Είμαι από τους άτυχους που δεν το μπόρεσαν να 'ναι κοντά σου στο ξόδι σου προς την Αθανασία.
Από τα βάθη της καρδιάς μου θα 'θελα να σου ζητήσω συγνώμη. Οχι γιατί δεν ήρθα. Συμπάθα με επειδή θέλησα νά 'ρθω.
Ο μισεμός σου έπεσε σε μια στιγμή έντασης της πολιτικής -συνδικαλιστικής δουλιάς. Το δίλημμα πελώριο. Από τη μια, η έντονη επιθυμία να μπω κι εγώ μες στις στρατιές των «παιδιών» σου που κίνησαν από κάθε γωνιά για να σου πουν το «γεια». Από την άλλη, το καθήκον.
Δε σου κρύβω - άλλωστε θα 'ταν μάταιο, εσύ πάντα μας καταλάβαινες από μια ματιά μας, από μια κουβέντα - πως τρεις φορές ταλαντεύτηκα. Βλέπεις, όσα κι αν μας δίδαξες με τη ζωή σου, δεν είναι τόσο εύκολο να τα κρατάμε πάντα.
Κείνη την κρίσιμη στιγμή της ταλάντευσης, μου φάνηκε (;) πως άκουσα τη φωνή σου: «Πού πάτ' ορέ; Αφήνετε το γάμο και πάτε για πουρνάρια;». Στην αρχή είπα πως η φαντασία μού παίζει παράξενο παιχνίδι. Μετά κατάλαβα. Εμείς, οι κομμουνιστές, δεν είμαστ' αλαφροΐσκιωτοι ν' ακούμε φωνές. Ηταν η φωνή της συνείδησης, η φωνή του καθήκοντος που πήρε τη χροιά της δικής σου. Ηταν η φωνή του σποριά, που νοιάζεται για τη σπορά του κι όχι για το κουφάρι του. Δεν είχα το δικαίωμα να την προδώσω. Κι έμεινα πίσω. Να κάμω αυτό που πρέπει. Να σου κάνω ένα μνημόσυνο σαν αυτό που ζήτησες: «με βοήθεια στο Κόμμα».
Ναι. Τελικά, είμαι περήφανος που μπόρεσα να μην είμαι εκεί. Σ' ευχαριστώ γι' αυτό το τελευταίο μάθημα που μου 'δωσες.
Τέτοια ώρα, θα βρίσκεσαι στο δρόμο για το αγαπημένο σου Παλιοζογλώπι. Οχι η ψυχή σου. Αυτή θα συμμετέχει πάντα στην Ολομέλεια των Λαϊκών Αγωνιστών. Μιλώ για το κουφάρι σου. Μη νοιάζεσαι, δεν πρόκειται να το ξεθάψουν τ' αγρίμια. Ακόμη κι αυτά, σέβονται κείνους που πάλεψαν για τη ζωή.
Τα χρειαζόμαστε αυτά τα λουλούδια. Θα 'ρθούμε κάποτε - εμείς ή τα παιδιά μας - να τα μαζέψουμε, για να φτιάξουμε το στεφάνι στην πρώτη γιορτή της Νίκης.
Γεια χαρά καπετάνιε.
Αντίο σύντροφε.