑ. Κυριαρχούσε η πολιτική αντίληψη «της συμμαχίας των δημοκρατικών δυνάμεων» (ΕΔΑ και «Κέντρο»), την οποία ο Δ. Παρτσαλίδης έβλεπε και ως όρο για «την αντιιμπεριαλιστική επαναστατική αλλαγή»! Αυτή την αντίληψη της ΕΔΑ και της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ επέκρινε το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ, κάνοντας λόγο για «την πολιτική ουράς απέναντι στην Ενωση Κέντρου» (9ο Συνέδριο, Υλικά, σελ. 86).

Είναι χαρακτηριστικό ότι την εκτροπή του 1965 («Ιουλιανά»), η ηγεσία της ΕΔΑ την είδε ως προσπάθεια των πιο αντιδραστικών δυνάμεων και του ιμπεριαλιστικού παράγοντα να ανακόψουν τη δημοκρατική εξέλιξη της χώρας. Παρόμοια ήταν και η θέση του ΚΚΕ.

Μια τέτοια εκτίμηση «έβγαζε λάδι» την κυβέρνηση της «Ενωσης Κέντρου», ενώ της έδινε και την πρωτοκαθεδρία στους λαϊκούς αγώνες.

Από την άλλη, είχε γίνει πια παράδοση για την ηγεσία της ΕΔΑ να κρατάει το λαϊκό κίνημα «στα υπό των Αρχών καθοριζόμενα πλαίσια», για να μη δίνει αφορμές (!) στους αντιδραστικούς κύκλους να εκμεταλλεύονται τις παραβιάσεις των αστυνομικών διαταγών! κλπ. Είχε επικρατήσει η «αρχή» της «σώφρονος πολιτικής», όπως την ονομάτιζε ο Η. Ηλιού.

Στην κηδεία του δολοφονημένου βουλευτή Γρ. Λαμπράκη, «το κλιμάκιο εσωτερικού» της ΚΕ του ΚΚΕ άλλαξε το σύνθημα του ΠΓ για πολιτική απεργιών και διαδηλώσεων για την ανατροπή της κυβέρνησης Καραμανλή και περιόρισε σε μια απλή διαδήλωση τη μεγάλη συγκέντρωση των εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, που ήταν στην κηδεία!

Το ίδιο έκανε και στα «Ιουλιανά», όπου το κίνημα των 70 ημερών το εγκλώβισε στα όρια που καθόριζαν οι Αρχές και το Σύνταγμα, συμπορευόμενη έτσι με την «Ενωση Κέντρου», η οποία το χειραγωγούσε και το οδηγούσε στο ξεθύμασμα, παίζοντας τα δικά της παιχνίδια και ευελπιστώντας στις εκλογές που θα ...γίνονταν!

Το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ υπογράμμιζε: «Πολλές φορές η πολιτική της ενότητας, όχι μόνο δε βοηθούσε την ενότητα, αλλά, αντίθετα, έδινε την ευχέρεια στην Ενωση Κέντρου να την αποφεύγει και να προβάλλεται σαν ηγετική δύναμη. Ετσι, στην πράξη, της αναγνωριζόταν το προβάδισμα και η Αριστερά οδηγούνταν πολλές φορές στην ουρά της Ενωσης Κέντρου και η επιρροή της, σαν συνέπεια αυτού του γεγονότος, περιοριζόταν» (ο.π., σελ. 79).

Με αυτή την τακτική, αδυνάτιζε εξ αντικειμένου και η πάλη για δημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα (νομιμοποίηση ΚΚΕ, κατάργηση του νομικού πλαισίου του Εμφυλίου, ατομικά δικαιώματα), που ασφαλώς έπρεπε να κατατείνει στη μεγαλύτερη δυνατή λαϊκή συσπείρωση. Ταυτόχρονα, διευκόλυνε να προωθείται η δεξιά αναθεωρητική πλατφόρμα, που ήδη είχε διαμορφωθεί μέσα στο ΚΚΕ, η οποία κυριαρχούσε στην ηγεσία της ΕΔΑ και στα περισσότερα στελέχη του ΚΚΕ που βρίσκονταν στην Ελλάδα. Οι στόχοι της εκδηλώθηκαν πολύ έντονα το 1968, όταν το ΚΚΕ διασπάστηκε (12η Ολομέλεια) και οι πρωταγωνιστές της «ανανέωσης» αυτοονομάστηκαν «ΚΚΕ εσωτερικού», σε αντίθεση με το ...«ΚΚΕ εξωτερικού»! Ετσι, εκείνοι που αντιδρούσαν στην προβολή του συνθήματος «νόμιμο το ΚΚΕ» και ήθελαν την ΕΔΑ, πήραν το όνομα «Κομμουνιστικό Κόμμα»!

Η Μοναρχία, τελικά, είχε στην Ελλάδα τη γνωστή κατάληξη. Αποπέμφθηκε με κρότο το Δεκέμβρη του 1967, όταν ο Κωνσταντίνος επιχείρησε το γνωστό στρατιωτικό κίνημα - οπερέτα. Η ζωή τα έφερε έτσι, που η Μοναρχία, το «πρώτο οχυρό κατά του κομμουνισμού», να διωχθεί κακήν κακώς από τους πιο βέρους αντικομμουνιστές! Ετσι, η λαϊκή πάλη και θέληση 10ετιών, που το 1974 εκφράστηκε και στο δημοψήφισμα κατά της Μοναρχίας, ήταν ο βασικός παράγοντας της κατάργησής της, όμως αυτή καθεαυτή την κατάργηση την υλοποίησε η αστική τάξη (χούντα - Καραμανλής).


Του
Μάκη ΜΑΪΛΗ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ