Κυριακή 24 Απρίλη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Οι Τράπουλες

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Σ' εκείνες τις συνθήκες, ο Πυρήνας1 πήρε μια καλή πρωτοβουλία. Στα καφενεία οι άντρες, σκότωναν τον καιρό τους, παίζοντας χαρτιά. Και παρατούσαν τις δουλιές, δε μαζεύονταν στα σπίτια, το κακό παράγινε. Θα πεις σύμπτωμα απελπισίας, δυσφορίας, βαριεστιμάρας, εξαιτίας της Κατοχής. Τελικά και κατάπτωσης. Σάμπως, άκουγαν και τίποτα καλό να τονωθεί το ηθικό τους; Ολο κακές ειδήσεις έρχονταν από παντού.

Είχε πλακώσει κι ο βαρύς χειμώνας, με πολλά χιόνια και παγωνιές. Και τι να έκαναν, να κλειστούν στα σπίτια; Στα καφενεία έβρισκαν παρέα, έπιναν τον καφέ τους. Καφέ από καβουρντισμένο ρεβίθι, κριθάρι ή σίκαλη. Το συνήθισαν και δεν τους κακοφαινόταν. Επιναν και τα ούζα τους με μεζέ στραγάλια. Συζητούσαν. Μάθαιναν και τα νέα από διαδόσεις, αλλά και από καμιά εφημερίδα, που τη διάβαζε ο γερο - Τζιμ. Επαιζαν χαρτιά, κολτσίνα και πρέφα. Επαιζαν και τάβλι. Το σκάκι άγνωστο τότε. Πήγε παλιά να τους το μάθει εκείνος ο εμιγκρές ο Αγγουρόβιτς 2. (Τέτοια πρόσωπα δεν ξεχνιούνται, αγαπητέ αναγνώστη). Μα, τον έδιωξε ο Τζιμ κακήν κακώς!

Γύριζαν στο σπίτι για φαΐ το μεσημέρι. Επαιρναν κι ένα καλόν ύπνο. Φρέσκοι το δειλινό, ξανά στον καφενέ. Και μέχρι τα μεσάνυχτα. Ετσι περνούσαν τις ώρες τους. Ετσι περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες. Δουλιές, νοικοκυριό τα φόρτωναν στις συμβίες και στα παιδιά. Αφέντες αυτοί!...

Είχαν δίκιο οι γυναίκες να γκρινιάζουν, να διαμαρτύρονται, να στήνουν καυγάδες. Να τους χαρακτηρίζουν τεμπελχανάδες, χασομέρηδες, αχαΐρευτους, κλπ. Να τους ταυτίζουν με τους «μπάτσους», που δεν είχαν δουλιά να κάνουν παρά να κοπροσκυλιάζουν. Και να πουλάνε νταηλίκι και ιδέα, γκομενιλίκι και μαγκιά. Καθώς και με άλλους αργόσχολους καφενόβιους και χαραμοφάηδες.

Κι ύστερα, απάνω στην απελπισιά, έφταιγαν αυτές; Αν φορτώνονταν την Ντοριά, που την είχαν αρχηγό, να επέμβει, για να σταματήσει αυτό το κακό.

«Αμα δε συμμαζευτούν θα χωρίσουμε! Το κρίμα στο λαιμό τους. Οχι θα τους ανεχόμαστε. Δεν είμαστε δούλες. Η υπομονή έχει τα όριά της. Δεν πάει άλλο! Δεν πάει άλλο».

Μερικές μάλιστα απ' τις πιο ζόρικες, που είχαν κυκλώσει παλιά την αστυνομία, πρότειναν να κάνουν συλλαλητήριο. Και να πέσουν απάνω στα καφενεία. Να δείρουν τους άντρες και να τα κάνουνε λίμπα... Το έλεγαν σοβαρά, το 'χαν άγριο το μάτι.

«Ο, ρε οι παλαβές! λέει ο Στραβοτζάνης3, τι πάνε να κάνουν. Δεν έχουν ντιπ μυαλό. Είναι ανάρχες!»

Του τα 'πε η Ντοριά: «Το απαιτούν, λέει. Και επιμένουν. Ούτε ο πρόεδρος, ούτε η χωροφυλακή, ούτε οι προύχοντες. Αυτοί όλοι είναι "διαπλεκόμενοι" - που να τους πάρει και να τους σηκώσει. Μόνο ο Πυρήνας είναι σε θέση να βάλει τάξη. Αυτός είναι τώρα εξουσία! Λένε, κλαίνε, παρακαλάνε».

«Θέλει σκέψη το πράμα», απαντάει αυτός. «Θα το κουβεντιάσουμε στο Γραφείο. Να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Τι θα πει κι ο Τζιμ».

«Ρωτάς τι θα πει;», ανταπαντάει η Ντοριά. «Να βάλουμε λουκέτο στο μαγαζί;»

«Ε, όχι!», λέει ο Γιάννης. «Ξέγραψέ το. Αυτό δε γίνεται. Εκείνο που μπορούμε να κάνουμε είναι ν' απαγορέψουμε τα χαρτιά. Μα θα 'χουμε αντιδράσεις».

«Καλά το λες! Ας έχουμε», συμφωνεί η Ντοριά.

«Να δούμε τι λέει κι ο νωματάρχης».

«Αρχισες τους συμβιβασμούς; Αστον αυτόν. Τον αναλαβαίνουμε οι γυναίκες».

***

Ο Πυρήνας συμφώνησε. Το σκεπτικό ήταν σωστό. «Η χαρτοπαιξία, με όποια μορφή, έπρεπε να είχε καταργηθεί ως επιβλαβής και ψυχοφθόρα». Επιπλέον, σε τούτες τις συνθήκες χρειάζεται με όλες μας τις δυνάμεις να μπούμε στον αγώνα. Και όχι να μας δέρνει η απελπισία, να κλαίμε τη μοίρα μας. Και να χαραμίζουμε το χρόνο μας παίζοντας χαρτιά». Στη βάση αυτή δόθηκε γραμμή:

«Να καούν οι τράπουλες».

Το μέτρο κακοφάνηκε σε πολλούς. Αντέδρασαν.

«Και τι θα κάνουμε τώρα; Πώς θα περνάμε την ώρα; Θα παίζουμε κομπολόι ή τα παπάρια μας!».

Ο Τζιμ θύμωσε. Ας προπαγάντιζε πριν, πως ήθελε το καφενείο «λέσχη πολιτισμού κι όχι τεκέ και χαμαιτυπείο». Και απάνω στην οργή του ξεσπάθωσε:

«Οχ, θα μου το κλείσουν το μαγαζί. Και πώς θα βγάζουμε κάνα φράγκο. Πώς θα ζήσουμε;».

Προσπάθησαν ο Στραβοτζάνης και η Ντοριά να τον πείσουν. Στάθηκε αδύνατον. Βασικό επιχείρημα:

«Θα χάσω την πελατεία. Οπότε ...φαλιμέντο!»

«Δε θα τη χάσεις!», του λέει η Ντοριά.

«Θα πειθαρχήσεις!», του λέει ο Γιάννης.

Τον σεγοντάριζε ο Ζαβός. Μεγάλο χαρτόμουτρο, που έπαιζε και λεφτά, και τους μάδαγε όλους. Θυμάται το σύνθημα για τον Γερμανό στρατηγό του «Αφρικα κόρπους», που ήταν της μόδας, και γελώντας του λέει: «Βάστα Ρόμελ».

Τη νύχτα ο γέρος ηρέμησε. Συνεδρίασε με τον εαυτό του. Του είχαν μιλήσει και οι νεολαίοι, ο Νάσος κι η Βέρα, που τους είχε αδυναμία. Το ξανασκέφτηκε αυτοκριτικά! «Συμβουλεύτηκε και το μαξιλάρι του!» (Οπως θα 'λεγε ο Χαρίλαος). Ηρθε στα συγκαλά του. Και το πρωί πήγε στο καφενείο με άλλη διάθεση. «Επαναστατική»! Οχι «οπουρτουνιστική», «κερδοσκοπική» κλπ. Θεός φυλάξοι!

***

Σαν ήρθαν οι λεγάμενοι. Λάβροι και μαχμουρλήδες. Κάθισαν στα τραπέζια. Παράγγειλαν καφέδες.

«Χμμμ! Σήμερα θα καείτε!...», τους πείραξε ο Τζιμ.

«Κερνάω γλυκοπικρόξινο!» Το 'ριξαν στη χαρτοπαιξία. Χωρίς καν να φανταστούν τι τους περίμενε. Οπως ήτανε πεσμένοι στο παιχνίδι με τα μούτρα, τους πατάει έναν έξυπνο αιφνιδιασμό. Κι έμειναν άναυδοι.

Φέρνει μια γύρα σε όλα τα τραπέζια. Αρπάζει όλες τις τράπουλες. Με ξεγέλασμα πως θα τους δώσει καινούριες. Τις ρίχνει στη σόμπα, που λαμπάδιασε. Και τις έκαψε. Πήγε ο λαμπρός ως το ταβάνι. Αυτοί κοίταζαν σα χαζοί. Τα 'χανε χάσει.

«Τέρμα τα παλιόχαρτα! Φωνάζει ο Τζιμ. Με όλες τις αμαρτίες τους. Αιωνία η μνήμη τους»!

Ηταν το γεγονός της ημέρας. Δεν πρόλαβε όμως να το χαρεί. Αδειασε το μαγαζί! Του 'φυγε η πελατεία. Δεν έμεινε ένας. Αγανακτισμένοι τον αναθεμάτιζαν. Του αράδιαζαν τα κουσούρια του. Μόλο που καταλάβαιναν πως η απόφαση δεν ήταν δική του. Τον έβριζαν. Και ορκίζονταν:

«Αμα μας ματαδείς στο ρημάδι σου, γράψε μας».

Κοντά του έμεινε, παρά τη διαφωνία του, ο πάντα πιστός φίλος του. Ο Ζαβός. Ετυχε να 'ρθει εκείνη την ώρα και τον είδε στενοχωρημένο.

«Τι θα κάνουμε τώρα, σύντροφε Κώστα;», του λέει ο γερο - Τζιμ.

«Τώρα;» του απαντάει. «Θα κ ά α α θ ε σ α ι! Και θα σκοτώνεις ...μύγες. Μη χολοσκάς. Ο Πυρήνας να 'ναι καλά! Βάλε να πιούμε».

***

Ζέστη, λιόλουστη η άλλη μέρα. Και απ' το πρωί ως το βράδυ, το καφενείο θα σφύζει από ζωή. Στη θέση των αντρών ήρθανε οι γυναίκες. Εφταναν κατά κύματα. Ερχονταν απ' όλες τις γειτονιές παρέες παρέες. Λες και ήτανε συνεννοημένες. Χαρούμενες, ενθουσιασμένες, δυναμικές. Κάνοντας τρομερό σαματά. Με γέλια και χάχανα. Αντάμωναν στην πλατέα. Επιαναν το κουβεντολόι. Σα να είχαν από καιρό αναμεταξύ τους να ιδωθούνε και να τα πούνε. Αλλά και σε πείσμα των αντρών να τις κοιτάνε και να σκάζουν απ' το κακό τους».

Εμπαιναν στο καφενείο του Τζιμ. Εδιναν συχαρίκια στο γέρο. Του έσφιγγαν τα χέρια. Τον αγκάλιαζαν. Τον φιλούσαν. Ελεγαν:

«Να κι ένας άντρας, που μας καταλαβαίνει».

Επεφταν απάνω του να τον φάνε. Του ρουφούσαν τα μάγουλα και τ' αχείλια. Ετριβαν στη φαλάκρα του τα βυζιά τους. Τον τρέλαιναν στις τσιμπιές. Του πρόσφεραν λουλούδια. Του απάγγελναν στιχάκια, που τα σκάρωναν απάνω στην τρέλα τους. Του εκδήλωναν την αγάπη τους και με το παλιό τραγούδι, που νόμιζε το βγάλανε για την αφεντιά του όταν γύρισε απ' τα ξένα.

«Μη με στέλνεις μάνα μ' στην Αμερική».

Ασφυκτικά γέμισε ο καφενές. Κάθονταν γύρω στα τραπέζια. Εβαζαν το 'να πόδι πάν' στ' άλλο, σαν άντρες. Παράγγελναν καφέδες και ουζάκια.

Τι να κάνει όμως ο Τζιμ, που είχε διαλυθεί. Ανέλαβαν γκαρσόνες κάποιες νεαρές. Εφεραν και πίτες, μεζέ, κρασί και γλυκά. Και το γλέντησαν μέχρι που νύχτωσε. Με τραγούδι και χορό!... Τέλος, έλυναν το κομπόδεμα να πληρώσουν τα έξοδα.

«Γέρο, μη σε νοιάζει»! τον διαβεβαίωναν. Εδώ είμαστε εμείς!... Να ζει ο καφενές!»

Αυτό που έγινε ήταν πρωτοφανές. Κι έκανε και στ' άλλα χωριά μεγάλη εντύπωση. Ηταν κι ένα βήμα προς την ισοτιμία...

Η παλιά πελατεία θα γυρίσει στον Τζιμ λίαν συντόμως. Οταν θα 'ρθουν οι αντάρτες. Και με «διάταγμα» της Αυτοδιοίκησης, θα καούν οι τράπουλες και στ' άλλα καφενεία.

(Από το υπό έκδοση μυθιστόρημα «Ο γερο - Τζιμ»).

1. Πυρήνας: Κομματική Οργάνωση Βάσης του ΚΚΕ.

2. Φυγάς απ' τη Ρωσία, αντισοβιετικός.

3. Ο γραμματέας του Πυρήνα Γιάννης (με τον στραβό σβέρκο).


του Γιώργη Μωραϊτη


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ