Κυριακή 20 Μάρτη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΕΣ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ
Προκαλούν στρεβλώνοντας την πραγματικότητα

Με διαφημιστικά φυλλάδια προσπαθούν οι μεγαλοεπιχειρηματίες να κατευνάσουν τη λαϊκή αγανάκτηση για την ακρίβεια στην αγορά

Σε μια προσπάθεια να αμβλύνει την αρνητική εντύπωση που έχουν διαμορφώσει οι εργαζόμενοι για την κερδοσκοπική δράση των αλυσίδων σούπερ μάρκετ και να κατευνάσει την οργή τους για την αβάσταχτη ακρίβεια και τις αλλεπάλληλες ανατιμήσεις, που επιβάλλονται συστηματικά, ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Σούπερ Μάρκετ Ελλάδας (ΣΕΣΜΕ) διανέμει αυτό το διάστημα - με αφορμή την Παγκόσμια Μέρα Καταναλωτών - ένα δισέλιδο έντυπο. Αφορμή μπορεί να αποτέλεσε η Παγκόσμια Μέρα Καταναλωτών, που ήταν στις 15 του Μάρτη, στην πραγματικότητα όμως οι ιδιοκτήτες των σούπερ μάρκετ ξεδιπλώνουν το σύνολο της επιχειρηματολογίας τους, μια επιχειρηματολογία στήριξης του συστήματος και των κερδών τους.

Πρόκειται για ένα φυλλάδιο, το περιεχόμενο του οποίου αποσκοπεί στο να δικαιολογήσει και να εξωραΐσει τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν οι εργαζόμενοι μέσα και έξω από τα σούπερ μάρκετ. Μια πρώτη ανάγνωση θα μπορούσε να κάνει τον ανυποψίαστο καταναλωτή να αναρωτηθεί εάν ισχύουν όλα αυτά τα, υποτιθέμενα, σπουδαία, για «παραγωγικές επενδύσεις», «χαμηλά λειτουργικά έξοδα», «μικρά περιθώρια κέρδους», «σκληρές διαπραγματεύσεις για τις τιμές», τότε προς τι οι αλλεπάλληλες ανατιμήσεις, η ακρίβεια και η υποβάθμιση της ποιότητας των προϊόντων που επικρατεί στα σούπερ μάρκετ.

Η απάντηση δίνεται μέσα από τα ίδια τα επιχειρήματα και τις «αλήθειες», όπως τις «βλέπουν» από τη σκοπιά τους οι επιχειρηματίες και αποτυπώνονται στο φυλλάδιο. Στην ουσία, αποκαλύπτεται αυτό που πραγματικά συμβαίνει στην αγορά. Οτι, δηλαδή, οι ιδιοκτήτες των σούπερ μάρκετ πετυχαίνουν να αυξάνουν τα κέρδη τους μέσα από την καταλήστευση των λαϊκών εισοδημάτων, τη συμπίεση του λειτουργικού κόστους μέσα από τις εργασιακές σχέσεις άγριας εκμετάλλευσης σε βάρος των εργαζομένων στο λιανεμπόριο, τη συμπίεση του εισοδήματος ντόπιων παραγωγών, είτε πρόκειται για παραγωγούς αγροτικών προϊόντων, είτε για μικροεπαγγελματοβιοτέχνες, από τους οποίους προμηθεύονται τα εμπορεύματα ιδιωτικής ετικέτας.

Το πρώτο σημείο - πρόκληση που διακρίνει κανείς, παίρνοντας στα χέρια του το συγκεκριμένο φυλλάδιο, δεν είναι άλλο από εκείνο που «ευχαριστεί» τους καταναλωτές για την «εμπιστοσύνη» τους απέναντι στα σούπερ μάρκετ! «Ολοι μας κρινόμαστε καθημερινά από τον καταναλωτή, ο οποίος γνωρίζει, συγκρίνει και επιλέγει», αναφέρεται μεταξύ των άλλων, ενώ στην πραγματικότητα είναι παραπάνω από προφανές ότι οι καταναλωτές δεν έχουν καμιά δυνατότητα να κάνουν τίποτα απ' όλα αυτά, πολύ περισσότερο να επιλέξουν πραγματικά. Απλώς, δεν έχουν καμιά άλλη επιλογή για αγορές πέρα από αυτά που μας παρουσιάζουν στα ράφια οι ιδιοκτήτες των σούπερ μάρκετ, όχι με βάση το τι θα μπορούσαν να θελήσουν οι καταναλωτές, αλλά με βάση αποκλειστικά το δικό τους κέρδος. Η όποια σύγκριση, το πολύ πολύ να τους οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αυτό που επικρατεί σε όλα τα σούπερ μάρκετ είναι αφόρητη ακρίβεια. Το αν σε κάποιο σούπερ μάρκετ είναι μερικά λεπτά ακριβότερος ο καφές από κάποιο άλλο, που πουλάει ακριβότερα τη ζάχαρη, αλλά το σύνολο στο ταμείο είναι πάνω - κάτω ίδιο, αυτό μόνο δυνατότητα επιλογής δε συνιστά. Αλλωστε, το πόση δυνατότητα επιλογής μπορεί να έχουν οι καταναλωτές το καταδεικνύει η ίδια η έρευνα, που έγινε πρόσφατα για λογαριασμό του ΣΕΣΜΕ από καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Αθήνας. Από τα συμπεράσματα της έρευνας, προκύπτει ότι δέκα αλυσίδες σούπερ μάρκετ νέμονται το 83,1% των συνολικών πωλήσεων του λιανεμπορίου τροφίμων. Μάλιστα, οι τρεις μεγαλύτερες κατέχουν ποσοστά από 22,5% μέχρι 10% η καθεμιά.

Ρεσιτάλ υποκρισίας και ψεύδους

Ο ΣΕΣΜΕ δίνει ρεσιτάλ θράσους, όταν επαίρεται ότι διαθέτει «πάνω από 2.000 καταστήματα και περίπου 280.000 εργαζόμενους». Το πρώτο μέγα ψεύδος είναι ο ίδιος ο αριθμός των εργαζομένων. Ο καθένας καταλαβαίνει ότι το απίθανο, κατά μέσο όρο, νούμερο 140 εργαζόμενοι ανά κατάστημα, δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την πραγματικότητα, εκτός αν παίρνονται υπόψη οι δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, που, αφού απασχολήθηκαν δυο - τρεις μήνες κάποιας χρονιάς, πετάχτηκαν στην ανεργία. Πάντως, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, οι εργαζόμενοι στον ενιαίο κλάδο «πολυκαταστήματα - σούπερ μάρκετ» το 2003 ήταν περί τις 60.000 άτομα. Παράλληλα, κι αυτό είναι και η ουσία, οι μεγαλοεργοδότες του λιανεμπορίου αποσιωπούν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είναι αναγκασμένοι να απασχολούνται οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις τους. Οι συμβάσεις μερικής απασχόλησης που φτάνουν το 70% των εργαζομένων στο λιανεμπόριο, οι μισθοί των 340 ευρώ το μήνα για τους τετράωρους, τα ωράρια - λάστιχο και οι απλήρωτες υπερωρίες είναι ζητήματα, που ασφαλώς δεν έχουν θέση στο έντυπο του ΣΕΣΜΕ. Ολα αυτά είναι μέσα, με τα οποία καταφέρνουν να συμπιέσουν οι επιχειρηματίες το λειτουργικό τους κόστος και να το φέρουν στα επίπεδα των αντίστοιχων μεγάλων ευρωπαϊκών εταιριών, όπως κομπάζουν. Μόνο, που αυτό σε καμία περίπτωση δεν είναι «και συμφέρον του καταναλωτή», όπως καταλήγει να ισχυρίζεται ο Σύνδεσμος των σούπερ μάρκετ.

Τη στιγμή, δε, που οι ανατιμήσεις ξεπερνούν κάθε όριο ανοχής - και κυρίως αντοχής - των εργαζομένων, ο ΣΕΣΜΕ επικαλείται τα ...μικρά περιθώρια κέρδους, που, όπως ισχυρίζεται, έχουν τα σούπερ μάρκετ, τα οποία τελικώς φέρνουν τον κλάδο «σε ρυθμούς ανάπτυξης σταθερά υψηλότερους από τους μέσους ρυθμούς της οικονομίας». Τα επίσημα στοιχεία αποδεικνύουν ότι όλα αυτά είναι σκέτα ψέματα. Ετσι, να σημειώσουμε ότι ο εμπορικός κλάδος «Σούπερ Μάρκετ - Πολυκαταστήματα» που αριθμεί μόλις 300 επιχειρήσεις, είχε το 2003 μεικτά κέρδη που έφτασαν το αστρονομικό ποσό των 1,95 δισεκατομμυρίων ευρώ. Σε ό,τι αφορά δε την αποδοτικότητα των κεφαλαίων στον κλάδο, αυτή έφτασε το 21,3%, περιθώρια κέρδους δηλαδή που επιτρέπουν απόσβεση της επένδυσης μέσα σε μια πενταετία! Ομως, αυτού του είδους τα ζητήματα, τα ζητήματα του κέρδους, της αποδοτικότητας των κεφαλαίων, τα ερμηνεύει κανείς ανάλογα με τη σκοπιά από την οποία τα παρατηρεί. Με αυτήν την έννοια, τα δισεκατομμύρια που τσεπώνουν οι ιδιοκτήτες των σούπερ μάρκετ και των πολυκαταστημάτων είναι μία άνευ προηγουμένου πρόκληση για όλο το λαό που αναγκάζεται να χρυσοπληρώνει τις διάφορες αγορές του, για τους μεγαλοεπιχειρηματίες όμως αποτελεί ένα δεδομένο, το οποίο κάθε επόμενη χρονιά πρέπει να ξεπερνιέται. Εκεί στοχεύει η πολιτική που ακολουθούν στις επιχειρήσεις τους, προς αυτήν την κατεύθυνση ασκούν τις πιέσεις τους και απαιτούν να κινείται η οικονομική πολιτική.

Οσο για τα λεγόμενα ιδιωτικής ετικέτας προϊόντα, ουσιαστικά δεν είναι τίποτ' άλλο από μια ακόμα προσπάθεια απόσπασης του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους για τα σούπερ μάρκετ μέσα από την εκμετάλλευση των ντόπιων επιχειρήσεων. Τη συμπίεση της τιμής του προϊόντος στη χονδρική για τον παραγωγό που παράγει για λογαριασμό των σούπερ μάρκετ, προκειμένου να μείνει άθικτο το κέρδος των τελευταίων.

Εν τέλει, αυτό για το οποίο προσπαθούν, σώνει και καλά, να πείσουν οι μεγαλολιανέμποροι ιδιοκτήτες σούπερ μάρκετ είναι πως οι εργαζόμενοι καταναλωτές έχουν κάθε λόγο να αποδέχονται τις μεθόδους που μετέρχονται για να πολλαπλασιάζουν εκείνοι τα κέρδη τους. Οτι, ούτε λίγο - ούτε πολύ, ό,τι εξυπηρετεί τα συμφέροντα των επιχειρηματιών του κλάδου εξυπηρετεί και τα συμφέροντα των καταναλωτών («θα συνεχίσουμε τις κοινές μάχες με τους καταναλωτές εξασφαλίζοντας τα συμφέροντά τους», σημειώνεται με περισσό θράσος στο φυλλάδιο)! Εάν οι εμπνευστές του συγκεκριμένου εντύπου πίστεψαν πως ήταν ποτέ δυνατό να πείσουν τους εργαζόμενους για κάτι τέτοιο, υποτιμούν τη νοημοσύνη τους. Γιατί και ο πιο ανυποψίαστος εργαζόμενος - καταναλωτής έχει ξεκάθαρο ότι το συμφέρον του κινείται σε εκ διαμέτρου αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη στην οποία κινούνται τα συμφέροντα των μεγαλοεπιχειρηματιών. Γιατί δε χρειάζονται γνώσεις πολιτικής οικονομίας για να γνωρίζει κανείς ότι τα κέρδη και η «ανάπτυξη», για την οποία μιλούν οι επιχειρηματίες, στηρίζονται στην καταλήστευση του λαϊκού εισοδήματός. Πόσο μάλλον, όταν το ζει κιόλας με τον τρόπο που το βιώνουν οι καταναλωτές τα τελευταία χρόνια.


Μελίνα ΖΙΑΓΚΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ