Κυριακή 4 Ιούνη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Η γλάστρα

Το φυτό του εσωτερικού χώρου, ψηλά, γυαλιστερό και καταπράσινο ξεχώρισε αμέσως ανάμεσα στις μικρότερες γλάστρες και τα γλαστράκια που στόλιζαν το γραφείο του κ. διευθυντού. Δύο υπάλληλοι το βόλεψαν κοντά στο παράθυρο. Θαυμάσιο(!), είπαν όλοι. Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης, ονομαστική γιορτή του Κώστα Μπένου, γενικού διευθυντού της «Εταιρείας Εισαγωγής Ειδών Αλιείας». Η ίδια η ψυχή της εταιρείας αυτός ο άνθρωπος. Για 40 ολόκληρα χρόνια. Δεμένη πια η ίδια η ζωή του με τη ζωή της επιχείρησης. Την άρχισε σαν μία μικρή «οικογενειακή» επιχειρησούλα και μέσα σε μερικά χρόνια την έφτασε να γίνει μια ατράνταχτη και υπολογίσιμη μονάδα.

Είχε σκεφτεί σήμερα να μην πάει στο γραφείο. Η γυναίκα του, σερβίροντας τον πολύ πρωινό καφέ μαζί με τις ευχές για τη γιορτή του, του το επανέλαβε δυο - τρεις φορές. Επιτέλους! Ας καταλάβουμε πως είναι γιορτή κάποια μέρα!

- Μα θα με περιμένουν να μου ευχηθούν. Καταλαβαίνεις τι θα γίνεται στο γραφείο!

- Ας στείλουν εδώ τις ευχές και τα δώρα! Ας έλθει εδώ να σε χαιρετίσει όποιος θέλει! Δεν το βλέπεις πόσο είσαι κουρασμένος; Τι σου είπε ο γιατρός; Οσο μπορείς ξεκούραση και ηρεμία! Κι εσύ όλο τα αντίθετα! Κοντά σ' εσένα κι εγώ στο χορό! Σήμερα έπρεπε να βρισκόμαστε σε μια μακρινή ευχάριστη εκδρομή, κανείς να μη μας βρίσκει!

Ακουγε την γκρίνια της γυναίκας του, δίκιο είχε, το ήξερε. Κι η κούραση που τον αρπάζει απ' το πρωί, τη νιώθει να του αγκαλιάζει τα πόδια μόλις σηκωθεί, μια ακεφιά, μια αόριστη ζαλάδα... Κώστα, καημένε Κώστα, είπε πριν από λίγο στον καθρέφτη του λουτρού. Παραγέρασες, έρμε! Ασπρα τα μαλλιά, κι η λυγερή κορμοστασιά άρχισε να θυμίζει τεθλασμένη, με τη ράχη τη σκυφτή και το στομάχι με την ακαλαίσθητη προβολή του.

- Θα πάω! είπε αποφασιστικά. Θα πάω για λίγο. Μια βιαστική ματιά να ρίξω σε κάτι καινούρια τιμολόγια, κάτι να υπογράψω και θα γυρίσω.

Τον ξεπροβόδισε στην πόρτα, αμίλητη και κατσουφιασμένη. «Εχει δίκιο. Παραγίναμε!», σκέφτηκε κλείνοντας την πόρτα «και δεν της δίνω πια καμιά χαρά».

Μπαίνοντας στο γραφείο, σταμάτησε θαμπωμένος. Τι είν' αυτά! Ενα πλατύ χαμόγελο βγαλμένο απ' την καρδιά του - Για μένα είναι όλ' αυτά;

Η γραμματέας πλάι του χαμογελούσε κι αυτή.

- Από το πρωί, έρχονται λουλούδια, τηλεγραφήματα, ό,τι φανταστείτε, είπε χαρούμενα, ο κ. διευθυντής είχε πολύ συγκινηθεί.

- Τις κάρτες!, είπε πηγαίνοντας προς την τεράστια γλάστρα κοντά στο παράθυρο. Τις κάρτες για ν' απαντήσω σ' όλους που με τίμησαν και να ευχαριστήσω!

- Είναι πάνω όλες οι κάρτες! Δείτε τες και θα σας τις φυλάξω!

- Κι αυτό το ωραίο φυτό, είπε κείνος παίρνοντας κι ανοίγοντας το φακελάκι που ήταν καρφιτσωμένο πάνω σε μια πολύχρωμη χαρτονένια γιρλάντα «Θερμές ευχές και πολλή αγάπη. Ο. Μ.», διάβασε.

- Ο. Μ., ποιος είναι αυτός; ρώτησε γυρίζοντας προς τη νεαρή γραμματέα που χαμογελούσε πάντα.

- Δεν ξέρω, κ. διευθυντά! Ο. Μ. γράφει, το είδα!

Ο κ. Μπένος, κοιτάζοντας πάντα την κάρτα, ήρθε και κάθισε στο γραφείο. Γιατί Ο. Μ.; Γιατί ανώνυμη κάρτα; - Ξανακοίταξε τη γλάστρα - Και τόσο ωραίο, ακριβό δώρο!

- Να σας παραγγείλω έναν καφέ, μια πορτοκαλάδα; Να και τα ονόματα αυτών που τηλεφώνησαν, είπε δίνοντάς του το σημείωμα.

Ο κ. Μπένος είχε πολύ αφαιρεθεί. Ευχαριστώ, καφέ μόνον! Πάρτε γλυκά να κεραστεί όλο το προσωπικό! Και μην ξεχάσετε τις κάρτες!, είπε κοιτώντας πάντα αυτή που κρατούσε στο χέρι. «Θερμές ευχές και πολλή αγάπη Ο. Μ.».

Χρόνια ατελείωτα από τότε που μπορούσε να λαβαίνει κάρτες με... πονηρό περιεχόμενο. Σε κάποια γιορτή, θα 'ναι καμιά εικοσαριά χρόνια, μια κατακόκκινη ανθοδέσμη, 10 τριαντάφυλλα, ΑΓΑΠΗ έγραφε μόνον η αθεόφοβη. Κι ούτε ένα γράμμα αλφαβήτου από κάτω. Αυτός αμέσως κατάλαβε... Η τσαχπίνα, η μικρούλα η Νάντια. Το είχε βάλει πείσμα να τον χωρίσει, ήταν έλεγε πολύ ερωτευμένη, δεν την ένοιαζε η διαφορά της ηλικίας. Τον ήθελε δικό της.

Οχι, καμιά φορά δεν έφτασε ως εκεί. Για χωρισμό ποτέ δεν το σκέφτηκε, κι ας του τάραξαν την ισορροπία δυο - τρεις από τις περαστικές «παράλληλες ιστορίες».

Η γραμματέας έφερε τον καφέ - Πάω να ετοιμάσω τα τιμολόγια, να γράψω το γράμμα προς την ΕΛΑΜΚΑ και να σας τα φέρω να τα δείτε και να υπογράψετε.

Ο. Μ., σκεφτόταν εκείνος... Σπάνιο αρχικό για όνομα... Ολια; Ολια! Μόνον η Ολια θα μπορούσε να είναι! Ολια Μάντου! Η καρδιά του κλώτσησε άτακτα. Η όμορφη, η γλυκιά Ολια, από τις πιο σημαντικές παρουσίες στη ζωή του. Να τον θυμήθηκε; Υστερα από τόσον καιρό; Είχε φύγει πολύ πικραμένη. «Δε θα σε ξεχάσω ποτέ, όμως δεν ήσουν εσύ εκείνος που νόμιζα. Δεν ήσουν ικανός για τολμήματα και υψηλούς στόχους! Δεν μπορείς να διεκδικήσεις μια ευτυχία! Χαλάλι σου η συμβατική σου ζωή! Να τη χαίρεσαι!», του είχε γράψει.

Το 'σκισε κομματάκια το γράμμα, μα κείνο γράφτηκε ανεξίτηλο στη μνήμη... Ναι, δεν ήταν ικανός για άλματα τολμηρά. Την ήθελε την Ολια, την ποθούσε αφάνταστα, θα την άλλαζε με τη γυναίκα του την κάθε στιγμή. Ομως υπήρχαν κι άγραφοι νόμοι και κανόνες...

Ο. Μ., λοιπόν! Είχε φροντίσει να μάθει πως η Ολια έφτιαξε τη ζωή της, έναν ανώτερο τραπεζικό είχε διαλέξει που ήταν και ποιητής. Η Ολια λάτρευε την ποίηση.

Το τηλέφωνο χτύπησε, το άρπαξε, ήταν ο ανιψιός του ο Στάθης για να ευχηθεί «Χρόνια πολλά».

- Ευχαριστώ, ευχαριστώ, είπε αφηρημένα. Θα μιλήσουμε άλλη ώρα, έχω πολλή δουλειά.

Να τον θυμόταν ακόμη η Ολια; Μήπως χώρισε, μήπως είχε χηρέψει; Και τόσα χρόνια πως μπόρεσε να τον αγνοεί; Κείνες οι τέσσερις αξέχαστες βραδιές... Για κείνες και μόνον δεν έπρεπε ποτέ να την ξεχάσει. Η γυναίκα του είχε φύγει για την επαρχία, η μητέρα της ήταν πολύ άρρωστη. «Πήγαινε αγάπη μου, της είπε. Εγώ πνίγομαι στη δουλειά! Αδύνατο να λείψω! Μείνε όσο χρειάζεται κοντά της!».

Ηταν τότε η πιο δύσκολη καμπή της ζωής του. Η Ολια τη δυνάστευε πια αυτή τη ζωή... Χίλιες μικρές απάτες για να τη συναντά. Να πετάγεται με χίλιες προφάσεις στο μικρό της διαμέρισμα για λίγο, τέτοιο πάθος, τέτοιο δόσιμο ολοκληρωτικό... Η γυναίκα του παραπονιόταν «πολύ απότομα μου γέρασες! `Η δε σε εμπνέω πια εγώ;».

- Μη λες κουταμάρες, είμαι τόσο κουρασμένος και προβληματισμένος! Δεν έχω κέφι για τίποτα!

Τι να σου κάνει η δόλια, το κατάπινε.

Και κείνα τα τέσσερα εικοσιτετράωρα, δώρο Θεού! Χάθηκε απ' όλο τον κόσμο. Τηλεφωνούσε πρωί και βράδυ στη σύζυγο «Σε παίρνω για να μη με ψάχνεις. Η καινούρια δουλειά βρίσκεται στο πιο δύσκολο και επικίνδυνο σημείο. Αν τα καταφέρω, θα 'ναι κάτι πολύ σημαντικό». Ψέματα επί ψεμάτων... Και το ερωτικό παραλήρημα σ' ένα κρεσέντο ακράτητο και αχαλίνωτο.

Κι αν τηλεφωνούσε τώρα η Ολια; Αν του μιλούσε και του ζητούσε να ιδωθούν; Μα πώς θα μπορούσε να της πει «όχι», αφού τον θυμήθηκε ύστερα από τόσα χρόνια! Θα τον αντίκριζε βέβαια όπως είναι τώρα, με τη θλιβερή παραλλαγή της παλιάς του όψης! Ομως κι εκείνη, θα 'χει γεράσει. Ισως τα μάτια της... τα μεγάλα της ολόμαυρα μάτια με το υγρό τους βάθος, αυτή η μαγεία όταν μισόκλειναν πίσω από τις μακριές γυριστές τους βλεφαρίδες... Το κορμί της; Το κορμί της το υπέροχο, ό,τι πιο θηλυκό κι ερωτικό μπορούσε να υπάρξει, η σάρκα η αψεγάδιαστη με τη ρόδινη διαφάνεια, εκεί, στην εσωτερική επιφάνεια των μηρών, κείνο το ανατρίχιασμα όταν την άγγιζε... το ξεσήκωμα στο φιλί του.

- Αν τηλεφωνήσει μπορεί να της πω για την Παρασκευή. Θα 'ναι πολύ τυχερή αν πάρει σήμερα ή αύριο... Θα 'χουμε μια ολόκληρη μέρα δική μας. Η Νίτσα θα φύγει από το πρωί για την Τήνο, θα γυρίσει αργά το βράδυ... Μπορεί και την άλλη μέρα το πρωί... Η λαχτάρα μιας τέτοιας προσμονής έκανε και την αναπνοή του άρρυθμη και βαθιά. Μια ολόκληρη μέρα, αναβάπτισμα στ' αξέχαστα παλιά. Το πνεύμα πρόθυμο - σκέφτηκε κάποια στιγμή. Η σάρκα; Που έχει μάθει να προδίνει; Οχι με την Ολια! Οχι! Μετά από τόσα χρόνια απουσίας, θα τη λαχταρά αφάνταστα και θα μπορεί!

Είχε ολότελα αποξεχαστεί μέσα στα συννεφάκια του καπνού, είχε πάρει και τσιγάρο από το ξεχασμένο κουτί στο βάθος του συρταριού. Ετσι στο πείσμα όλων των απαγορεύσεων, των νόμων και των κανόνων!... Ενα ονειροπόλημα ηδονικό. Μια χαρά τον πλημμύριζε, η ζωή μπορεί να είναι πολύ όμορφη... και τώρα ακόμη.

Ξαφνιάστηκε όταν είδε μπροστά του τους δέκα υπαλλήλους της εταιρίας. Η γραμματέας πρώτη απ' όλους κι όλοι χαμογελούσαν.

- Πότε μπήκατε; είπε απορημένος.

- Ηρθαμε όλοι μαζί να σας ευχηθούμε κι από κοντά... Στη γλάστρα δε βάλαμε όλα τα ονόματα!

- Ποια γλάστρα; ρώτησε κι η καρδιά του κλώτσησε πάλι, τώρα όμως με πόνο η σκασμένη.

- Αυτή, τη μεγάλη! του έδειξαν.

- Ο. Μ.; είπε αυτός ξέπνοα.

- Ναι, κύριε διευθυντά, ίσως ήταν ανόητο. Ολοι μαζί, αυτό εννοούσαμε, κι ήρθαμε τώρα να σας σφίξουμε το χέρι... Ολοι Μαζί!


Της
Τούλας ΜΠΟΥΤΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ