Κυριακή 30 Οχτώβρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
«Κυρία Σουί»

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Δεν υπάρχει κανείς στους δρόμους. Ούτε άνθρωποι, ούτε ζώα, ούτε μυρμήγκια. Δεν ακούγονται τραγούδια πουλιών, ούτε γαυγίσματα σκύλων. Η σιωπή καλύπτεται, παρ' όλα αυτά, από υπόγειους ήχους, που βγαίνουν από πηγάδια, από διαδρόμους και αυλές.

Ο συγκεχυμένος θόρυβος των τηλεοράσεων ηχεί εντονότερα από κάθε άλλη φορά, κατά την ώρα του συνηθισμένου πρωινού προγεύματος. Ο εκφωνητής, με μια φωνή διαπεραστική, μεταλλική, προκλητική, εκφωνεί τις επίσημες ειδήσεις των 10. Εχει συμβεί κάτι τρομερό στην πρωτεύουσα... Ο εκφωνητής σχολιάζει τις σκηνές της σφαγής στη φυλακή, με αφορμή την αποτυχημένη απόπειρα απόδρασης των φυλακισμένων «μέγιστου κινδύνου».

Οι εικόνες δείχνουν το μακάβριο θέαμα των πεθαμένων, διασκορπισμένων στο μακρύ και στενό κενό του τούνελ, που έχει θαφτεί από την κατάρρευση. Δεκάδες φυλακισμένοι έχουν συσσωρευτεί σε απίθανες στάσεις. Μερικά πτώματα είναι κομματιασμένα, κομμένα στη μέση από τα κοφτερά σίδερα, που έχουν πέσει επάνω τους ή έχουν διαμελιστεί από τον εκσκαφέα.

Ο εκφωνητής διαβάζει τη μακριά λίστα των ονομάτων των πεθαμένων. Πότε - πότε διακόπτει με κατάρες και πρόστυχα επιφωνήματα ενάντια στους «εγκληματίες» και «προδότες». «Η δίκαιη ευλογημένη χώρα μας - κραυγάζει - έχει τιμωρήσει με το ίδιο της το χέρι την απόπειρα απόδρασης αυτών των κακοποιών ανατροπέων..!».

Η Σουί ακούει όρθια τις ειδήσεις, ακίνητη, άκαμπτη. Ο εκφωνητής τελειώνει την ανάγνωση της λίστας των νεκρών. Πληροφορεί ότι υπάρχει ένας επιζών, που κατάφερε να ξεφύγει από τη ρωγμή ενός πλημμυρισμένου υπονόμου. Αναφέρει το «όνομά» του. Ενα από τα παρατσούκλια του, λέει. Το πραγματικό του όνομα είναι άγνωστο μέχρις στιγμής. Είναι ΕΚΕΙΝΟΣ..! μουρμουρίζει η Σουί, με ένα θρήνο. Φέρνει το χέρι πάνω στο στόμα, για να καταπνίξει την τρεμούλα, που διατρέχει όλο της το σώμα.

Ο εκφωνητής δείχνει σε πρώτο πλάνο τη φωτογραφία κατά πρόσωπο και πλαγίως του επιζήσαντος, καλώντας τον πληθυσμό όλης της χώρας να συνεργαστεί για τη σύλληψη του επικίνδυνου εγκληματία φυγάδα...

Είναι ΕΚΕΙΝΟΣ, επαναλαμβάνει η Σουί, βλέποντας το πρόσωπό του παραμορφωμένο από τα βασανιστήρια. Αυτός ο άνθρωπος είναι η αγαπημένη της ύπαρξη, από τα παιδικά της χρόνια. Ο άνθρωπος, που εξακολουθεί ν' αγαπά περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο και για του οποίου τη σωτηρία θα έδινε τη ζωή της. Και τώρα βρισκόταν εκεί σαν ένα μαύρο έντομο, καρφωμένο πάνω σ' ένα χάρτη...

Δέκα ημέρες και δέκα νύχτες έχουν περάσει από την πρώτη μοιραία είδηση. Εκείνη έχει παραμείνει όλο το χρόνο κοντά στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Δεν έχει φάει και δεν έχει πιει τίποτα άλλο, εκτός από λίγο νερό.

Οι δημοσιογράφοι των ειδήσεων πληροφορούν ότι έχει πάρει το τρένο, με κατεύθυνση την Encarnacion. Η μόνιμη πληροφοριοδότης του τρένου, μεταμφιεσμένη σε πωλήτρια λαχανικών, ταξιδεύει μαζί του στη διπλανή θέση. Ηταν η πρώτη που έδωσε την είδηση, με το τηλέφωνό της, που το είχε κρυμμένο μέσα στο καλάθι της.

Δέχεται διαταγές να τον έχει «καρφωμένο» με τα μάτια της και να τον παραδώσει στις ομάδες ασφάλειας της Encarnacion.

Ενα κόκκινο βέλος, με εκπληκτική ακρίβεια, σχηματίζει πάνω στο χάρτη του κράτους την πορεία φυγής του μοναδικού επιζώντος. Το βέλος δε θα επιτρέψει να ξεφύγει το μαύρο έντομο... Πετάει πιο γρήγορα από το βήμα χελώνας του τρένου.

Η τελευταία πληροφορία της «πωλήτριας» είναι πως ο φυγάδας έχει κατέβει κρυφά, τα μεσάνυχτα, στη στάση του Manora, επιχειρώντας να ξεφύγει από τον κλοιό που αισθάνεται ότι τον σφίγγει.

Στη συνέχεια του φωτομοντάζ, το πρόγραμμα δείχνει μια σειρά από όψεις του Manora. Ο σκονισμένος δρόμος, τα σπίτια, το σχολείο με το καλλιτεχνικό παράθυρο, η λίμνη. Πλάι στη λίμνη φαίνεται το τεράστιο εκατονταετές δέντρο του Ταρουμά, με ένα άνοιγμα που φλέγεται συνέχεια κατά ανεξήγητο τρόπο, σύμφωνα με τους ντόπιους.

Μακριά διακρίνεται το εργοστάσιο της ζάχαρης με την υψηλή καπνοδόχο, που εκτοξεύει πυκνό καπνό. Διακρίνονται τα βόδια, που μεταφέρουν τεράστια δέματα καλαμιού ζάχαρης.

Παρά το σοκ της συγκίνησης και την αδυναμία της, η Σουί νιώθει ότι εκπληρώνεται η λαχτάρα της να έρθει Εκείνος να την ψάξει, για να φύγουν μαζί. Με μια ύστατη προσπάθεια, σέρνοντας το σώμα της, ρίχνεται σε μια πυρετώδη προετοιμασία. Σε κάθε δωμάτιο, συσσωρεύει όλα τα αντικείμενα που μπορούν να γίνουν μεγάλες φωτιές. Φοράει ένα μαύρο πέπλο... Ο εκφωνητής της τηλεόρασης αποχαιρετάει, υποσχόμενος μια λεπτομερειακή ενημέρωση γύρω από τη σύλληψη του φυγάδα στο πρόγραμμα του μεσημεριού.

Η Σουί ακούει τις απελπισμένες κραυγές κάποιου που τη φωνάξει απ' έξω. Τρέχει ν' ακούσει από κοντά. Ανοίγει το παράθυρο και αναγνωρίζει τη σιλουέτα της φίλης της Μάρθας. Σουί... Σουί.... άνοιξε σε παρακαλώ! Είμαι η Μάρθα... Εχει συμβεί κάτι τρομερό..! Η Σουί την αφήνει να μπει. Η Μάρθα μόλις μπορεί να μιλήσει. Αφηγείται με διακοπές αυτό που συμβαίνει.

Κρατάει στα χέρια της ένα σχολικό τετράδιο μισοκαμένο. Στο κενό με τις φλόγες του μεγάλου Ταρουμά, στις όχθες της λίμνης, ένας άνδρας έχει ριχθεί στις φλόγες, καταδιωκόμενος από τους δίδυμους Coyburu, της τοπικής αστυνομίας. Το σώμα του έχει πλήρως εξαφανιστεί στη φωτιά. Βρήκα αυτό... Της απλώνει το τετράδιο.

Η Σουί το άνοιξε. Στην πρώτη σελίδα διαβάζει μια φράση, με γράμματα σχεδόν δυσανάγνωστα. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από δύο λέξεις: Αντίο...Sui. Χωρίς να πει μια λέξη, χωρίς να χύσει ένα δάκρυ, η Σουί κλείνει αργά το τετράδιο. Σέρνεται σαν πουλί πληγωμένο στο φτερό. Φύγε Μάρθα... θα έρθω εγώ... Η Μάρθα, απελπισμένη, αισθανόμενη πως κάθε επικοινωνία με την Σουί έχει διακοπεί για πάντα, φεύγει χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά της.

Η λάμψη μιας μεγάλης πυρκαγιάς αρχίζει να καλύπτει τα δέντρα, στον ψηλό λόφο, φωτίζοντας τη νύχτα και γεμίζοντάς τη με πυκνό καπνό. Είναι το σπίτι της Σουί..!, κραυγάζει ο κόσμος, που είναι γύρω από το Ταρουμά. Τρέχουν να παρακολουθήσουν την πυρκαγιά. Σπάνε την πόρτα και ψάχνουν μέσα στις φλόγες. Δε βρίσκουν τίποτα μέσα στα συντρίμμια.

To Taruma έχει μείνει μόνο. Οι φλόγες αδυνατίζουν συνεχώς στο κενό. Από τη σκιά αναδύεται η σκοτεινή σιλουέτα της Σουί. Πλησιάζει στην εστία, όπου φλέγονται τα υπόλοιπα ΕΚΕΙΝΟΥ.

Μέσα στο κενό ακούγεται ο ήχος του ανέμου, ο τρομερός θόρυβος της μοναξιάς. Ανάμεσα στους ήχους, η Σουί ακούει πάλι με τη φωνή Εκείνου τις δυο γραμμένες λέξεις στο μισοκαρβουνιασμένο τετράδιο. Είναι αδύνατη η μνήμη των πεθαμένων. Οι πραγματικές λέξεις που ειπώθηκαν από τους δύο ήταν: Μέχρι να σμίξουν οι στάχτες μας...

Φτάνει μέχρι το στόμιο του κενού. Στηρίζεται με τα γόνατα. Το σώμα της φαίνεται ότι έχει μείνει χωρίς βάρος. Αφήνεται να πέσει αργά. Αγκαλιάζει τα υπολείμματα ΕΚΕΙΝΟΥ. Εξαφανίζεται μέσα στις φλόγες. Κανείς δεν είχε δει να βγαίνει η Σουί από το πυρπολημένο σπίτι. Δε βρήκαν τα υπολείμματά της μέσα στα ερείπια. Κανείς δεν την είδε να μπαίνει στη φλεγόμενη κοιλιά του Ταρουμά. Θα σχηματιστεί ο μύθος της φανταστικής εξαφάνισής της.

Η εντύπωση που θα μείνει στη συλλογική μνήμη είναι ότι η Σουί έφυγε σε άλλα μέρη, για να συνεχίσει τον αγώνα ΕΚΕΙΝΟΥ. Είναι και αυτός ένας τρόπος, για να μιλήσει κανείς για το ανείπωτο.


Του
Αουγκούστο ΡΟΑ ΜΠΑΣΤΟΣ
Μετάφραση: Κική ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ(2012-09-21 00:00:00.0)
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ(2012-09-18 00:00:00.0)
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ(2012-09-15 00:00:00.0)
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ(2012-09-13 00:00:00.0)
Ασ' τα τα μαλλάκια σου(2002-09-27 00:00:00.0)
Οδηγίες για τα παραδείγματα εξετάσεων(1998-12-24 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ