Κυριακή 18 Δεκέμβρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 2
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
«Νομιμοποίηση» του «Μεγάλου Αδελφού»

Από το πρώτο άρθρο της πρότασης Οδηγίας θεσπίζεται η νομική υποχρέωση όλων εκείνων που παρέχουν τηλεπικοινωνιακές και ηλεκτρονικές υπηρεσίες επικοινωνίας (δηλ. σταθερή και κινητή τηλεφωνία, ίντερνετ, αλλά και κάθε άλλης ηλεκτρονικής μορφής επικοινωνία, που τυχόν μελλοντικά θα υπάρξει) να κρατούν πλήρες αρχείο δεδομένων «κίνησης», «θέσης» και συναφών δεδομένων, σχετικά με κάθε επικοινωνία που διαχειρίζονται. Δηλαδή, να διατηρούν αρχείο που προσδιορίζει με κάθε λεπτομέρεια την ταυτότητα όλων όσοι επικοινωνούν τηλεφωνικά ή μέσω διαδικτύου (είτε πραγματοποιούν είτε λαμβάνουν κλήση), καθώς και κάθε λεπτομέρεια σχετική με την επικοινωνία αυτή. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι επικοινωνίες των πάντων (φυσικών και νομικών προσώπων, οργανώσεων του μαζικού λαϊκού κινήματος και κομμάτων) βρίσκονται υπό παρακολούθηση νομοθετικά κατοχυρωμένη! Και σαν να μην έφτανε αυτό, στις επικοινωνίες για τις οποίες τηρείται αρχείο, περιλαμβάνονται ακόμα και οι αναπάντητες κλήσεις!

Στο όνομα της πρόληψης των «σοβαρών εγκλημάτων»

Θεωρητικά, η πρόταση ισχυρίζεται ότι στα διατηρούμενα δεδομένα δεν περιλαμβάνεται το περιεχόμενο της επικοινωνίας.

Σκοπός της διατήρησης του αρχείου, όπως καθορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, του 3ου παραρτήματος, καθορίζεται ως η έρευνα, εξακρίβωση και δίωξη σοβαρών εγκλημάτων, όπως αυτά ορίζονται από κάθε κράτος - μέλος. Ιδιαίτερη σημασία έχει η πρόβλεψη ότι κάθε κράτος - μέλος πρέπει ως ελάχιστο όριο των «σοβαρών εγκλημάτων» να θεωρεί όσα αναφέρονται στο Ευρωπαϊκό Ενταλμα Σύλληψης (δηλαδή την «τρομοκρατία», το «οργανωμένο έγκλημα», το «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος»).

Σε εκτέλεση του σκοπού αυτού, κάθε εταιρία παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών οφείλει, με βάση το άρθρο 8, να διαβιβάζει τα δεδομένα αυτά στις διωκτικές - κατασταλτικές αρχές κάθε κράτους - μέλους, αμέσως μόλις ζητηθούν. Ανοιχτό αφήνεται το ζήτημα της πρόσβασης στα δεδομένα αυτά και διωκτικών αρχών άλλων κρατών - μελών ή της ΕΕ (Europol, Eurojustice κλπ).

Ετσι, οι διωκτικές αρχές κάθε κράτους - μέλους έχουν ελεύθερη πρόσβαση και μπορούν να επεξεργάζονται και να χρησιμοποιούν τα δεδομένα αυτά για τον εντοπισμό και τη δίωξη «υπόπτων» για «σοβαρά εγκλήματα». Πρακτικά δηλαδή, να παρακολουθούν «νόμιμα» τις επικοινωνίες καθενός με πρόσχημα την «έρευνα διάπραξης κάποιου εγκλήματος».

Ο χρόνος διατήρησης των δεδομένων και της ελεύθερης πρόσβασης σε αυτά καθορίζεται, στο άρθρο 7, από 6 μήνες έως 2 χρόνια. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις κάθε κράτος - μέλος μπορεί να επιμηκύνει το χρόνο αυτό με δήλωσή του στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και έγκριση απ' αυτή, με βάση το νέο άρθρο 10.

Ειδικά για το διαδίκτυο, τα κράτη - μέλη, με δήλωσή τους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μπορούν να ορίσουν διαφορετικό χρονικό διάστημα διατήρησης, πρόσβασης και επεξεργασίας.

Αξίζει δε να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 7, τα δεδομένα, στα οποία έχει ήδη γίνει πρόσβαση και επεξεργασία, δε διαγράφονται μετά το τέλος της περιόδου διατήρησης και έτσι παραμένουν στα χέρια των κατασταλτικών μηχανισμών επ' αόριστον.

Αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο των δεδομένων που παρακολουθούνται αποκαλύπτει τις διαθέσεις των συντακτών και υποστηρικτών της Οδηγίας για πλήρη έλεγχο και κατάργηση του όποιου δικαιώματος του λαού. Με βάση το άρθρο 4 διατηρούνται σε βάση δεδομένων τα πάντα: ο αριθμός τηλεφώνου, το όνομα, η διεύθυνση καλούντος και καλουμένου, το είδος επικοινωνίας (φωνητική κλήση, Fax, μήνυμα, sms, mms, e-mail, επίσκεψη στο διαδίκτυο), η ημερομηνία, η ώρα αρχής και τέλους επικοινωνίας, η διάρκεια, οι αναπάντητες κλήσεις - επικοινωνίες, ο μηχανισμός επικοινωνίας, η θέση καλούντος - καλουμένου.

Κάθε κράτος - μέλος οφείλει να ψηφίσει, σε διάστημα 18 μηνών, δικό του εσωτερικό νόμο που να θεσπίζει υποχρεωτικά τις βασικές αρχές - προβλέψεις της Οδηγίας και να αποδεικνύεται με την αποστολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, του κειμένου του ψηφισμένου νόμου, όπως ορίζεται με το άρθρο 13. Οι λεπτομέρειες διαδικαστικού χαρακτήρα και προσαρμογής στην εθνική νομοθεσία αφήνονται στην ευχέρεια του εθνικού νομοθέτη.

Επιπλέον, στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 12, καθορίζεται ότι το αργότερο σε τρία χρόνια από την ψήφιση θα υπάρξει εκτίμηση του «εγχειρήματος», ώστε να εκτιμηθεί η αναγκαιότητα τροποποίησης της Οδηγίας. Στην επανεκτίμηση, σύμφωνα με το Παράρτημα IV, θα έχουν καθοριστική συμβολή και οι εταιρίες επικοινωνιών!

Κι επειδή το αστικό πολιτικό σύστημα είναι «αποδεδειγμένα δημοκρατικό», το κόστος του ατομικού και συλλογικού «φακελώματος» θα το πληρώσουν οι παρακολουθούμενοι - ο λαός, και όχι βέβαια οι εταιρίες.

Ετσι, στο Παράρτημα II η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι οι εταιρίες τηλεπικοινωνιών και διαδικτύου για το επιπλέον κόστος διατήρησης των αρχείων επικοινωνιών που θα χρησιμοποιείται για το «φακέλωμα» των πολιτών, πρέπει να αποζημιώνονται, η δε αποζημίωσή τους αυτή είναι σύμφωνη με τη Συνθήκη της ΕΕ.

Η εμπειρία βέβαια των ίδιων των λαών, δεν αφήνει αμφιβολία ότι το κόστος αυτό θα πληρώσουν οι εργαζόμενοι, είτε άμεσα (με χρέωση των σχετικών λογαριασμών τους) είτε έμμεσα (με τον ειδικό φόρο συνδρομητών κινητής τηλεφωνίας).

Υποχρεωτική η παρακολούθηση

Η Οδηγία είναι απαράδεκτη ως σύνολο, ως φιλοσοφία και αντίληψη. Αποτελεί ένα επικίνδυνο βήμα προς την κατάργηση ακόμα και αυτών των αστικοδημοκρατικών ελευθεριών και ουσιαστικά καταργεί την ελευθερία της επικοινωνίας, της, προστασίας των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής.

Η Οδηγία επιβεβαιώνει ότι η αστική τάξη στο σύνολό της (συμπεριλαμβανομένης και της μερίδας των δήθεν «φωτισμένων» αστών) είναι βαθιά αντιδραστική. Στην προσπάθειά της να υπερασπιστεί τον εαυτό της από την εργατική τάξη και το ευρύτερο λαϊκό κίνημα, καταργεί και δικαιώματα και ελευθερίες, που στην περίοδο της ανόδου της στην εξουσία η ίδια θέσπισε, σε βάρος της φεουδαρχικής τάξης και των ευγενών, για να θεμελιώσει την εξουσία της. Τα δικαιώματα και οι ελευθερίες αυτές ιστορικά λειτούργησαν και λειτουργούν - έστω και με την περιορισμένη αστική έννοια - σε όφελος της ανερχόμενης εργατικής τάξης, στον αγώνα της για την απελευθέρωση του ανθρώπου από την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Ακριβώς γι' αυτό η αστική τάξη θεωρεί πλέον τα δικαιώματα και τις ελευθερίες αυτές «βαρίδι» στην άσκηση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας της, εμπόδιο στη μάχη για τη διατήρηση της εξουσίας της και την αντιμετώπιση του εργατικού και λαϊκού κινήματος.

Η Οδηγία αποτελεί την πιο απροκάλυπτη και ομολογημένη κατάργηση του πυρήνα του απορρήτου των επικοινωνιών. Ιστορικά είναι ίσως η πιο εμφανής προσπάθεια της αστικής τάξης στην Ευρώπη να καταργήσει τον πυρήνα ενός θεμελιωμένου από την ίδια ατομικού δικαιώματος.

Η κάμψη της αρχής του απορρήτου των επικοινωνιών στην ελληνική συνταγματική τάξη, καθώς και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ήταν και μέχρι σήμερα δυνατή, κάτω από προϋποθέσεις (ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα, σοβαρές ενδείξεις ενοχής, απόφαση ανεξάρτητης δικαστικής αρχής - ανεξάρτητου δικαστηρίου). Γεγονός που καταρρίπτει το επιχείρημα ότι η Οδηγία δήθεν υπηρετεί την πρόληψη των εγκλημάτων.

Στην πραγματικότητα, οι λόγοι ψήφισης της Οδηγίας είναι τελείως διαφορετικοί και δεν αναιρούνται από τις γενικές αναφορές στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, που δήθεν πρέπει να σέβονται τα κράτη - μέλη κατά την εφαρμογή της Οδηγίας, αφού αυτή σαν σύνολο παραβιάζει τον πυρήνα των δικαιωμάτων που καλεί να σεβαστούν τα κράτη.

Ενας πρώτος λόγος υιοθέτησης της Οδηγίας είναι ότι μέχρι τώρα η υποχρεωτική παρακολούθηση όλων των πολιτών δεν ήταν δυνατή, αφού οι πάροχοι τηλεπικοινωνιακών - ηλεκτρονικών υπηρεσιών δεν είχαν δικαίωμα (πόσο μάλλον υποχρέωση) να το κάνουν, παρά μόνο για οικονομικούς και εμπορικούς λόγους (χρέωση συνδρομητών, συνδέσεις κλπ). Τώρα υποχρεώνονται με νόμο, που θα επισύρει σε βάρος τους και ποινικές και διοικητικές κυρώσεις, σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους.

Ετσι, ΓΙΝΕΤΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ Η ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ και μάλιστα όχι μόνο από τις κρατικές, αλλά και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Δεύτερον, δεν καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις πρόσβασης στα δεδομένα, αντίθετα παραδίδονται ολοκληρωτικά στις κρατικές - κατασταλτικές αρχές, προκειμένου ακόμα και η «υποψία» ενοχής να επιτρέπει την πρόσβαση.

Τρίτον, διευρύνεται το επίπεδο της παρακολούθησης, στο οποίο πλέον περιλαμβάνονται ακόμα και οι κλήσεις που δεν έχουν απαντηθεί.

Ολα αυτά, μόνα τους ή σε συνδυασμό μπορούν να καταστήσουν «ύποπτο» τον καθένα. Οποιαδήποτε επικοινωνία (τυπική ή κοινωνικού, επαγγελματικού χαρακτήρα), σε ανύποπτο χρόνο, με κάποιον που βαπτίστηκε από τις κατασταλτικές κρατικές δυνάμεις «ύποπτος», αρκεί να καταστήσει τον οποιονδήποτε «ύποπτο».

Και βέβαια αυτό δεν αποκλείει τη δυνατότητα προβοκατόρικης εμπλοκής του καθένα, αρκεί κάποιος «ύποπτος» να κάνει αναπάντητη κλήση σε κάποιον που η Ασφάλεια και οι Μυστικές Υπηρεσίες θέλουν να εμπλέξουν.

Ακόμα και το επιχείρημα ότι δεν παρακολουθείται το περιεχόμενο της επικοινωνίας είναι υποκριτικό, καθώς με την Οδηγία αυτή προετοιμάζεται το έδαφος για περαιτέρω ρύθμιση, αλλά και επικίνδυνο, καθώς οποιαδήποτε επικοινωνία (ακόμα και τελείως τυπική) μπορεί να εμπλέξει τον οποιονδήποτε, με μόνη «απόδειξη» την ύπαρξη επικοινωνίας, χωρίς να εξετάζεται ότι το περιεχόμενό της μπορεί να είναι άσχετο.

Τέταρτον, η χρήση των δεδομένων δικαιολογείται για κάθε σοβαρό έγκλημα, χωρίς ωστόσο να καθορίζεται η φύση του εγκλήματος. Η ελληνική εμπειρία δείχνει ότι «έγκλημα» χαρακτηρίζεται η παρακώλυση συγκοινωνιών (αγροτοδικεία), οι μαθητικές κινητοποιήσεις (μαθητοδικεία), καθώς και πλήθος κατηγοριών με τις οποίες στελέχη του συνδικαλιστικού κινήματος σύρθηκαν στα δικαστήρια (βλέπε δίκη συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ για συμβολική κατάληψη υπουργείου) ή οι προβλεπόμενες στους τρομονόμους πράξεις (βλάβη ή απειλή κρατικών υποδομών κ.ά.).

Η «τρομοκρατία» αποδεικνύεται για άλλη μια φορά περίτρανα ως το πρόσχημα δραστικού περιορισμού που τείνει στην κατάργηση ατομικών δικαιωμάτων, αν και λείπει, ως αναφορά, από την Οδηγία, και χρησιμοποιείται η έννοια «σοβαρό έγκλημα», ώστε ευκολότερα να περιλάβει τη δράση κάθε μαζικής λαϊκής οργάνωσης και προοδευτικού ανθρώπου που αντιτίθεται στην ιμπεριαλιστική νέα τάξη.

Αυτό που πράγματι τους ενδιαφέρει δεν είναι ο εντοπισμός των επικοινωνιών των δήθεν τρομοκρατών, αλλά η παρακολούθηση των επικοινωνιών των εργατικών και μαζικών λαϊκών οργανώσεων, των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων, των προοδευτικών ανθρώπων που αντιστέκονται στον ιμπεριαλισμό (π.χ. ποιοι επισκέπτονται το «Solidnet» - το διαδίκτυο κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων -, με ποιους και πώς επικοινωνούν τα ταξικά συνδικάτα, τα κομμουνιστικά κόμματα κλπ).

Τέλος, το «φακέλωμα» όχι πλέον σαν ένα ενδεχόμενο, αποσκοπεί και στο να τρομοκρατήσει το λαό, να τον «κλείσει στο καβούκι του», να τον κάνει να μην τολμά να επικοινωνήσει, ούτε καν να επισκεφτεί μια ιστοσελίδα μαζικής λαϊκής οργάνωσης ή κόμματος, για να μη θεωρηθεί ύποπτος.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ