Πέθανε στο Βουκουρέστι ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Γιάννης Βεάκης
Γεννημένος το 1918 στην Αθήνα, ο Γιάννης Βεάκης έζησε μια περιπετειώδη ζωή πριν εγκατασταθεί στο Βουκουρέστι, όπου διέπρεψε ως σκηνοθέτης και ηθοποιός, ανεβάζοντας και ελληνικά έργα του κλασικού και του νεότερου δραματολογίου, αλλά και ως δάσκαλος. Σπούδασε ηθοποιός στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου έκανε και τα πρώτα του βήματα ως ηθοποιός, παίζοντας μαζί με τον πατέρα του.
Είχαμε τη χαρά να τον συναντήσουμε το 1993, όταν ήρθε στην Ελλάδα για να σκηνοθετήσει στο Εθνικό Θέατρο το έργο του Ιψεν «Τζον Γαβριήλ Μπόργκμαν». Ζεστός κι ευγενικός, δεν έκρυψε την πικρία του που δεν κατάφερε να ξαναγυρίσει και να ζήσει στην Ελλάδα. «Προσπάθησα επανειλημμένα», είχε πει στον «Ρ». «Στην αρχή δεν είχα ελληνική ιθαγένεια, γιατί μου την είχα αφαιρέσει. Οταν το 1986 την απέκτησα παρουσιάστηκε άλλο πρόβλημα. Δεν μπορούσα να ζήσω στην Ελλάδα υλικά. Δεν είχα σύνταξη. Οι συντάξεις που λέγανε ότι θα δώσουν στους πολιτικούς πρόσφυγες έμειναν στα λόγια. Εκανα κάποιες επαφές με το ΥΠΠΟ, όταν ήταν υπουργός η Μελίνα. Οσες φορές, όμως, ζήτησα ακρόαση δε με δέχτηκε. Εγραψα επιστολή αλλά δε μου απάντησαν. Απευθύνθηκα με επιστολή στον Ανδ. Παπανδρέου γράφοντας ότι δεν ήθελα να πεθάνω στο εξωτερικό, αλλά η Ελλάδα δε μου δίνει τη δυνατότητα να ζήσω. Μου απάντησαν μέσω κάποιου προϊσταμένου οικονομικών υπηρεσιών ότι δεν μπορούν να μου δώσουν τιμητική σύνταξη... Μα εγώ δε ζήτησα τιμητική. Ετσι μένω εκεί, όπου έχω τουλάχιστον μια σύνταξη, μικρή ή μέτρια, όση για όλους τους Ρουμάνους. Εδώ ζουν και οι δυο μου κόρες από τον πρώτο μου γάμο, αλλά η ένωση της οικογένειας δεν επιτεύχθηκε».
Ο Γιάννης Βεάκης θυμόταν πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα εκείνη την εποχή για τους αριστερούς. «Ο πατέρας μου πέρασε τα πάνδεινα και μου έγραψε να μη γυρίσω στην Ελλάδα. Οταν τέλειωσε η υποτροφία αναγκάστηκα να φύγω και σύντομα οι δρόμοι μου με οδήγησαν στη Ρουμανία».
Μετά την ήττα, λοιπόν, αρχίζει η προσφυγιά σε διάφορες χώρες, για να καταλήξει το 1951 στο Βουκουρέστι. Εκεί ανέβασε, μεταξύ άλλων, την «Ειρήνη» του Αριστοφάνη, στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας Βουκουρεστίου, το θεατρικό του Ρίτσου «Πέρα από τον ίσκιο των κυπαρισσιών» κ.ά. Από το 1954 άρχισε να συνεργάζεται με τα κρατικά θέατρα της Ρουμανίας.
«Είχα την τύχη» - είχε πει στη συνέντευξή του στον «Ρ» - να δουλέψω σε μια χώρα με σοβαρή σχολή θεάτρου, από τις σημαντικότερες στον κόσμο. Δούλεψα και στο Ινστιτούτο Θεάτρου. Βρέθηκα σ' έναν κύκλο αξιόλογων δασκάλων, που με βοήθησαν πολύ. Βέβαια, είχα πολύ καλή προετοιμασία και από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου με δασκάλους τον Βεάκη και τον Ροντήρη. Σημαντική ήταν επίσης και η βοήθεια της γυναίκας μου, που ήταν από τις καλύτερες σκηνογράφους της Ρουμανίας».
Οπως είχε ομολογήσει, κρατούσε πάντα τη φωτογραφία που του έδωσε ο πατέρας του στις 16 Ιούνη του 1935, τη μέρα που πήρε το δίπλωμά του από τη σχολή, όπου του έγραφε: «Στο Γιάννη μου, με την ολόθερμη ευχή μου, μια που μόνος του διάλεξε της τέχνης το δύσβατο μονοπάτι, να ξεπεράσει τα χνάρια μου, χωρίς ποτέ του να λοξοδρομήσει στους εύκολους δρόμους της ψευτιάς και των ανήθικων συμβιβασμών».
«Αυτή είναι η υποθήκη μου», έλεγε συγκινημένος. «Βαριά υποθήκη. Ωραία υποθήκη, που προσπάθησαν σ' όλη μου τη ζωή, όσο μου ήταν δυνατό, να τη διαφυλάξω. Κι ελπίζω ότι στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου δεν τον διέψευσα».
Οσο για το παράπονο που είχε στην καρδιά του από την Ελλάδα, με ειλικρίνεια και διακριτικό τρόπο απάντησε «ναι. Υπάρχει ένα παράπονο. Ξέρετε, όλα αυτά τα χρόνια, με κάθε τρόπο φρόντιζα την Ελλάδα, μεταφράζοντας και ανεβάζοντας ελληνικά έργα. Εχω μάθει όμως να είμαι ρεαλιστής. Οχι μοιρολάτρης. Δεν το εγκρίνω, αλλά καταλαβαίνω ότι τα πράγματα είναι όπως είναι. Μολονότι έχω ζήσει τα περισσότερα χρόνια μου στο Βουκουρέστι και είναι η δεύτερη πατρίδα μου, σκέφτομαι και μελετώ πάντα την Ελλάδα. Γιατί τη χώρα που έζησες τα παιδικά σου χρόνια νιώθεις ως πατρίδα σου».
Στο φλεγόμενο ουρανό τώρα η ψυχή του ανεμίζει με τόσων άλλων ωραίων αγωνιστών, ανθρώπων που δεν έζησαν ματαίως. Χρόνε! Στο τέμπλο αυτού του σακάτη αιώνα, μύριες οι εικόνες που λαβώθηκαν από ανθρώπων έργα.
«Με τρώει ο νόστος τη ζωή και την ψυχή μου η νύστα ούτε για δω, ούτε για κει/ πατρίδα καληνύχτα/ Μάρτη με εξαπάτησες/ κι άνθισε η καρδιά μου/ κι ως να γελάσω από χαράμ'/ έκοψες τα φτερά μου»...