Τώρα δηλώνω ότι, στο Ευρωπαϊκό Κύπελλο, είμαι με την Πορτογαλία. Οχι μόνο γιατί θεωρείται η «Βραζιλία της Ευρώπης», καθώς κι αυτή η ομάδα αναδεικνύει το προσωπικό ταλέντο των ποδοσφαιριστών της μέσα από τη συλλογική προσπάθεια, στηριζόμενη στο «αυθόρμητο», στο «απρόβλεπτο» και στο «διαφορετικό», εν αντιθέσει με τη «στρατιωτική πειθαρχία», τον «ρομποτικό προγραμματισμό» και την «προβλέψιμη αποτελεσματικότητα» των ομάδων χωρών της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Οχι μόνο γιατί «παθαίνω» όταν βλέπω τις «ντρίπλες» του Φίγκο και «τη βρίσκω» με τον τρόπο που «σκοράρει» ο Νούνιο Γκόμες.
Υστερα, με την Πορτογαλία έχω και «ιδιαίτερη» σχέση. Θυμάμαι πάντα την «επανάσταση των γαριφάλων» και τα συναισθήματα που μου είχε προκαλέσει τότε - λίγο καιρό μετά την πτώση της χούντας στην Ελλάδα - όταν, 16χρονο παιδί, πρωτοάρχιζα να σκέφτομαι και να ενεργοποιούμαι πολιτικά. Βεβαίως η «επανάσταση των γαριφάλων» κατέρρευσε - πολύ πριν ανατραπούν τα σοσιαλιστικά καθεστώτα στην ΕΣΣΔ και στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη - αλλά ποιος μπορεί να ξεχάσει την αφίσα με το μικρό παιδί να τοποθετεί ένα γαρίφαλο στην κάννη του όπλου;
Ακούω, ήδη, τις αντιρρήσεις του αδαούς περί τα ποδοσφαιρικά, συντρόφου, φίλου και συναδέλφου μου στο «Ρ»: «Τι μας λες τώρα πάλι; Ολοι αυτοί οι ποδοσφαιριστές της Πορτογαλίας αγωνίζονται σε μεγάλες ομάδες των ισχυρών χωρών της Ευρώπης και τα κονομάνε "χοντρά", αφού το ποδόσφαιρο στον καπιταλισμό είναι μεγάλη "μπίζνα". Ασε, λοιπόν, τους ρομαντισμούς κι έλα στην πραγματικότητα». Πόσο «δυστυχής» κι «ανυποψίαστος» μπορεί να είναι κάποιος που δε νιώθει τη χαρά μιας «ντρίπλας» και δεν αντιλαμβάνεται ότι αν δε νικούν οι «Πορτογαλίες» - έστω στο ποδόσφαιρο - δεν πρόκειται να ξαναδούμε σύντομα «επανάσταση των γαριφάλων»;