Κυριακή 25 Ιούνη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Νίτσα και Μάχη

Τον καιρό εκείνο η φίλη μου η Μάχη ήταν δέκα χρονώ. Κι εγώ έντεκα. Εκείνη ήταν κομμώτρια. Εγώ, ταξιθέτρια. Είχαμε περάσει από δασκάλα και ράφτρα, τηλεφωνήτρια και μαγείρισσα, γιατρό και νοσοκόμα, καθαρίστρια και πωλήτρια. Οχι. Αν θυμάμαι καλά, πρώτα από γιατρό και νοσοκόμα, κι ύστερα από τηλεφωνήτρια και μαγείρισσα. Ισως να 'ταν και το: καθαρίστρια και πωλήτρια πρώτο. Δε θυμάμαι καλά γιατί πέρασαν πολλά χρόνια. Για το κομμώτρια όμως θυμάμαι πως η Μάχη ήταν δέκα χρονώ κι εγώ έντεκα. Ταξιθέτρια. Και το θυμάμαι καλά γιατί τα γενέθλιά μας ήταν την ίδια μέρα, 22 Δεκεμβρίου, της Αγίας Αννας, με το παλαιό ημερολόγιο. Σ' εκείνα τα γενέθλια άρχισε η Μάχη να παριστάνει την κομμώτρια, κι αμέσως, κι εγώ την ταξιθέτρια.

Η ώρα 9 το πρωί είχα πάει σπίτι της. Φορούσα καινούριο φουστάνι κίτρινο, πλισέ από τον ώμο ως τον ποδόγυρο. Μου το 'χε ράψει η γιαγιά μου και δεν άρεσε καθόλου της μαμάς μου γιατί έπεφτε μακρύ. Η γιαγιά μου δεν το παραδεχόταν. Μου 'σφιγγε τη ζώνη κι ανέβαζε τη μέση. Ωσπου να κάνω μια βόλτα στο σπίτι, ξανακατέβαινε. Ξαναπήγαινα στην κουζίνα. Η γιαγιά μου παρατούσε την καρυδόπιτα που 'φτιαχνε, έπλενε τα χέρια της, τραβούσε πάλι τη μέση, μου 'γνεφε να μην μας πάρει είδηση η μαμά.

- Μα καλά, έλεγε η μαμά, που 'παιρνε είδηση, το παιδί αυτό δε θα κουνιέται; Αγαλμα είναι;

- Ετσι που το τραβούμε στη μέση, απάντησε μια στιγμή η γιαγιά μου, του δίνει σκέρτσο. Τον άλλο μήνα θα θέλει μάκραιμα. Αυτό το παιδί έτσι που πάει θα φτάσει το νταβάνι.

- Σκέρτσο, σκέρτσο, λέω κι εγώ που μ' άρεσε πολύ το κίτρινο και προπάντων με πλισέ από τον ώμο.

Εβγαλα τη ζώνη κι έκανα μια πιρουέτα.

- Κοιτάξτε, είπα. Σαν ομπρέλα.

Υστερα βρέθηκα πάνω στο μάρμαρο κοντά στο νεροχύτη. Από 'κεί πήδηξα στο ντουλάπι κι άγγιξα το νταβάνι.

- Κοίτα, γιαγιά, λέω, Εφτασα το νταβάνι.

- Κατέβα, φώναξε η μαμά μου, και παράτα τις σαχλαμάρες γιατί δε θέλω να σε δείρω σήμερα. Τι σκέρτσο και ξεσκέρτσο. Επιτέλους, εγώ θα ντύνω το παιδί μου όπως θέλω κι όχι, μέρα που 'ναι, να τραβούμε τη μέση και να 'χει μια σακούλα μπρος και μια σακούλα πίσω.

Τ' ήταν ν' αναφέρει για σακούλες; Ξεκαρδίστηκα.

- Δεν το βγάζω, λέω, γιατί θα χαλάσω τις μπούκλες και το φιόγκο. Γεια σας. Φεύγω.

Πήδηξα στο πάτωμα και όρμησα στην ξώπορτα.

Δεν πρόλαβα ν' ακούσω τι είπαν. Πηδούσα τα σκαλιά πέντε - πέντε. (Την προηγούμενη βδομάδα είχα φτάσει να πηδώ: τέσσερα - τέσσερα). Στο τελευταίο πάτωμα, γλίστρησα κι έμεινα καθιστή. Δε θα ξεχάσω τον πόνο. Εκείνη τη στιγμή, έμπαινε η κόρη της κυρίας Μαίρης που καθόταν στο ισόγειο. Μου λέει.

- Γιατί κάθεσαι στα σκαλοπάτια. Νίτσα; Θα κρυώσεις και θα λερωθείς.

- Θέλω να δω, απαντώ, τι έχει μέσα το παπούτσι μου και μ' εμποδίζει. Μάλλον φαίνεται πως θα 'χει σακούλα. Μια μπρος και μια στη φτέρνα.

- Πρώτη φορά ακούω για σακούλα στα παπούτσια, λέει η κόρη της κυρίας Μαίρης.

- Κι όμως γίνεται. Εγώ έχω ξανακούσει για σακούλα.

Η Μάχη φορούσε ένα κόκκινο μπερέ στραβά, ένα παλιό φόρεμα, μια ζώνη της μαμάς της, φαρδιά, λουστρίνι, τυλιγμένη δυο φορές στη μέση της, και την καφέ σπορ τσάντα της αδερφής της, περασμένη στον ώμο.

- Πέρνα, μου λέει, και βιάζομαι. Θ' αργήσω πάλι και θα μου βάλει τις φωνές.

- Φεύγεις; Πού θας πας;

- Μα δε στο έχω πει; Α, ξέχασα, τώρα δουλεύω σε κομμωτήριο. Αλλά μ' έχει ταράξει η κυρά στη δουλιά.

- Από πότε δουλεύεις στο κομμωτήριο;

- Ε, μα θα κοντεύουν τριάντα χρόνια. Σε λίγο θα πάρω σύνταξη.

- Ο μπαμπάς σου είπε θ' αργήσει να πάρει. Εσύ θα πάρεις πριν απ' τον μπαμπά σου;

- Και τι σχέση έχει; Εγώ δουλεύω περισσότερα χρόνια. Για μένα μένουν οι πελάτισσες. Εγώ βαστώ το κατάστημα. Μ' εκμεταλλεύονται εκεί μέσα. Σαν τον μπαμπά στο εργοστάσιο.

- Κι εγώ τι θα γίνω τώρα που εσύ είσαι κομμώτρια; Και μάλιστα τριάντα χρόνια...

- Δε γίνεσαι ταξιθέτρια; Πλάκες.

- Μα ταξιθέτρια με κίτρινο πλισέ κάνει;

- Εχω μια περίφημη ιδέα. Να βάλεις την ποδιά της αδελφής μου. Κι έτσι δε θα λερώσεις και το φουστάνι σου. Μα πάλι θα φαίνεται κι ας σου 'ναι μεγάλη η ποδιά. Είναι τόσο μακρύ.

- Καλύτερα. Να μη νομίζουν πως είμαι με το μεσοφόρι. Αλλά, προγράμματα δεν έχω.

- Κι είσαι έτοιμη, λέει η Μάχη, να χάσεις το ψωμί σου για μερικά ψωρόχαρτα.

- Οχι, απαντώ, θα κάνω το παν να μην το χάσω.

Βγάλαμε πολλά άσπρα φύλλα απ' τα τετράδια και γράφαμε προγράμματα. Γενέθλιά μας, ήμασταν εκείνη με το παλιοφόρεμα κι εγώ με την ποδιά της αδελφής της.

- Ουφ, βαρέθηκα, λέει η Μάχη κατά η ώρα 10 και βγάζει το κόκκινο μπερέ. Σήμερα δε θα πάω στη δουλειά μου κι άσε τις πελάτισσες να περιμένουν. Ανθρωπος είμαι κι εγώ και κουράστηκα, απ' το πρωί ως το βράδυ στο πόδι, σαν τον μπαμπά στο εργοστάσιο. Και δεν πα να μου κόψουν το ημερομίσθιο.

- Και δεν πας να σου κόψουν το μαλλί που σου κρύβει τα μάτια, λέει η γιαγιά της που ετοίμαζε μπακαλιάρο - σκορδαλιά. Σ' αρέσει ο μπακαλιάρος - σκορδαλιά, Νίτσα.

- Μ' αρέσει πολύ.

- Πεινάς; Να σου δώσω τώρα μια φέτα ψωμί με μέλι;

- Ου. Η γιαγιά είναι σπουδαία μαγείρισσα, λέει η Μάχη. Σχίζει.

- Τι σχίζει;

- Ασε παιδάκι μου, απαντά η γιαγιά. Δεν ξέρω από πού τα ξεσηκώνει αυτά. Πεινάς;

- Εγώ, μπαίνει στη μέση πάλι η Μάχη, πέντε μέρες να μείνω νηστική, δε θα πω: πεινώ. Συνήθισα στο κομμωτήριο.

- Ου, είπα κι εγώ. Τι είναι πέντε; Δε λες δέκα;

- Δέκα; Τι μας λες, καλέ; Μ' αν είπα πέντε, το 'πα για να μην πω δεκαπέντε.

Θυμάμαι πως ως τις 12, είχαμε φάει από τρία κομμάτια μπακαλιάρο τηγανητό, ένα κομμάτι μαρινάτο, δυο φορές σκορδαλιά. Στο μεταξύ, είχα βγάλει την ποδιά. Η ώρα 2 ήμασταν ανάσκελα στο κρεβάτι της Μάχης κι άκουσα τη γιαγιά της, στην κουζίνα, που 'λεγε.

- Μάρτυς μου ο Θεός, αν δοκίμασα μπακαλιάρο. Μα τι θέλετε να πείτε; Πώς τον έφαγα εγώ; Να μην σ' αξιώσει ο Θεός να γίνεις σκλάβος των παιδιών σου. Μα καταπίνω, καταπίνω. Μια μέρα θα πεθάνω και θα βρείτε το ημερολόγιό μου. Εκεί τα 'χω όλα. Με αποδείξεις. Το τι τράβηξα στα χέρια σας.

Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε, διπλωμένη στα δύο, η αδερφή της Μάχης που ήταν Ε` Γυμνασίου. Επεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι κι απ' τα γέλια νομίζω πως...

- Το όπλο της γιαγιάς, λέει, είναι το ημερολόγιο. Μ' αυτό μας απειλεί. Θα πεθάνει και θα μείνει το ημερολόγιο!

Εγώ όμως είχα πάρει την απόφαση. Σηκώθηκα και βγήκα στο διάδρομο.

- Ακούστε, λέω, εγώ έφαγα τέσσερα - πέντε κομμάτια μπακαλιάρο. Για να μην πω δεκαπέντε. Και να, βλέπετε γιατί το φουστάνι μου έχει μια σακούλα μπρος, μια σακούλα πίσω. Εφαγα πολύ ν' αντέξω τώρα που 'μαι ταξιθέτρια. Κι εγώ θα σας φέρω πολλά κομμάτια καρυδόπιτα που 'φτιαξε η γιαγιά μου.

Δεν ξέρω πώς μου λύθηκε η ζώνη και το κίτρινο πλισέ κατέβηκε μια σπιθαμή κάτ' απ' το γόνατο.

- Λέιντη Μακμπέθ, είπε η αδελφή της Μάχης και παράλυσε απ' τα γέλια.

Εγώ έμεινα άναυδη. Εδεσα τη ζώνη μου κι ήθελα να φύγω.

- Μετά απ' αυτό το Μακμπέθ, είπα της Μάχης, δεν μπορώ να μείνω.

Απορούσαν γιατί με πείραξε τόσο, πέσαν όλοι πάνω μου να μείνω κι η αδελφή της μου εξήγησε ποια ήταν η Λέιντη Μάκμπεθ. Ηρωίδα μιας τραγωδίας του Σαίξπηρ, συνένοχη σε φόνο με τον άντρα της. Τη βασανίζουν τύψεις, περπατά και παραμιλά στον ύπνο της. Μια φωτογραφία στ' αγγλικό αναγνωστικό της αδελφής της Μάχης την έδειχνε μ' ένα μακρύ φαρδύ φόρεμα που της θύμιζε, λέει, το δικό μου. Γι' αυτό ξέσπασε στα γέλια. Μετά πια κι απ' την εξήγηση και το φόνο και το υπνοβάτης, δε βάσταξα κι έβαλα τα κλάματα.

Εδώ οι αναμνήσεις μου εκείνης της έντονης μέρας μπερδεύονται. Δε θυμάμαι ακριβώς πού πέρασα το απόγευμα. Σπίτι της Μάχης ή ήρθε εκείνη στο σπίτι μου; Μάλλον πηγαινοερχόμασταν, πότε στο δικό της, πότε στο δικό μου. Εκτός αν έγινε έτσι τον επόμενο χρόνο, και τώρα τα μπερδεύω...

Χωρίσαμε λίγους μήνες πριν την Κατοχή. Εγώ είχα φύγει να σπουδάσω στο Εξωτερικό. Τα γράμματα αραίωναν σιγά - σιγά κι ύστερα σταμάτησαν ολότελα. Γύρισα μετά δέκα χρόνια και ξαναπήγα στην παλιά γειτονιά. Ξέραν πως η οικογένεια είχε αλλάξει σπίτι στην αρχή της Κατοχής και βρέθηκε κάποιος σ' ένα κρεοπωλείο να μου πει τη συνοικία και το δρόμο. Πήγα στην άλλη συνοικία. Πήρα το δρόμο απ' την αρχή και ρωτούσα στα μπακάλικα, στα μανάβικα, στα περίπτερα. Ο τελευταίος περιπτερούχος μου 'δειξε το σπίτι. Πήγα και, ρωτώντας, έμαθα πως όλη η οικογένεια είχε πάρει μέρος στην Αντίσταση. Η μάνα κι ο πατέρας είχαν σκοτωθεί. Η μεγάλη αδερφή είχε φύγει απ' την Ελλάδα. Η γιαγιά είχε πεθάνει πριν δυο χρόνια κι είχαν βρει δυο τετράδια όπου περίγραφε τη δράση των παιδιών κι αγγονιών της στην Κατοχή. Τα τετράδια τα πήρε ένας δημοσιογράφος.

- Κι η μικρή κόρη, η Μάχη, μήπως ξέρετε τι έκανε, τι απόγινε;

- Πριν φύγει για το βουνό να πολεμήσει τον εχθρό με όπλα, είχε ένα μικρό κομμωτήριο, τέσσερις - πέντε δρόμους παρακάτω, στη στροφή. Εκεί θα ξέρουν περισσότερα. Τώρα είναι ψιλικατζίδικο.

Εφτασα στο ψιλικατζίδικο και ρώτησα τη γυναίκα.

- Για τη Μάχη, μου 'πε, κανείς δεν ξέρει θετικά. Αλλοι λένε πως πέθανε στα κρεματόρια, άλλοι πως πιάστηκε κι εκτελέστηκε σε μπλόκο. Σπουδαία κοπέλα. Το 'λεγε η καρδιά της.

- Κι αυτό... Αυτό ήταν το κομμωτήριο;

- Ναι. Κι έχει ακόμα την πινακίδα απέξω. Μόλις φαίνονται τα γράμματα. Σε λίγες μέρες θ' αρχίσουν την κατεδάφιση.

Βγήκα και διάβασα στην πινακίδα:

ΝΙΤΣΑ ΚΑΙ ΜΑΧΗ
Κομμωτήριο
(Ειδικές εκπτώσεις για ταξιθέτριες)

- Το 'χε με καμιά άλλη; ρωτώ.

- Δεν ξέρω. Για το Νίτσα θα λέτε. Δεν ξέρω. Μόνη της δούλευε. Νίτσα, έλεγε, ήταν μια φίλη της. Μεγαλώσανε μαζί. Δεν ξέρω. Μπορεί να ' ταν και συνέταιροι και να μας το 'κρυβε. Την αγαπούσε πολύ, φαίνεται, αυτή τη φίλη. Μα οι φίλοι σήμερα... καταλαβαίνετε...

Κάθισα απέναντι σ' ένα ζαχαροπλαστείο. Κι από μακριά ακόμα συνήθισα να διαβάζω τα σβησμένα γράμματα καθαρά. Εμένα μου φαίνονταν καθαρά.

ΝΙΤΣΑ ΚΑΙ ΜΑΧΗ
Κομμωτήριο
(Ειδικές εκπτώσεις για ταξιθέτριες)

Τι της ήρθε κι έγραψε για τις εκπτώσεις; Κάθισα ώσπου νύχτωσε και κοίταζα απέναντι, εκεί, στο πρώην κομμωτήριο, όπου δούλευε η Μάχη, που δεν «πρόλαβε να πάρει σύνταξη». Κάθισα ώσπου νύχτωσε και κοίταζα, κοίταζα, κοίταζα κι έλεγα μέσα μου: «Σκέψου να πεταχτεί στην πόρτα και να φωνάξει: "Νίτσα, σήμερα δε θα πάω στη δουλειά μου κι άσε τις πελάτισσες να περιμένουν"». Και ν' αρχίσουμε τα γέλια. και τα δάκρυα. Να 'ναι μια τρελή τύχη, μια τρελή σύμπτωση. Να μην έχει πεθάνει και ξάφνου να παρουσιαστεί μπροστά μου. Θέλω να γίνονται αυτά, να γίνονται. Πρέπει να γίνονται.

Τώρα την έχω αυτή την πινακίδα. Την αγόρασα απ' τα υλικά κατεδαφίσεως. Ενα χειροποίητο πολύγραφο που βρήκαν μέσα σε μια τρύπα, κάτω απ' το πάτωμα, δε μου τον δώσαν. Μπερδεμένες κουβέντες. Μα κατάλαβα πως τον πήραν να τον εξετάσουν.


Της
Ελένης ΒΟΪΣΚΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ