Ενα βιβλίο συγκλονιστικό ντοκουμέντο του Συλλόγου Πολιτικών Εξορίστων Γυναικών
τόσο πικρό, που λίγο πιο 'ναι ο χάρος (...)
Εδώ σκουξιές και στεναγμοί και θρήνοι
στον άναστρον αγέρα αχολογούσαν,
που απ' την αρχή τα κλάματα με πήραν.
Γλώσσες λογής λογής, βαριές βλαστήμιες,
ουρλιάγματα θυμού και λόγια πόνου,
δαρμοί χεριών κι αχνές φωνές ή γαύρες,
σηκώσαν χλαλοή που αιώνια γύρα
στον άχρονο, μουντό σβουρίζει αγέρα (...)
Ω Μούσες, νου τρανέ, βοηθάτε τώρα!
Ω λογισμέ που χάραξες ό,τι είδα,
εδώ θα δείξεις πια την αρχοντιά σου!»
(Δάντη «Κόλαση», μετάφραση Νίκος Καζαντζάκης)
Εφιαλτικοί μεσαιωνικοί χρόνοι. Επεκτατικοί πόλεμοι και εμφύλιοι, που έσπερναν «σύμμαχοι» των κατακτημένων. Ποταμοί αδικοχαμένου αίματος. Δολοπλοκίες. «Ιεροεξεταστές». Εως θανάτου βασανιστήρια. Με αυτά τα βιώματα, ο διωκόμενος, εξόριστος, έγκλειστος σε κολαστήρια, Ντάντε Αλιγκέρι έγραψε το μέγιστο αριστούργημά του, την «Κόλαση» (πρώτο μέρος της ποιητικής τριλογίας του «Θεία Κωμωδία»).
Τη δαντική «Κόλαση», μας θύμισαν τα βιωματικά κείμενα που «γέννησε» ένας ανάλογος ελληνικός «μεσαίωνας» και τα κολαστήριά του, όπου μαρτύρησαν όχι μόνον αμέτρητοι λαϊκοί αγωνιστές για λευτεριά και προκοπή του τόπου μας, αλλά και η «μήτρα» της ζωής: Χιλιάδες μανάδες, αδελφές, αρραβωνιαστικές, σύζυγοι, κι ακόμα νήπια και βρέφη αγωνιστών και αγωνιστριών ενάντια στο φασισμό και στον αγγλοαμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Συνταράσσεσαι σύγκορμα με τις ολοζώντανες περιγραφές αυτής της «κόλασης», με τα μύρια όσα - αδιανόητα και από τον πιο ευφάνταστο και διεστραμμένο νου - μαρτύρια υπέστησαν χιλιάδες γυναίκες και εκατοντάδες παιδάκια σε επίγεια σατανικά «καθαρτήρια».
Μανάδες με νήπια στο στρατόπεδο Χίου |
Το βιβλίο αποτελεί την ολοκληρωμένη και φωτογραφικά εμπλουτισμένη έκδοση δύο παλαιότερων βιβλίων. Του φωτογραφικού λευκώματος «Γυναίκες εξόριστες στα στρατόπεδα του εμφυλίου. Χίος, Τρίκερι, Μακρόνησος, Αϊ-Στράτης» και του βιβλίου «Στρατόπεδα Γυναικών» (1976), που εξέδωσε η συγγραφέας Βικτωρία Θεοδώρου, με εικόνες του Γιώργη Βαρλάμου, φέροντας στο «φως» εννέα τετράδια με αφηγήσεις κρατουμένων γυναικών στα στρατόπεδα Χίου, Τρίκερι και Μακρονήσου, στα χρόνια 1947-1951.
Το 1973, η ηλικιωμένη πια «κόκκινη Ρόζα» του λαού μας - μέγιστη δασκάλα του - η Ρόζα Ιμβριώτη, παρέδωσε στη συνεξόριστή της Βικτωρία Θεοδώρου, εννέα από τα τετράδια που έγραψαν εξόριστες στο Τρίκερι. Τα εννέα τετράδια σώθηκαν, τοποθετημένα σε τενεκέ και θαμμένα σε ένα μέρος του νησιού, το Γενάρη του 1950, πριν πολλές «αμετανόητες» μεταφερθούν στη Μακρόνησο και η Ρόζα Ιμβριώτη στο στρατόπεδο Λάρισας και από εκεί στη Μακρόνησο. Αγνωστο πότε, τα εννέα θαμμένα τετράδια διέσωσε η γενναία Ρόζα, η οποία παρότρυνε τις συγκρατούμενές της να γράψουν τα βιώματά τους, γράφοντας και τη δική της συγκλονιστική μαρτυρία.
Εξόριστες στο Τρίκερι, περιμένοντας για μια στάλα πόσιμο νερό |
Στη νέα έκδοση του Συλλόγου, εκτός από τα κείμενα των προαναφερόμενων γυναικών, περιλαμβάνονται ακόμη ένα ανώνυμο κείμενο και ένα τέταρτο κείμενο της Βικτωρίας Θεοδώρου για τη δεύτερη μεταγωγή γυναικών από τη Μακρόνησο στο Τρίκερι, και από εκεί στον Αϊ-Στράτη.
Πριν «περιδιαβούμε» στα στρατόπεδα εξορίας ηρωίδων του λαού μας, δίνουμε λίγα αριθμητικά στοιχεία: Στο στρατόπεδο της Χίου βασανίστηκαν, αλλά αντιστάθηκαν, περίπου, 1.350 γυναίκες. Γερόντισσες, μαθήτριες, παντρεμένες, μωρομάνες και 120 παιδιά. Τον Απρίλη του 1949 από τη Χίο μεταφέρθηκαν στο Τρίκερι πάνω από 1.200 εξόριστες και 2.000 «προληπτικές» κρατούμενες, από περιοχές που εκκένωνε ο κυβερνητικός στρατός. Μετά τα μαρτύριά τους στο Τρίκερι, ένας μεγάλος αριθμός γυναικών οδηγήθηκε στο «καθαρτήριο» της Μακρονήσου. Οσες δε λύγισαν (οι μισές περίπου) στο κολαστήριο της Μακρονήσου, ξαναστάλθηκαν τον Αύγουστο του 1950 στο Τρίκερι. Από εκεί, λόγω της διεθνούς κατακραυγής ενάντια στα στρατόπεδα, άρχισε η σταδιακή απόλυση εξορίστων γυναικών, μέχρι τον Απρίλη του 1953, οπότε οι τελευταίες 19 εξόριστες μεταφέρθηκαν στον Αϊ-Στράτη.
Μερικές από τις γυναίκες, τη μέρα της άφιξής τους στο Μακρονήσι |
Πολλά ονόματα ηρωίδων, από όλη την Ελλάδα, οι οποίες βίωσαν ή χάθηκαν από αυτόν τον εφιάλτη, κατέγραψε στο τετράδιό της η Ευαγγελία Φωτάκη, αναφερόμενη στα κρατητήρια μεταγωγών και στην εκτόπιση γυναικών στην Τήνο και στην Ικαρία («προθάλαμοι» του στρατοπέδου Χίου) και στα ασύλληπτα βασανιστήρια που υπέστησαν πριν φτάσουν στη Χίο.
Στο τετράδιό της για το στρατόπεδο Χίου, η Αθηνά Κωνσταντοπούλου γράφει ότι αρχές Μαρτίου του 1948, από την Τήνο και άλλες περιοχές μεταφέρονται στη Χίο 94 γυναίκες και 17 παιδάκια. Σε λίγες μέρες μεταφέρθηκαν άλλες 75 γυναίκες και 13 παιδιά. Η τρίτη αποστολή περιλάμβανε 58 γυναίκες και 3 παιδιά. Κάθε βδομάδα στο στρατόπεδο μεταφέρονταν 50-100 άλλες γυναίκες, από μαθήτριες έως υπερήλικες γιαγιάδες και παιδιά, για να «ζήσουν» χωρίς στέγη, νερό, τροφή, γιατρό, φάρμακα, επικοινωνία με τον έξω κόσμο και να «συμμορφωθούν» από ανθρωποτέρατα - βασανιστές. Ομως, αυτές, «ασυμμόρφωτες», μεταμόρφωσαν το κολαστήριο σε «κρυφό σχολειό» συντροφικότητας, αυτομόρφωσης, πολιτιστικής δημιουργίας.
Εξόριστες εργάτριες στο Τρίκερι (μετά το Μακρονήσι) επισκευάζουν άρβυλα, σόλες, μπαλώματα |
Για το «παράρτημα» με τις «επικίνδυνες» στο στρατόπεδο Χίου, έγραψε η Νίτσα Γαβριηλίδη (κόρη του Κώστα Γαβριηλίδη). Το παράρτημα των επικίνδυνων (πολλές ήταν καταδικασμένες σε θάνατο και εκτελέστηκαν) στεγαζόταν στο σχολείο του Αγ. Θωμά, όπου απαγορεύονταν τα πάντα (λ.χ. η αγορά ράντζων, αναγκαίων τροφίμων, φαρμάκων, η επίσκεψη γιατρού, η αλληλογραφία, τα δέματα από οικείους, η έξοδος, τα βιβλία, οι εκδηλώσεις, κ.ά.), όπου οι κρατούμενες και τα παιδάκια τους αρρώσταιναν βαριά, ακόμα και θανάσιμα.
Το κεφάλαιο του βιβλίου για την πρώτη μεταφορά εξόριστων γυναικών από τη Χίο στο Τρίκερι αρχίζει με τρία κείμενα - μαρτυρίες της Βικτωρίας Θεοδώρου. Η Β. Θεοδώρου στα κείμενά της ιστορεί το χτίσιμο (1841) του Μοναστηριού στο Τρίκερι, όπου το 1947 αρχικά κλείστηκαν μετέπειτα Μακρονησιώτες αγωνιστές, μαζί με «προληπτικές» κρατούμενες. Τον Απρίλη του 1949, οι «προληπτικές» κρατούμενες στο Τρίκερι έσμιξαν με 1.200 εξόριστες που μεταφέρθηκαν από τη Χίο. Συνολικός αριθμός εξορίστων γυναικών 3.500! Το Σεπτέμβρη του 1949, μαζί με τα παιδιά, στο Μοναστήρι κρατούνταν 5.000 περίπου ψυχές, στριμωγμένες, σε τρύπιες σκηνές, χωρίς στρώματα, ρούχα, παπούτσια. Στερούνταν τα πάντα και τα πιο στοιχειώδη, τροφή, νερό, γιατρό, φάρμακο. Ακόμα και τα χρήματα, τα δέματα, τα γράμματα που έστελναν οι οικογένειές τους. «Χόρταιναν» με αρρώστιες, με το μίσος και τους εξευτελισμούς των δεσμοφυλάκων, με βαριές ακόμα και για άντρες αγγαρείες και μεταφορές οικοδομικών υλικών στο κακοτράχαλο, άγριο έδαφος του νησιού, και με το θάνατο εξαντλημένων από την ασιτία γυναικών και κυρίως παιδιών. Κι όμως, σ' αυτές τις συνθήκες και κόντρα στις εκτελέσεις, οι εξόριστες δασκάλες, υπό την καθοδήγηση της Ρόζας Ιμβριώτη και της Λίζας Κόντου, μάθαιναν γράμματα στις αναλφάβητες γυναίκες κάθε ηλικίας, και λειτούργησαν «σχολειό», με όλα τα μαθήματα, για τα παιδιά. Η Β. Θεοδώρου ιστορεί και τη διά του πολιτισμού αντίσταση των γυναικών, με δημιουργία χορωδίας από την αξέχαστη μουσικό Ελλη Νικολαΐδου, θεατρικών παραστάσεων των γυναικών και των παιδιών, επετειακών και γιορτινών εκδηλώσεων, αλλά και τη μεταγωγή τους στο Μακρονήσι, το Γενάρη του 1950.
Το τελευταίο διάστημα παραμονής των αλύγιστων γυναικών στο Τρίκερι και τη μεταφορά τους στο Μακρονήσι και την απομόνωση της ίδιας στο φριχτό στρατόπεδο Λάρισας, κατέγραψε συνταρακτικά η Ρόζα Ιμβριώτη. Μια μέρα του Γενάρη του 1950, έγινε αυτό που φοβούνταν οι εξόριστες. Στρατηγοί, συνταγματαρχέοι, αρχηγοί Χωροφυλακής και ο μητροπολίτης Μαγνησίας καταφθάνουν στο Τρίκερι. Συγκεντρώνουν τις γυναίκες και φωνάζουν τα ονόματα όσων προορίζονταν για το κολαστήριο, τη Μακρόνησο. Φωνάζουν και το όνομα: Ρόζα Ιμβριώτη.
Προχωρά η ηλικιωμένη γυναίκα. Ο στρατηγός έξαλλος φωνάζει: «Εσύ, ε; Δε θα ζήσεις πια. Εσύ λυμαίνεσαι με το λόγο σου την Ελλάδα χρόνια τώρα. Από σήμερα ύαινα, θα σφραγιστεί το στόμα σου. Ελεος δεν υπάρχει για σένα. Κατέστρεψες τη νεολαία. Αυτοί που σκοτώνονται στο βουνό είναι θύματά σου!». Η Ρόζα μεταφέρεται στο στρατόπεδο Λάρισας. Εκεί την αναλαμβάνουν βασανιστές, που θα τους ζήλευαν και οι ναζί. - «Παλιόγρια θα υπογράψεις δήλωση, ναι ή όχι;»- «Οχι». Την πετάνε σε μπουντρούμι, χωρίς νερό και τροφή επί τρεις μέρες. Ακούει να βασανίζονται συναγωνίστριές της. Την τρίτη μέρα, με το πιστόλι στον κρόταφό της, ξαναρωτούν και εκείνη ξαναπαντά: «Οχι δεν υπογράφω». Σε ένα υπόγειο, χτυπούν όλο το κορμί της, με σιδερένιες βέργες και συρματόσκοινο. Εκείνη άφωνη και αλύγιστη. Ο αρχιβασανιστής, της λέει: «Δε ζητούμε υπογραφή. Μόνο να βγεις σαν παιδαγωγός ν' αποκηρύξεις το παιδομάζωμα». - «Δε μιλάω». Την κρεμούν με συρματόσκοινα επί δώδεκα ώρες. - «Δε μιλάω». Την ξαναβασανίζουν, ξανά και ξανά και ξανά. Δεν τη λύγισαν και έτσι την οδηγούν στο Μακρονήσι.
Την «κόλαση» που λεγόταν Μακρονήσι περιγράφει η Αφροδίτη Μαυροειδή - Παντελέσκου. Μια «κόλαση», που ούτε στους «σκοτεινούς» μεσαιωνικούς χρόνους δεν έχει το ανάλογό της. Εκεί που πολλές χιλιάδες επώνυμοι και ανώνυμοι «άγιοι» και «αγίες» των αγώνων του λαού μας κατέβηκαν όλα τα «τάρταρα του Αδη», δοκιμάζοντας στο κορμί και στην ψυχή τους τα πιο αποτρόπαια, τα πιο σατανικά βασανιστήρια. Πολλοί πέθαναν την ώρα του βασανισμού τους. Πολλοί παραμορφώθηκαν και σακατεύτηκαν εφ' όρου ζωής, Πολλοί δε λύγισαν. Μα και πολλοί άλλοι, αταλάντευτοι στο δίκιο των ιδεών και των αγώνων τους για απολύτρωση του λαού μας από το ναζιστικό και τον αγγλοαμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τη σοσιαλιστική πρόοδό του, μεγάλυναν το μύθο του αλύγιστου δεσμώτη Προμηθέα. Ανάμεσά τους ήταν και πολλές γυναίκες, που έμειναν αταλάντευτες και στο Μακρονήσι. Γυναίκες, που δεν τρομοκρατούνταν με την αλήθεια που εκστομούσε ο υποδιοικητής του ΑΕΤΟ, κατοπινός δικτάτορας, Δημήτρης Ιωαννίδης: «Εμείς δεν είμαστε ανθρωπισταί. Είμεθα κτήνη. Θα σας εξοντώσουμε με όλα τα μέσα». Γι' αυτό, όταν το Μακρονήσι έκλεισε κάτω από τη διεθνή πίεση, η εξορία τους παρατάθηκε με δεύτερη μεταγωγή στο Τρίκερι και έπειτα στον Αϊ-Στράτη, μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1950.