Associated Press |
Η βομβιστική επίθεση στο ιερό σιιτικό τέμενος της Σαμάρα, στις 22 του περασμένου Φλεβάρη, παρά τις σοβαρότατες ενδείξεις ότι ήταν προβοκατόρικη πράξη, αποτέλεσε το σημείο εκείνο που η διαμάχη σιιτών - σουνιτών άρχισε να υπερβαίνει τα εσκαμμένα. Οι επίσημοι εκπρόσωποι θρησκευτικών κοινοτήτων, αν και δεν έχουν υπαναχωρήσει από τις εκκλήσεις τους για εθνική ενότητα, δεν μπορούν πλέον να ελέγξουν και κατευνάσουν την οργή. Ο πρωθυπουργός αλ Μάλικι, που ανήλθε με την ανοιχτή υποστήριξη του ακραίου σιίτη ηγέτη Μουκτάντα Σαντρ, δέχεται πυρά από παντού για την ανικανότητά του να δώσει τέλος στην αιματοχυσία.
Και πώς, άλλωστε, θα μπορούσε να το πράξει αυτό, όταν ο κυβερνητικός συνασπισμός του απαρτίζεται από ισχυρές σιιτικές παρατάξεις, μεταξύ των οποίων και το Ανώτατο Συμβούλιο για την Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράκ, οργάνωση που ουδέποτε διέλυσε τους χιλιάδες καλά εκπαιδευμένους μαχητές της. Οι μαχητές αυτοί, όπως και άλλες σιιτικές ένοπλες ομάδες, όχι μόνο δε σταμάτησαν τη δράση τους, αλλά εκτιμάται ότι εντάχθηκαν στις ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας, διατηρώντας την αυτονομία τους.
Το δραματικό αυτό σκηνικό δεν είναι, όπως πολλοί ίσως σπεύσουν να συμπεράνουν, αποτέλεσμα μόνο της πολυετούς σουνιτικής εξουσίας Χουσεΐν που σημαδεύτηκε και από αιματηρούς διωγμούς κατά των σιιτών. Δεν πρόκειται απλώς για την ευκαιρία που οι σιίτες ανέμεναν για να «πάρουν εκδίκηση». Είναι μια κατάσταση, που προκλήθηκε, «τράφηκε» και διογκώθηκε από την κατοχή.
Οι κατακτητές αξιοποίησαν το «διαίρει και βασίλευε» στην προσπάθειά τους (έστω και ανεπιτυχή τελικώς) να ελέγξουν τη χώρα. Συμμάχησαν με τις πιο ακραίες σιιτικές δυνάμεις, οι οποίες από την πλευρά τους επέλεξαν μια ηπιότερη στάση απέναντι στους Αμερικανούς από ό,τι οι σουνίτες, κρίνοντάς την αποτελεσματικότερη μακροπρόθεσμα για τις επιδιώξεις τους για κατάκτηση του μεγαλύτερου μεριδίου της εξουσίας. Επιπλέον, οι κατοχικοί έκαναν τα στραβά μάτια στη δράση σιιτικών παραστρατιωτικών ομάδων, πιθανολογώντας, προφανώς, ότι μπορούν να «καθαρίσουν» σημαντικά τη χώρα από τις σουνιτικές δυνάμεις, που κατά κύριο λόγο εντάχθηκαν στην αντίσταση.
Σήμερα, τελικά, οι Ιρακινοί σουνίτες και σιίτες αλληλοεξοντώνονται όσο ποτέ άλλοτε. Αλλά και οι σιίτες πλέον ζητούν τερματισμό της κατοχής «σύντομα». Πόσο μάλλον, που οι κατοχικές δεσμεύσεις για βελτίωση των συνθηκών ζωής, της ασφάλειας, των υποδομών, της κάλυψης των στοιχειωδών ανθρώπινων αναγκών έχουν διαψευστεί οικτρά. Οπως πολλοί αναλυτές εκτιμούσαν, οι επόμενοι μήνες είναι εξαιρετικά κρίσιμοι, όχι μόνο για την κατοχή, αλλά για το ίδιο το μέλλον του Ιράκ, όπως το γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.