Παρασκευή 20 Μάη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 23
ΔΙΕΘΝΗ
Ο Ελληνας βιετκόνγκ θυμάται...

Ο Κώστας Σαραντίδης - ή Nguyen Van Lap -, ο οποίος πολέμησε στο πλάι του λαού του Βιετνάμ για σχεδόν δύο δεκαετίες, μιλά στο «Ρ»

Το στρατιωτικό βιβλιάριο του Κ. Σαραντίδη στο Λαϊκό Στρατό του Βιετνάμ
Το στρατιωτικό βιβλιάριο του Κ. Σαραντίδη στο Λαϊκό Στρατό του Βιετνάμ
5ο ΜΕΡΟΣ

Ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει σήμερα, με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από τη νίκη του Βιετνάμ εναντίον της ιμπεριαλιστικής επίθεσης των ΗΠΑ, το πέμπτο και προτελευταίο μέρος της αφήγησης του Κώστα Σαραντίδη - ή Nguyen Van Lap - του Ελληνα που πολέμησε στο πλευρό των βιετμίνχ από το 1956 έως το 1965. Μιλώντας στο «Ρ», ο Κ. Σαραντίδης αναφέρθηκε στις αναγκαίες προϋποθέσεις για την επιτυχία ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα συνδεδεμένου με επαναστατικά προτάγματα, αλλά και την οργανική σύνδεση των ανταρτών με το λαό.

«Δεν πολεμάγαμε σαν τους άλλους»

Ο Κ. Σαραντίδης τονίζει ότι το βιετναμέζικο αντάρτικο λειτουργούσε με πολύ διαφορετική τακτική και στρατηγική από ό,τι οι αντίπαλές του δυνάμεις, τόσο των Γάλλων - εναντίον των οποίων πολέμησε - όσο και, στη συνέχεια, των Αμερικανών. «Γι' αυτό και το αντάρτικο βάσταξε και θα μπορούσε να κρατήσει και εκατό χρόνια», λέει, «δε γίνονταν λαίμαργα. Δεν πολεμάγαμε σαν τους άλλους. Είχαμε τακτική. Είχαμε χωρίσει σε ζώνες τις περιοχές. Κάθε τάγμα είχε τη δική του ζώνη. Κάθε ζώνη είχε δύο τάγματα. Ενα εμπόλεμο και ένα σε ανάρρωση. Στα μετόπισθεν. Ετσι, καλλιεργούσαμε, την πατάτα, το μανιόκ. Ζαχαροκάλαμο. Ρύζι. Ψαρεύαμε ψάρια σε ποτάμια. Για να ανακτήσουμε τις δυνάμεις μας. Και μετά ερχόταν η άλλη μονάδα και τα παραδίναμε σε αυτούς».

Ποια οικογένεια έχει ανάγκη;

Από τη συζήτηση με τον Κ. Σαραντίδη
Από τη συζήτηση με τον Κ. Σαραντίδη
Η αλληλεγγύη των ανταρτών προς το λαό ήταν αυτονόητη όσο και η αναπνοή, θυμάται ο συνομιλητής μας. «Πηγαίναμε σε ένα χωριό. Πρώτη μας δουλιά ήταν να βρούμε τον κοινοτάρχη. Σύντροφε, ποια οικογένεια είναι φτωχή κι έχει ανάγκη από χέρια; Τρέχαμε να μαζέψουμε κοπριά, να καθαρίσουμε το ρύζι εκεί που είχε φυτρώσει χόρτο, ζιζάνια. Να μαζέψουμε χόρτα για να δώσουμε στα γουρούνια. Δουλεύαμε! Κάθε Κυριακή, δεν είχαμε συσσίτιο, είχαμε το τουτούκ (tu-tuc), την αυτοσυντήρηση. Χτυπάγαμε τις πόρτες, ποιος μας θέλει για δουλιά; Και στον πλούσιο πηγαίναμε, και σε αυτόν δουλεύαμε. Δεν κάναμε διάκριση. Και φυσικά, κάναμε και διαφωτισμό και διαπαιδαγώγηση. Μαζί με όλα τα άλλα. Προσφέραμε ό,τι μπορούσαμε...».

«Είχαμε γίνει ένα»

Ο Κ. Σαραντίδης έχει τις καλύτερες αναμνήσεις του από τη ζωή με τα παιδιά των σκληρά αγωνιζόμενων Βιετναμέζων: «Οταν πηγαίναμε στα σπίτια, τα πιτσιρίκια έπρεπε να δεις πώς έκαναν. Τα πιτσιρίκια τα προσέχαμε εμείς, όλη μέρα. Οι γονείς τους σηκώνονταν και πήγαιναν στα χωράφια πριν βγει ο ήλιος, και επέστρεφαν αφού είχε πέσει ο ήλιος. Φυσικά, δεν είχαν μηχανήματα. Δεν είχαν τίποτα... Μια τσάπα, έναν κουβά για να ρίχνουν το νερό. Και μερικά ζώα. Αυτή η δουλιά, κάθε μέρα, ήταν φοβερά εξαντλητική. Δεν υπήρχε χρόνος να προσέχουν και τα παιδιά. Το μεγαλύτερο κοριτσάκι, επτά - οκτώ χρονών, ήταν και μάνα, και αδερφή, και μωρό, ταυτόχρονα. Εμείς ήμασταν εκεί και έπρεπε να σκουπίσουμε, να φροντίσουμε τα σπίτια, να ταΐσουμε τα γουρούνια και τα κατοικίδια, να φροντίσουμε, να πλύνουμε τα μωράκια. Ολα αυτά με είχαν συνδέσει με τους ανθρώπους αυτούς, είχα γίνει ένα με τους Βιετναμέζους. Μου έλεγαν οι άλλοι ξένοι, "έχεις μπει στο τομάρι τους". Ναι, φυσικά, παραδεχόμουν».

«Ημασταν το παράδειγμα»

«Οταν πηγαίναμε σε κάποια περιοχή και υπήρχε ευκαιρία, κάποια γιορτή, κάποια επέτειος, εμείς ήμασταν το παράδειγμα, ο καθρέφτης. Εμείς, λέγαμε στον κόσμο, είμαστε ξένοι, αλλά πολεμάμε για τη δική σας την πατρίδα. Κι εμείς στη δική μας πατρίδα, τους έλεγα - έστω κι αν και δεν ήμουν προσωπικά στο αντάρτικο, υπερέβαλα λίγο στις αφηγήσεις - πολεμάγαμε τους Γερμανούς κατακτητές. Κι εμένα με έστειλαν εδώ για να γίνω ίδιος; Αρνήθηκα! Οχι! Ενώθηκα μαζί σας, να πολεμήσω εναντίον του κατακτητή. Αυτά που έλεγα είχαν απήχηση στο λαό αυτόν».

Η στρατολόγηση ανταρτών δε γινόταν άκριτα, θα πει ο Κ. Σαραντίδης: «Υπήρχε, βέβαια, το πρόβλημα ότι δεν ήταν εύκολη η στρατολόγηση ανθρώπων για το αντάρτικο, δεν μπορούσε να πάει όποιος όποιος. Ο πολιτικός κομισάριος, ο επίτροπος, προειδοποιούσε: φαΐ δεν έχει, νερό δεν έχει, φάρμακα δεν έχει, ρούχα δεν έχει, θα είσαι ξυπόλυτος. Θα αντέξεις; Αν κάποιος απάνταγε, εγώ δεν πάω γι' αυτά, πάω να πολεμήσω, κι ίσως να σκοτωθώ, του λέγανε, πέρνα. Αυτό δε σήμαινε ότι πήγαινε κατ' ευθείαν στο αντάρτικο, πήγαινε σε προπαρασκευαστική μονάδα πρώτα. Εξασκείτο, διαφωτιζόταν, δούλευε»...

Διαφώτιση και μόρφωση του λαού

Οι στόχοι των βιετμίνχ δεν ήταν μόνο στρατιωτικοί, αλλά και πολιτικοί και κοινωνικοί, λέει ο συνομιλητής μας. «Βασικό ζήτημα στη διαφώτιση ήταν το νόημα της μάχης που δίναμε, η αγάπη για την πατρίδα, το τι έκαναν οι Γάλλοι. Τα δικαιώματα που στερούσαν από τους Βιετναμέζους, και η προσπάθειά τους να ελευθερωθούν», λέει.

Και τονίζει ότι εξίσου σημαντικός στόχος ήταν και η πρόοδος σε ένα κύριο κοινωνικό πρόβλημα: «Γινόταν μια τεράστια προσπάθεια για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού. Ηταν ένα σύστημα τέλειο», προσθέτει.

Μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές που διηγείται είναι η λειτουργία των αγορών τη νύχτα για την αποφυγή του εντοπισμού τους και του βομβαρδισμού τους από αέρος: «Υπήρχαν υπαίθριες λαϊκές αγορές, όπως κι εδώ. Αλλά λόγω του πολέμου, φυσικά, οι λαϊκές αγορές εκεί άνοιγαν και εργάζονταν τη νύχτα. Και αλίμονο, αν πήγαινε κάποια κοπέλα ή κάποιος νέος με άσπρο πουκάμισο. Αφού έδινε στόχο... Ερχόντουσαν τα παιδάκια τα μικρά και σε ειδοποιούσαν, πήγαινε άλλαξε, δίνεις στόχο! Και μετά κλείνανε την αγορά και αφήνανε δύο εισόδους».

Αύριο: Το τελευταίο μέρος


Μπάμπης ΓΕΩΡΓΙΚΟΣ, Ελένη ΜΑΪΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ