Κυριακή 7 Αυγούστου 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 16
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Κατευθύνουν τη σκέψη στο... πουθενά

Ενα ποσοστό 45,5% του γενικού πληθυσμού απάντησε ότι δε διάβασε κανένα βιβλίο τον περασμένο χρόνο, επειδή «δεν προλαβαίνει». Πρόσχημα, θα πουν κάποιοι. Ωστόσο, η φράση «δεν έχω ελεύθερο χρόνο», ακούγεται από πλατιά κοινωνικά στρώματα κάθε ηλικίας. Η έλλειψη χρόνου αναδεικνύεται όλο και περισσότερο σε οξύ κοινωνικό φαινόμενο.

Οι μαθητές για να αντεπεξέλθουν στο σχολείο - εξεταστήριο και για να προμηθευτούν «εφόδια», που το ίδιο δεν είναι σε θέση να τους προσφέρει (ξένες γλώσσες, μουσική κλπ), και που θα τους κάνει πιο «ανταγωνιστικούς» στην αγορά εργασίας, περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους τρέχοντας από το ένα φροντιστήριο στο άλλο. Κάποιοι σταματούν νωρίτερα την εκπαιδευτική διαδικασία για να βγουν στην παραγωγή. Η συντριπτική πλειοψηφία των φοιτητών στον ελεύθερο χρόνο της εργάζεται για να συνεισφέρει στην οικογένεια, αφού οι σπουδές «κοστίζουν μια περιουσία».

Από την άλλη, η αύξηση του χρόνου εργασίας είναι γεγονός. Η εργάσιμη μέρα επιμηκύνεται, με τη μορφή των υπερωριών, με την απασχόληση σε παραπάνω από μία δουλιές, με την απελευθέρωση του ωραρίου και την επικείμενη κατάργηση της Κυριακής αργίας. Επιπλέον, η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων κατακερματίζει τον ελεύθερο χρόνο.

Σ' αυτές τις κοινωνικές συνθήκες, σε τέτοιους ρυθμούς ζωής που καλείται να ζήσει και να εργαστεί ο άνθρωπος σήμερα, ποια θέση μπορεί να έχει το βιβλίο και κάθε μορφή τέχνης στη ζωή του;

Το «σκότωμα» της ώρας...

Πρόκειται για ένα φαινόμενο που εμφανίζεται αποκλειστικά στο καπιταλιστικό σύστημα. «Σηματοδοτεί την επιθυμία του ατόμου να βιώσει το μη εργάσιμο χρόνο του όσο πιο ανώδυνα, φευγαλέα και επιφανειακά γίνεται. Το "σκότωμα" της ώρας είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική έκφραση της απαξίωσης και της ματαίωσης που νιώθει η νεολαία απέναντι στο καπιταλιστικό παρόν του σχολείου, του πανεπιστημίου και της εργασίας. Αυτό που ζητά η νεολαία είναι να ξεχαστεί», υπογραμμίζει ο Κ. Ιωαννίδης, κοινωνιολόγος - εκπαιδευτικός.

Ετσι, και τα ενδιαφέροντα του σύγχρονου ανθρώπου, λογικό είναι να προσαρμόζονται σ' αυτά τα δεδομένα. Εξάλλου, η αστική τάξη πάντα προσπαθεί να παρέμβει στον ελεύθερο χρόνο των εργαζομένων, διαμορφώνοντάς τον έτσι ώστε να έχει διπλό όφελος: «Από τη μια να "σπέρνει" αντιλήψεις που εδραιώνουν την κυριαρχία της και από την άλλη να στήνει μια ολόκληρη βιομηχανία ελεύθερου χρόνου που αναπαράγει τα καπιταλιστικά κέρδη», σημειώνει ο Κ. Ιωαννίδης.

Κατανάλωση και παθητικότητα. Αδιαφορία για το τι συμβαίνει όχι μόνο γύρω μας, αλλά και σε μας τους ίδιους. Αναζήτηση του «εύκολου». Ενασχόληση με ό,τι σχετίζεται με το «λάιφ στάιλ» και την κοσμοπολίτικη ζωή της αστικής τάξης. Γι' αυτό και το βιβλίο τείνει να συνδεθεί με το χώρο του θεάματος, με το «τι πουλά». Τα λεγόμενα «μπεστ σέλερ» δεν είναι τίποτε άλλο, από βιβλία που υπακούουν σε καταναλωτικούς κανόνες.

«Το βιβλίο δε θεωρείται πια καθημερινή ανάγκη. Αντίθετα, είναι περιθωριοποιημένο. Μ' αυτό τον καταιγισμό ψυχαγωγικών προτάσεων στο κλίμα του καταναλωτισμού, είναι φυσικό να προκρίνει κάποιος τέτοιου είδους ψυχαγωγικές συνήθειες», παρατηρεί η Ζ. Βαλάση. «Τα μπεστ σέλερ δεν ανταποκρίνονται στην ανάγκη επαφής του αναγνώστη με τη λογοτεχνία, αλλά στην ανάγκη ενσωμάτωσής του στο σύστημα που προβάλλεται».

Οθόνη: εχθρός της σελίδας

Η «οθόνη», όχι ως επίτευγμα της τεχνολογικής προόδου, αλλά σαν ένα σύμβολο της σύγχρονης κοινωνίας και των εξοντωτικών ρυθμών της ζωής που μας έχει επιβληθεί, και μας «σπρώχνει» να επιλέξουμε την «εύκολη εικόνα», το «θέαμα», τη γρήγορη και άκριτη πληροφορία έχει αντικαταστήσει τη «σελίδα». Το βιβλίο από την άλλη, δεν είναι μια παθητική απόλαυση της τέχνης. Απαιτεί εγρήγορση, σκέψη, ενεργή συμμετοχή και κρίση.

«Κανένας δεν πρόκειται, φυσικά, να υπερασπιστεί μια επιστροφή στην προ ηλεκτρονικού λόγου εποχή, ή στον αποκλεισμό της εικόνας σαν μια άλλη μέθοδο συλλογής πληροφοριών, γνώσης και ψυχαγωγίας. Ομως η συζήτηση γεννάται από μια συγκεκριμένη επιλογή ζωής, που, εφ' όσον καταργεί στην πράξη τον έντυπο λόγο, επιχειρεί να φέρει στα μέτρα της όλη τη γνωστική διαδικασία και τη διαμόρφωση της συνείδησης. Αυτό δεν είναι προσαρμογή στις απαιτήσεις των καιρών, αλλά προσαρμογή στη μιζέρια και στην αποξένωση που σκόπιμα επιβάλλεται, προκειμένου να αρπάζει τη σκέψη και να την κατευθύνει στο πουθενά...», σημειώνει εύστοχα ο Π. Αλέπης, δημοσιογράφος και μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του «Ριζοσπάστη».


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ