Κυριακή 25 Σεπτέμβρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 7
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ - ΙΜΑΤΙΣΜΟΣ
Ποιος κλείνει τα εργοστάσια;

Οσο τα μέσα παραγωγής παραμένουν ατομική ιδιοκτησία, τόσο θα πληθαίνουν τα λουκέτα, τόσο θα θεριεύει η ανεργία

Σε μια από τις απεργίες του κλάδου, ο ιδιοκτήτης της «Σεξ Φορμ» στέκεται στο πλατύσκαλο της εισόδου και φανερά οργισμένος φωνάζει στις απεργούς εργάτριες: «Μπείτε μέσα, εγώ σας δίνω να φάτε»! Η απειλή του σε τίποτα δε διαφέρει από την άποψη που διατυπώνει όπου σταθεί και όπου βρεθεί ο υφυπουργός Εργασίας Γερ. Γιακουμάτος, συμπυκνώνοντας την πολιτική της κυβέρνησης - της νυν και της πρώην - σε μια και μόνο φράση: «Εργοστάσια χωρίς επιχειρηματίες δε γίνονται...». Οσο ωφέλιμο είναι για το κεφάλαιο αυτό το κάλπικο και κατασκευασμένο επιχείρημα, άλλο τόσο επικίνδυνο είναι για τους εργαζόμενους.

Το παράδειγμα της Κλωστοϋφαντουργίας και του Ιματισμού στη χώρα μας προσφέρει πλούσιο υλικό για συμπεράσματα. Οχι μόνο επειδή βρίσκεται σταθερά στην επικαιρότητα απ' αφορμή τα «λουκέτα» και τις χιλιάδες χαμένες θέσεις εργασίας την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία. Αλλά, κυρίως, για το λόγο ότι αποκαλύπτει σε μεγάλο βαθμό ποιος ωφελείται και ποιος χάνει όσο τα μέσα παραγωγής παραμένουν στην ιδιοκτησία μιας χούφτας καπιταλιστών και λειτουργούν με αποκλειστικό κριτήριο το κέρδος του κεφαλαιοκράτη.

Μια μικρή παρένθεση. Οι εργάτες της Νάουσας διηγούνται ότι, όταν οι πρώτοι «επιχειρηματίες» κλωστοϋφαντουργοί έφτασαν στην περιοχή και έχτισαν τα εργοστάσια, άντλησαν - όπως ήταν αναμενόμενο - το πρώτο εργατικό δυναμικό από τη μεγάλη δεξαμενή των αγροτών. Οι πρώιμοι βιομηχανικοί εργάτες, πηγαίνοντας πριν ακόμα ξημερώσει στο εργοστάσιο, περίμεναν να δουν τον καιρό το χάραμα. Αν ήταν πρόσφορος για γεωργικές εργασίες, έφευγαν από το εργοστάσιο και πήγαιναν στα χωράφια. Αν όχι, παρέμεναν και δούλευαν τις μηχανές. Είδαν κι έπαθαν οι πρώτοι «Λαναράδες» να τους κάνουν εργάτες! Είχαν τα μηχανήματα, αλλά τους ήταν άχρηστα, όσο έλειπε η εργατική δύναμη που θα τα έβαζε σε κίνηση. Αφού λοιπόν «εργοστάσια χωρίς επιχειρηματίες δε γίνονται» γιατί δεν τα δούλευαν μόνοι τους;

Ανάπτυξη μόνο για το κεφάλαιο

Η ανάγκη της ένδυσης είναι μια πραγματική και ζωτικής σημασίας ανάγκη. Ποτέ δε θα εκλείψει η ζήτηση ειδών ιματισμού, αφού, πέρα από τις στρεβλές «ανάγκες» που δημιουργεί η καπιταλιστική βιομηχανία της μόδας, τα ρούχα είναι αυτά που προστατεύουν τον άνθρωπο από τα φαινόμενα της φύσης, το κρύο, τη ζέστη, τη βροχή, κ.ο.κ. Είναι, σε τελική ανάλυση, απαραίτητος όρος για την επιβίωση του ανθρώπου, τη συντήρηση και αναπαραγωγή της εργατικής του δύναμης. Κατά συνέπεια, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι μια σειρά επιχειρήσεων ιματισμού κλείνουν επειδή εξέλιπε η ανάγκη του προϊόντος που παράγουν, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση του πεταλωτή, που χάθηκε μαζί με το ξεπέρασμα του αλόγου ως βασικού μέσου μεταφοράς των προηγούμενων αιώνων.

Ακόμα παραπέρα. Το τελικό προϊόν του ιματισμού είναι προϊόν μεταποίησης. Στην αλυσίδα της καθετοποιημένης παραγωγής προηγούνται το ύφασμα, η κλωστή και ακόμα πιο πίσω η παραγωγή βαμβακιού, ως πρώτη ύλη. Μια ολόκληρη παραγωγική διαδικασία προηγείται του τελικού προϊόντος, ξεκινώντας από την πρωτογενή παραγωγή μέχρι τα διάφορα στάδια της βιομηχανικής μεταποίησης. Και για λόγους ευνοϊκού κλίματος -απαραίτητος όρος για την πρωτογενή παραγωγή - αλλά κυρίως για το λόγο ότι η Ελλάδα διαθέτει και εξειδικευμένους στο αντικείμενο εργάτες και επαρκές επιστημονικό δυναμικό, θα μπορούσε κάλλιστα να παρουσιάζει επάρκεια - ποσοτική και ποιοτική - ως προς την ικανοποίηση της πραγματικής ανάγκης σε ρουχισμό για τον πληθυσμό της, αλλά να αναπτύξει και εξαγωγική δραστηριότητα.

Συμβαίνει όμως το αντίθετο. Αντί η παραγωγή βαμβακιού να αυξάνεται, βαμβακοκαλλιεργητές εγκαταλείπουν τα χωράφια, κατ' εντολή της ευρωενωσιακής ΚΑΠ. Τα εργοστάσια της κλωστοϋφαντουργίας κλείνουν το ένα μετά το άλλο ή μεταναστεύουν, μαζί και οι επιχειρήσεις ιματισμού. Χιλιάδες θέσεις εργασίας χάνονται. Το μόνο μέτρο που όχι μόνο παραμένει σταθερό αλλά και αδιάκοπα αυξάνεται, είναι το κέρδος του κεφαλαιοκράτη, αυτού δηλαδή που κατέχει τα μέσα παραγωγής.

Η πολιτική τους βάζει τα «λουκέτα»

Το επιχείρημα ότι η «ανταγωνιστικότητα κλείνει τα εργοστάσια» είναι σωστό. Τι είναι όμως η ανταγωνιστικότητα και πόση σχέση έχει με τις πραγματικές ανάγκες του εργαζόμενου; Ανταγωνιστικότητα για τον κεφαλαιοκράτη σημαίνει χαμηλό «κόστος» παραγωγής και άρα φτηνότερη εργατική δύναμη, μεγιστοποίηση της αντλούμενης υπεραξίας. Αυτό είναι το κριτήριο λειτουργίας ή όχι μιας επιχείρησης στον καπιταλισμό. Το κέρδος του ιδιοκτήτη της και όχι η παραγωγή προϊόντων που θα καλύπτουν πραγματικές κοινωνικές ανάγκες. Κατά συνέπεια, όταν ο κεφαλαιοκράτης πάψει να κερδίζει τα προσδοκώμενα από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, κλείνει την επιχείρηση ή αναζητά χώρες με φτηνότερη εργατική δύναμη, χωρίς όμως ο ίδιος ποτέ να γίνεται φτωχότερος.

Στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας, οι εκάστοτε κυβερνήσεις και οι διεθνείς και περιφερειακοί καπιταλιστικοί σχηματισμοί τους (βλέπε, π.χ., ΕΕ) κάνουν τα πάντα ώστε να μειωθεί η τιμή της εργατικής δύναμης, να δώσουν ώθηση στην κερδοφορία του κεφαλαίου, να τονώσουν την «ανταγωνιστικότητά» του. Δεν είναι δύσκολο να το διαπιστώσει κανείς. Αρκεί να ανατρέξει στα νομοθετήματα των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ και στην ευρωενωσιακή μήτρα τους. Νόμοι για την ένταση της εκμετάλλευσης, καθήλωση των μισθών, συρρίκνωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, εμπορευματοποίηση κάθε κοινωνικού αγαθού, φτηνότερες για το κεφάλαιο μορφές εργασίας, καταστρατήγηση του σταθερού ημερήσιου χρόνου εργασίας, θεσμική προστασία της εργοδοτικής ασυδοσίας, είναι μερικά μόνο από τα φιλομονοπωλιακά τους κατορθώματα.

Σε ευρωενωσιακό επίπεδο, η Συνθήκη του Μάαστριχτ είναι αυτή που έδωσε αέρα στα πανιά του κεφαλαίου. ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΝ έδωσαν από κοινού με την ψήφο τους στην ελληνική Βουλή το δικαίωμα στον κεφαλαιοκράτη να μεταφέρει απρόσκοπτα τα κεφάλαιά του όπου και όποτε εξυπηρετούνται καλύτερα τα κερδοσκοπικά του συμφέροντα. Ψήφισαν επιπλέον την ελευθερία κίνησης εμπορευμάτων, προσώπων και υπηρεσιών, ανοίγοντας νέους ορίζοντες στην καπιταλιστική κερδοφορία. Οι αντιλαϊκοί νόμοι και οι συμφωνίες που ακολούθησαν, το σύνολο των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που βρίσκονται σε κλιμακούμενη εξέλιξη, βασίζονται σ' αυτήν ακριβώς τη συμφωνία. Οσο κι αν σήμερα χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τα συμπτώματα οι πρωταίτιοι, δεν μπορούν να συγκαλύψουν τις τεράστιες ευθύνες τους.

Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η μετανάστευση των επιχειρήσεων και μάλιστα με επιδοτήσεις από τα χρήματα του ελληνικού λαού. Οταν τα περιθώρια της κερδοφορίας στενεύουν, ο επιχειρηματίας έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να αναζητήσει τη χώρα με τα φτηνότερα εργατικά χέρια. Αν πάλι κρίνει ότι ο κλάδος στον οποίο δραστηριοποιείται δεν είναι αποδοτικός για τα κέρδη του, απολαμβάνει κάθε διευκόλυνσης προκειμένου να μεταφέρει τα κεφάλαιά του σε έναν άλλο κλάδο, πιο κερδοφόρο και αποδοτικό. `Η να συγχωνεύσει την επιχείρησή του, στα πλαίσια της νομοτελειακής στον καπιταλισμό τάσης συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα τη μείωση του προσωπικού, το παραπέρα ξερίζωμα των εργασιακών δικαιωμάτων. Χαμένος πάντα βγαίνει ο εργάτης.

Με ξένα κόλλυβα...

Αλλά πού τα βρήκε τα λεφτά ο κεφαλαιοκράτης για να συνεχίσει απρόσκοπτα τις επενδύσεις του, μετά το κλείσιμο ενός εργοστασίου; Μα φυσικά από τους εργάτες! Από την εκμετάλλευσή τους, την πληρωμή ενός μόνο μέρους από την εργασία τους και την κλοπή του μεγαλύτερου τμήματός της, του απλήρωτου χρόνου, που κατά τη διάρκεια της μέρας ο εργαζόμενος παράγει υπεραξία και μόνο. Από το μπλουζάκι που παράγει σε λίγα λεπτά με τα χέρια και το μυαλό της η εργάτρια μιας επιχείρησης ιματισμού, στην ίδια επιστρέφει με τη μορφή του μισθού ένα απειροελάχιστο μέρος της τιμής πώλησής του. Το άλλο πηγαίνει κατευθείαν στην τσέπη του ιδιοκτήτη της επιχείρησης, ο οποίος ούτε στο ελάχιστο δεν εμπλέκεται στη διαδικασία της παραγωγής. Είναι στην κυριολεξία παράσιτο.

Αν ο εργάτης δε δώσει τη δύναμή του, παραγωγή δεν υπάρχει, πλούτος δεν παράγεται. Κατά τον ίδιο τρόπο που οι πρώτοι κλωστοϋφαντουργοί επιχειρηματίες στη Βόρεια Ελλάδα θα έβλεπαν ακόμα τα μηχανήματά τους να αραχνιάζουν, αν οι πρώην αγρότες δεν τα έβαζαν σε κίνηση!


Περικλής ΚΟΥΡΜΟΥΛΗΣ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ