Κυριακή 6 Αυγούστου 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Τα παιδιά της Εθνικής Αντίστασης

Γρηγοριάδης Κώστας

Οπλα θέλουμε

Αργά τη νύχτα ο πατέρας του Κωστάκη νυχτοπατώντας σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα και στο θαμπό φως της λάμπας φάνηκε ένας άνδρας με αστραφτερά μάτια. Χαιρετήθηκαν, το ίδιο και με τη μάνα του, και φαινόταν πως ήταν παλιός γνώριμός τους.

Η μάνα του στα γρήγορα του έκαμε ένα τσάι και άρχισαν να ψιλοκουβεντιάζουν. Ο Κωστάκης κάτω από το πάπλωμα αφουγκραζόταν για να ακούσει τη συζήτηση με τον ξένο και άκουσε τον ξένο με χαρά να λέει: Δραπετεύσαμε εδώ και μερικούς μήνες και, να, ήρθα πάλι κοντά σας.

Οι γονείς του Κωστάκη χάρηκαν για τη «δραπέτευση» και ξαναρωτούσαν για μια σειρά πράγματα και ο ξένος χαμογελούσε και έδινε απαντήσεις κουνώντας τα χέρια του. Ο Κωστάκης δεν άκουγε καθαρά όλη τη συζήτηση, μα καταλάβαινε πως γινόταν λόγος για τους Γερμανούς.

- «Οπλα θέλουμε», είπε κάπως πιο δυνατά ο ξένος. Οπλα, χωρίς όπλα δε γίνεται. Ο ξένος δεν κάθισε πολύ και αφού θερμοχαιρετήθηκε με τους γονείς του παιδιού έφυγε.

Οι γονείς του Κωστάκη, όταν έφευγε ο ξένος, τον διαβεβαίωναν «να μείνει ήσυχος», ότι «η δουλιά θα γίνει».

Ποιος ήταν; Τι ήθελε; ρωτούσε και ξαναρωτούσε ο μικρός τον εαυτό του. Ενα του είχε μπει καλά στο νου, ότι ο ξένος «όπλα» θέλει, και αφού θέλει «όπλα» και άκουσε να μιλούν και για Γερμανούς έβγαινε το συμπέρασμα από μόνο του.

Το «όπλα θέλουμε» δεν έβγαινε καμιά φορά από το νου του. Πού θα τα βρούμε όμως; ρωτούσε. Τα όπλα τα έχουν οι Γερμανοί, ως και τα κυνηγετικά τα μάζεψαν.

Μια μέρα του γεννήθηκε η ιδέα όταν είδε έναν Γερμανό να πυροβολεί έναν λατόμο, που ήταν κρεμασμένος στο βράχο με το σκοινί και τρυπούσε την πέτρα για να βάλει φουρνέλο. Και τον πυροβόλησε, γιατί θέλησε λίγο να ξεκουραστεί και να σκουπίσει τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Τον πέτυχε η σφαίρα και τον σκότωσε.

- Θα σου δείξω εγώ, πώς σκοτώνεις δεμένον άνθρωπο, είπε το παιδί αγανακτισμένο. - Παλιοφασίστα.

Αυτός ο Γερμανός κάθε μέρα σχεδόν το μεσημέρι κρεμούσε στις ιτιές τα ρούχα του και το περίστροφό του και έκανε μπάνιο στο ποτάμι που ήταν δίπλα στο λατομείο.

Και μια μέρα ο Κωστάκης περπατώντας στα νύχια ανάμεσα από τα καλάμια της ποταμιάς, έφτασε στο μέρος που είχε κρεμασμένα τα ρούχα του ο Γερμανός και με σβελτάδα αφαίρεσε από τη θήκη το περίστροφό του.

Τον είδε ένας λατόμος πάνω από το βράχο. Το παιδί φοβήθηκε και κοντοστάθηκε. Ο λατόμος του έκαμε νόημα ότι κάνει καλά, και ο Κωστάκης πήρε δρόμο ανάμεσα από τα καλάμια και τους θάμνους της ποταμιάς. Και αφού έφτασε σε ένα γύρισμα του ποταμού μπήκε στο νερό, γιατί είχε ακούσει ότι οι Γερμανοί έχουν κάτι φοβερά λυκόσκυλα που βρίσκουν τις πατημασιές και μόνο στο νερό δεν πιάνουν μπάζα. Πάνω από δυο χιλιόμετρα πήγε άκρη άκρη στο νερό. Υστερα πήγε σε ένα μικρό δασάκι και αφού τύλιξε καλά με ξερόφυλλα και χόρτα το περίστροφο, το παράχωσε ανάμεσα σε πέτρες και πάνω έριξε ξερά φύλλα και έφυγε από άλλο δρόμο για το σπίτι.

Ο φαντάρος, από τον οποίο είχε πάρει το περίστροφο, δεν ξαναφάνηκε. Και αντί για έναν φρουρό βάλανε δύο και το φυλάκιο το περιτύλιξαν με συρματόπλεγμα και στην πόρτα δέσανε και ένα λυκόσκυλο.

Στην πολιτειούλα ακούστηκε ότι οι Ελληνες έκλεψαν από τους Γερμανούς όπλα. Φαίνεται ότι και άλλοι έκαναν αυτό που έκανε ο Κωστάκης.

Αφού είδε έτσι τα πράγματα και δε μαθεύτηκε η ενέργειά του, ο Κωστάκης ξεθάρρεψε και μια βραδιά πήγε και πήρε το περίστροφο από το δασάκι, το έκρυψε στον κόρφο του και το πήγε στο σπίτι. Πρόβλημα ήταν, πού να το καμουφλάρει. Ολο κι όλο το σπίτι τους αποτελούνταν από ένα δωμάτιο σκεπασμένο με τενεκέδες. Πού να το κρύψει; Κοντά στην αυλόπορτα είχε φτιάξει ένα καλυβάκι για το σκυλάκι που ήταν αχώριστος φίλος του. Κάτω από το καλυβάκι το τακτοποίησε ανάμεσα στα παλιοσάνιδα και έμεινε ήσυχος. Κάπου κάπου το έβγαζε και το καθάριζε και πάλι το έκρυβε στη θέση του. Για πολύ καιρό δεν το είχε μαρτυρήσει σε κανέναν, ούτε και στον ξένο που είχαν πια γνωριστεί καλά.

Το περίστροφο το κρατούσε για τον εαυτό του. Είχαν ακουστεί οι πρώτοι αντάρτες και το μυαλό του δούλευε, πώς να βρεθεί κοντά τους, μια και είχε όπλο.

Μια βραδιά όταν γύρισε στο σπίτι βρήκε τον παράνομο ξένο να κάθεται με τον πατέρα του κοντά στο τζάκι. Τον καλησπέρισε και πριν καθίσει τον ρώτησε ο πατέρας του ανυπόμονα.

- Πού ήσουν; Σε περιμένουμε τόση ώρα.

- Συνθήματα γράφαμε, ΕΑΜ -ΚΚΕ - ΕΠΟΝ - Αετόπουλα, απάντησε το παιδί.

- Ελα να φας λίγο, του λέει η μάνα του, γιατί έχετε αποστολή με τον σύντροφο.

Ο Κωστάκης όταν άκουσε για αποστολή, του φάνηκε πως έγινε πιο τρανός. Εφαγε στα γρήγορα και έχωσε στις τσέπες του μερικές φέτες ψωμί για να ρίχνει μπουκιές στα σκυλιά για να μην τους αλυχτάνε. Βγήκε έξω, πήρε το περίστροφο, το έχωσε στη ζώνη του και γύρισε μέσα.

- Είμαι έτοιμος, είπε στον ξένο. Μπορούμε να φύγουμε...

- Στάσου, του λέει ο πατέρας του. Να μιλήσουμε πρώτα για το πού θα πάτε. Να καταστρώσουμε το σχέδιο. Εχετε να διασχίσετε την πόλη, δεν είναι και τόσο εύκολο.

- Πού θα πάμε; ρώτησε το παιδί. Το σχέδιο θα το κάμω εγώ πατέρα.

- Ακου τον, λέει ο πατέρας του Κωστάκη προς τον ξένο. Φωτιά είναι, και γέλασε καλόκαρδα. Ε! αφού το σχέδιο μπορείς να το κάνεις μόνος σου, τότε τον σύντροφο θα τον πας στο θείο σου, στον πέρα μαχαλά, και από κει...

- Εντάξει, είπε το παιδί. Στο θείο μου πάμε. Και σε λίγο χάθηκαν μαζί με τον παράνομο μέσα στο σκοτάδι. Και από πάροδο σε πάροδο, από περιβόλια και αυλές το παιδί με τον παράνομο προχωρούσαν.

Σ' ένα σημείο ο μικρός έπιασε τον παράνομο από τα χέρια και ψιθυριστά του είπε να περιμένουν γιατί θα διαβαίνανε ένα σταυροδρόμι και υπήρχε κίνδυνος να υπάρχει περιπολία ή ενέδρα. Κάθισαν μερικά λεπτά. Είχε πλακώσει καταχνιά και ο καιρός ήταν έτοιμος να βρέξει.

Στην απέναντι μεριά του δρόμου ένας φακός τους θάμπωσε τα μάτια και μια άγρια προσταγή να σταματήσουν. Ταυτόχρονα ακούστηκε και ένας πυροβολισμός.

- Φύγε, του λέει ο παράνομος, φύγε να μην πιαστείς.

Το παιδί δεν απάντησε. Μα απάντησε το περίστροφό του. Νταν, νταν, νταν! πάνω στο φως. Οι Γερμανοί ξαφνιάστηκαν γιατί για πρώτη φορά σ' αυτήν την πολιτειούλα τολμούσε κάποιος στον πυροβολισμό τους να απαντήσει.

- Πάμε αριστερά, πιάσε τη γωνία, λέει το παιδί στον παράνομο και αργόριχνε και από καμιά σφαίρα. Ο παράνομος έπιασε τη γωνία και άρχισε να πυροβολεί με το περίστροφο.

- Τραβήξου, τραβήξου, φώναζε στο παιδί και σε λίγο αντάμωσαν μέσα στο σκοτάδι.

- Ωστε έχεις και συ σιδερικό; του είπε γελώντας ο παράνομος. Και για πού θα τραβήξουμε τώρα; ρώτησε ο παράνομος το παλικαράκι. Ακου, ολόγυρα στην πόλη ακούγονται πυροβολισμοί. Για δες και φωτοβολίδες.

- Αντε, λέει το παιδί, να πάρουμε τον ανήφορο.

- Οχι όμως στο θείο σου.

- Οχι, είπε το παιδί, και ανηφόρισαν.

Το σκοτάδι πλάκωνε κι εδώ κι εκεί πέφτανε σταλαματιές βροχής και όταν βγήκαν στα παλιάλωνα άρχισε να βρέχει για καλά.

Στον ουρανό φάνηκαν από δύο κατευθύνσεις προβολείς που αυλάκωναν το μαύρο σκοτάδι. Οι κόκκινες λουρίδες γυρόφερναν τα άκρα της πόλης.

- Πού θα πάμε; ρώτησε ο παράνομος το παιδί. Για έξω είναι δύσκολα.

- Θα βγούμε, είπε κοφτά το παιδί και τράβηξε μπροστά.

- Για να δέσουμε το χέρι μου, φαίνεται ότι με γρατσουνίσανε, είπε ο ξένος. Εδεσαν την πληγή και όταν κόντευαν να βγουν από την πόλη, μπροστά τους πρόβαλε γερμανική περίπολος. Πισωδρόμησαν.

- Ξέρεις, λέει σιγανά το παιδί στον παράνομο. Για να βγούμε έξω είναι δύσκολο. Και τότε του είπε το σχέδιό του. Τράβηξαν για τον αχερώνα του Βαγγέλη που βρισκόταν στα παλιάλωνα και τον είχαν γεμίσει χόρτο οι Γερμανοί για τα άλογά τους.

- Ο,τι γίνει ας γίνει, ψιθύρισε το παιδί.

- Πάντως, τα σκυλιά τους δε θα μας πάρουν καταπόδι μ' αυτή τη βροχή, βεβαίωσε ο παράνομος. Και το μέρος είναι καλό και ούτε καν θα υποψιαστούν...

Σαν μπήκαν στον αχερώνα διάλεξαν μια γωνιά και χώθηκαν στο ξερό χόρτο για να ζεσταθούν και το χόρτο, όπως ήταν ξερό, τράβηξε το νερό από τα βρεγμένα ρούχα τους. Αποκοιμήθηκαν.

Το πρωί ήρθε ένας Γερμανός με τέσσερις Ελληνες και φόρτωσαν ένα αμάξι χόρτο και φύγανε χωρίς να τους πάρουν χαμπάρι.

Σ' όλο αυτό το διάστημα το παιδί και ο παράνομος κρατούσαν τα όπλα στα χέρια τους.

Η μέρα, πριν το μεσημέρι, καλυτέρεψε, και ατμοί σηκώνονταν από τη βρεγμένη γη, ο ήλιος ανέβαινε και η ζέστη γινόταν ανυπόφορη. Η δίψα τους τυραννούσε.

- Ψωμί έχω μα δεν πάει κάτω. Νερό, νεράκι αχ! Δε θα πέσει ο ήλιος!

Νερό ήθελε και ο παράνομος και το τραύμα του μεγάλωνε τη δίψα του, μα δεν έλεγε τίποτα μπροστά στο παιδί. Μόνο κάπου κάπου έγλειφε τα ξεραμένα χείλια του.

- Κουράγιο. Ακόμα λίγο και... Τι να κάνουμε, η λευτεριά θέλει υπομονή για να 'ρθει.

Το παιδί δε μιλούσε παρά στριφογύριζε πάνω στο χόρτο σαν το λαβωμένο αγρίμι.

Σαν βασίλεψε ο ήλιος άρχισαν να συμμαζεύονται για την είσοδο. Κατέβηκαν από τις στοίβες του χόρτου, βγήκαν έξω και δίπλα στον αχερώνα ήταν ένα μικρό διαμέρισμα που το χρησιμοποιούσαν όταν αλώνιζαν. Το παιδί παρατήρησε κάτι τενεκεδάκια. Το μυαλό του δούλεψε γρήγορα. Να δώσουμε φωτιά στον αχερώνα να καούν τα χόρτα των Γερμανών, είπε στον παράνομο.

Χωρίς να απαντήσει ο παράνομος άρχισαν στα γρήγορα να μαζεύουν παλιόχαρτα που βρίσκονταν εδώ κι εκεί. Τα βρέξανε με λάδι και κατράμι και φεύγοντας τα άναψαν και τα έριξαν μέσα στον αχερώνα και φύγανε.

Μετά από 300-400 μέτρα περίπου μπήκαν μέσα σ' ένα χωράφι με καλαμπόκια και ύστερα πήραν μια πλαγιά που είχε αμπέλια και σουσάμια.

- Δεν πήρε το ρημάδι φωτιά, είπε απογοητευμένο το παιδί και κοντοστάθηκε.

- Μπα, πρέπει να πάρει. Δεν μπορεί, του είπε με πεποίθηση ο παράνομος. Κι εκεί που μιλούσαν φάνηκε στον μακρόστενο αχερώνα μια λάμψη.

- Αναψε, άναψε, αναφώνησε το παιδί. Αναψε! Και ρίχτηκε με χαρά στην αγκαλιά του παράνομου.

- Γρήγορα, λέει ο παράνομος, γρήγορα να απομακρυνθούμε. Να πιάσουμε το υψωματάκι. Πιάστηκαν χαρούμενοι από το χέρι και σε λίγο βρέθηκαν σ' ένα μικρό υψωματάκι που από το πίσω μέρος άρχιζε μια ρεματιά.

Κάθισαν και καμάρωναν. Η φωτιά άπλωνε τις κόκκινες φλόγες της προς όλες τις κατευθύνσεις. Σωστό θηρίο. Τα δοκάρια υποχωρούσαν και η στέγη βούλιαξε μέσα στις φλόγες. Ενα ανακάτεμα φωτιάς και καπνού, σαν σύννεφο, ξεσηκώθηκε στα ουράνια και σκέπασε την πολιτειούλα.

Οι Γερμανοί σήμαναν συναγερμό και σαν δαιμονισμένοι χαλούσαν τον κόσμο. Και η φωτιά όσο περνούσε η ώρα, τόσο έτρωγε τον αχερώνα, χαμήλωνε, χαμήλωνε και μαυρόφεγγε.

- Ετσι, λοιπόν, Κωστάκη, κάναμε μια δουλιά. Να μάθουν οι Γερμανοί πως από παντού θα τους καίνε οι φωτιές. Τώρα τι θα γίνει; Στο σπίτι θα σε περιμένουν.

- Πίσω δε γυρίζω, είπε κοφτά το παιδί και πήρε τον κατήφορο και σε λίγο γονάτισαν σ' ένα γάργαρο νερό και δροσίστηκαν. Και αφού φάγανε το λιγοστό ψωμί, που είχε ο Κωστάκης για να λουφάξει τα σκυλιά, σηκώθηκαν και το παιδί κοίταξε κατάματα τον παράνομο και του είπε με σέβας.

- Μέχρις εδώ εγώ ήμουν καπετάνιος. Τώρα την αρχηγία την αναλαμβάνεις εσύ! Γέλασε καλόκαρδα ο παράνομος και τράβηξε μπροστά. Και σε δυο μέρες αντάμωσαν την αντάρτικη ομάδα που ήταν ανήσυχη για την τύχη του συντρόφου τους που είχαν στείλει στην πόλη.

Ετσι ο Κωστάκης έγινε μέλος της αντάρτικης ομάδας και οι αντάρτες τον φώναζαν «Γιόκα», γιατί ήταν πραγματικά παιδί ακόμα και το θεωρούσαν όλοι τους σαν γιο τους.


Του
Πολυχρόνη ΓΚΡΟΥΖΟΥΔΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ