Στην περίοδο παλινόρθωσης του καπιταλισμού εμφανίστηκε σε τεράστια ποσότητα πληρωμένη ρεβιζιονιστική - προσαρμοστική αντισταλινική βιβλιογραφία, ανάλογη με τα γραπτά του Ντ. Βολκογκόνοφ, γεμάτη από κακίες και ψεύδη για τον Στάλιν. Ομως, και αυτού του είδους η «προσοχή» άθελά της τονίζει το ρόλο του μεγάλου ανθρώπου, αν και η ψευδοεπιστημονική μαυρίλα αυτού του είδους έχει σαν σκοπό μόνο τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας.
Το μέγεθος της προσωπικότητας και ο ρόλος του Στάλιν, τα αποτελέσματα όσων έγιναν υπό την καθοδήγησή του μας επιτρέπουν να μη δίνουμε προσοχή σε όλα τα ψέματα των σημερινών ιστορικών «σοφών». Ομως, ταυτόχρονα, αυτός ο ρόλος δεν επιτρέπει και τον εξωραϊσμό της ιστορικής πραγματικότητας ή τα κενά λόγια. Αντίθετα, είναι απαραίτητο να δούμε τις άκρως σύνθετες συνθήκες της δραστηριότητάς του, όταν - χωρίς να υπάρχουν ιστορικά ανάλογα - ήταν αναγκαίο να εξευρεθούν οι δρόμοι επίλυσης, από πρώτη ματιά, ανεπίλυτων αντιφάσεων.
Ανάμεσα στις διάφορες πλευρές της δημιουργικής δραστηριότητας του Στάλιν, ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί ο ρόλος του στην ανάπτυξη της σοβιετικής οικονομικής επιστήμης. Σήμερα το ενδιαφέρον σε αυτή την πλευρά της πολύπλευρης δραστηριότητάς του μπορεί να έχει σχέση με το γεγονός ότι το 1999 συμπληρώθηκαν 45 χρόνια από την έκδοση του εγχειριδίου της Πολιτικής Οικονομίας, το οποίο για πρώτη φορά περιείχε τμήμα για το «σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής». Ακριβώς σε αυτό το τελευταίο βρισκόταν η ιδιαιτερότητα αυτού του εγχειριδίου (αν και εγχειρίδια Πολιτικής Οικονομίας προετοιμάστηκαν και προηγούμενα από διάφορα ιδρύματα), όπως επίσης ότι το προτσές επεξεργασίας του εγχειριδίου έγινε υπό την καθοδήγηση του Κόμματος και σημαντικό στάδιο γι' αυτό αποτέλεσε η αντιπροσωπευτική οικονομική συζήτηση, που διοργανώθηκε από την ΚΕ του ΚΚΣΕ το Νοέμβρη του 1951, όπου συζητήθηκε η μακέτα του εγχειριδίου. Ο Στάλιν με μεγάλη προσοχή παρακολουθούσε την πορεία της έκδοσης, διαβάζοντας τα χειρόγραφα, συζητώντας με τους συμμετέχοντες (συμπεριλαμβανομένου και του καθοδηγητή της κολεκτίβας των συγγραφέων της μακέτας του εγχειριδίου, ακαδημαϊκού Κ. Β. Οστροβιτιάνοβ) και ανταποκρίθηκε στην πορεία της συζήτησης με την έκδοση της μπροσούρας «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (1952).
Σωστή και μια τέτοια μικρογραφία της ανάλυσης, που θα μπορούσε να οριστεί σαν ανάλυση του σταλινικού σταδίου ανάπτυξης της οικονομικής θεωρίας με το συνυπολογισμό της τεράστιας επιρροής της δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης και της θεωρητικής, του Ι. Στάλιν, σε όλες τις πλευρές της ζωής της σοβιετικής κοινωνίας στις δεκαετίες από το '30 μέχρι τις αρχές του '50.
Τα υλικά της συζήτησης έχουν ενδιαφέρον και για τον ορισμό των προγραμματικών προσανατολισμών κατά την αποκατάσταση της σοσιαλιστικής πολιτικής για την κοινωνική ανάπτυξη.
Μεταξύ της πληθώρας των προβλημάτων για την αποκατάσταση της οικονομίας και την οικοδόμηση του νέου καθεστώτος, το πρόβλημα του χωριού ήταν κύριο, αφού η αγροτιά αποτελούσε την απόλυτη πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας και παρέμενε και μετά την επανάσταση ιδιωτικός «τομέας», στα χέρια της οποίας βρισκόταν η εξασφάλιση της χώρας με τρόφιμα.
Ο αγροτικός συνεταιρισμός (ακόμα και οι κομμούνες) εμφανίστηκε στην αρχή σαν αυθόρμητο από τα κάτω και μόνο αργότερα αναγνωρίστηκε σαν στρατηγική γραμμή (κατ' αρχάς σαν σύνθημα). Τα πρώτα χρόνια της ΝΕΠ ήταν χρόνια ειρήνης, επιστροφής των ανδρών στο χωριό, χρόνια ολόπλευρης βοήθειας προς τους αγρότες από το προλεταριακό κράτος με την αγορά γι' αυτούς αρότρων και με τη γρήγορη αποκατάσταση της βιομηχανίας. Αυτά τα γεγονότα, σε συνδυασμό με τις σχετικά καλές καιρικές συνθήκες, οδήγησαν σε ελπιδοφόρα αποτελέσματα. Μερικώς ξεπεράστηκε η πείνα από τη μειωμένη σοδειά του 1921. Ομως, ταυτόχρονα, άρχισαν να ενισχύονται και οι κουλάκοι και η ανθρωποφάγα εξουσία τους στο χωριό. Και το κύριο ήταν ότι αυτή η πραγματικότητα δεν είχε προοπτική, κάτι που στην πράξη εμφανίστηκε αρκετά σύντομα.
Θεωρητικά ήταν καθαρό ότι τα μικρά αγροτικά νοικοκυριά δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες, δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την αγροτεχνολογική πρόοδο. Ομως, οι αλλαγές τραβούσαν σε μάκρος, λόγω της δυσκολίας του ζητήματος και η αναγκαιότητά τους ολοφάνερα αυξανόταν. Ετσι, για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία του στατιστικού δελτίου της Μόσχας και του Κυβερνείου της Μόσχας το 1927 (εκδόθηκε το 1928), στο Κυβερνείο της Μόσχας από το 28,5% των αγροτικών νοικοκυριών είχαν ζώα εργασίας μόνο 18,6% (το 1917 είχαν 45,1%) και αγελάδες (το 1917 το 32%). Κατά μέσον όρο ένα νοικοκυριό είχε 2 εκτάρια καλλιεργήσιμης γης και το 30% των νοικοκυριών είχαν από 0,1 έως 1 εκτάριο. Η παραγωγή σίκαλης ανά εκτάριο ήταν 8,4 μετρικούς στατήρες, της πατάτας ήταν 6,6 τόνοι. Τα υποδειχθέντα 30% των νοικοκυριών ήταν φυσικά «αυτοτρεφόμενα», τα οποία δεν μπορούσαν να θρέψουν ούτε τους εαυτούς τους ούτε τις πόλεις.
Αυτή η μεθοδολογική ανακρίβεια, στην περίοδο της οικονομικής συζήτησης το Νοέμβρη του 1951, επέτρεψε να εμφανιστούν μερικές ασάφειες στη θέση για τις εμπορευματο - χρηματικές μορφές. Στο οικονομικό καθεστώς, στα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του, σαν να μεταφερόταν η νομοθετικά κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα θέση για τις δύο μορφές σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας, της κρατικής και κολχόζνικης - συνεταιριστικής. Η διατύπωση αυτών των δύο μορφών δικαίου ήταν υπαρκτή, όπως και η διατύπωση κάθε άλλου δικαίου. Ομως, από οικονομικής πλευράς κάθε τρόπος παραγωγής έχει μία κυρίαρχη μορφή ιδιοκτησίας, δηλαδή μορφή σύνδεσης των παραγόντων της παραγωγής. Για το σοσιαλισμό (κομμουνισμό) αυτό είναι η παλλαϊκή ιδιοκτησία στα βασικά μέσα παραγωγής, που έχει τη μορφή της κρατικής ιδιοκτησίας.
Σε αυτό το φόντο και με τον υπολογισμό της ανακήρυξης του τέλους της μεταβατικής περιόδου (οικοδόμηση του σοσιαλισμού κατά βάση) εμφανίστηκε η πρακτική και η ιδεολογική αναγκαιότητα για τη συστηματοποίηση των επεξεργασιών για την οικονομία του σοσιαλισμού, για την επεξεργασία της θεωρίας της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού.
Εννοείται πως στην εξεταζόμενη περίοδο, στη βάση των θεωρητικών επεξεργασιών των ειδικών, που στέκονταν στην πλευρά της σοσιαλιστικής προόδου, βρισκόταν η θεωρία του μαρξισμού και που αναπτύχθηκε πρώτ' απ' όλους από τον Β. Ι. Λένιν. Ομως ο ίδιος ο Μαρξ θεωρούσε χωρίς αντικείμενο να «περιγράψει» το μελλοντικό οικονομικό σύστημα, περιοριζόμενος στον ορισμό των βασικών αντικειμενικών χαρακτηριστικών της ιστορικής του προοδευτικότητας. Δεν «προέτρεξε» μακριά μπροστά και ο Β. Ι. Λένιν. Επίσης, η μεθοδολογία της μαρξιστικής θεωρίας μπορούσε υπό ορισμένες συνθήκες να προσεγγιστεί με διαφορετική σημασία. Στην πράξη υπήρχε επίσης η εμπειρία της μεταβατικής περιόδου στο σοσιαλισμό, που απαιτούσε θεωρητική περίσκεψη με συμπεράσματα για το μέλλον.
Στην ΚΕ του ΚΚΣΕ έφταναν ζητήματα και προτάσεις για τη συστηματοποίηση των οικονομικών γνώσεων. Εφταναν από τα κάτω και εν μέρει από τους διδάσκοντες (από εδώ και το ζήτημα «για το εγχειρίδιο»). Πραγματικά, η διασπορά απόψεων και προσεγγίσεων στον τομέα των οικονομικο-θεωρητικών γνώσεων ήταν όχι απλά μεγάλη, αλλά ακουμπούσε και τέτοια θεμελιακά σημεία όπως η ύπαρξη νομοτελειών στην ανάπτυξη του σοσιαλισμού. Τέτοιες ήταν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις στην επεξεργασία των θεωρητικών προβλημάτων, που κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του '30 πήραν τη μορφή του ζητήματος για τη δημιουργία εγχειριδίου (Βλ. Απόφαση της ΚΕ του ΠΚΚ(μπ) «Για την ανασυγκρότηση της διδασκαλίας της πολιτικής οικονομίας» του 1936).
Η εκδοχή του εγχειριδίου που έφθασε στα χέρια του Στάλιν το 1938 (και μου φαίνεται και σε άλλους που γνωρίστηκαν με το κείμενο) δεν του άρεσε και πάρθηκε η απόφαση να συνεχιστεί η επεξεργασία της μακέτας υπό την καθοδήγηση του Λ. Λεόντιεφ. Τον Απρίλη του 1940 ήταν έτοιμη νέα εκδοχή της μακέτας, η οποία απεστάλη σε μερικούς επιστήμονες οικονομολόγους (μέρος των οποίων αργότερα μπήκαν στην κολεκτίβα των συγγραφέων: Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ, Α. Ι. Πασκόφ, Γκ. Ι. Κοσιατσένκο). Ο Στάλιν σε κάποια σημεία διόρθωνε ο ίδιος, κάνοντας συμπληρώσεις. Το Δεκέμβρη του 1940 εμφανίστηκε η διορθωμένη εκδοχή (σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Α. Ι. Πασκόφ συζητήθηκε η μακέτα που την έκανε μόνος του ο Λ. Λεόντιεφ), η οποία έγινε αντικείμενο συζήτησης κατά τη συνάντηση του Στάλιν (συμμετείχαν οι Β. Μ. Μολότοφ και Ν. Α. Βοζνεσένσκι) με την κολεκτίβα των συγγραφέων και μια σειρά άλλους προσκεκλημένους ειδικούς. Ολόκληρη η μακέτα κατακρίθηκε.
Οπως βλέπουμε, η εργασία γινόταν συλλογικά με την προσωπική συμμετοχή του Στάλιν. Ο πόλεμος, βεβαίως, διέκοψε αυτή την εργασία. Ομως το 1943 στο περιοδικό «Υπό τη σημαία του μαρξισμού» (Νο 7-8, 1943) εμφανίστηκε το άρθρο της σύνταξης «Μερικά ζητήματα της διδασκαλίας της πολιτικής οικονομίας», όπου ήταν ολοφάνερος ο υπολογισμός των παρατηρήσεων του Στάλιν, που έγιναν το 1941 (τη συγγραφή του άρθρου ο Λ. Λεόντιεφ την κατέγραφε στον εαυτό του, αν και μετά τη συζήτηση στο γραφείο του Στάλιν φαίνεται ότι δεν ήταν ήδη στην κολεκτίβα των συγγραφέων, της οποίας επικεφαλής ήταν ο Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ). Οι υποδείξεις και παρατηρήσεις του Στάλιν στη συζήτηση στην πραγματικότητα αποτελούσαν ήδη άμεση συμμετοχή του στη θεωρητική εργασία των οικονομικών προβλημάτων. Πριν από αυτό δε συμμετείχε άμεσα στις διάφορες οικονομικές συζητήσεις που δημοσιεύτηκαν στον Τύπο στις δεκαετίες του '20 και του '30. Μετά από αυτή τη συζήτηση, μαζί με όλες τις άλλες διευκρινίσεις, η ερμηνεία των εμπορευματικο-χρηματικών μορφών στο σοσιαλισμό απέκτησε νέα μορφή. «Ως το 1941 εμείς, οι Σοβιετικοί οικονομολόγοι, όπως είναι γνωστό, με επιμονή επιβεβαιώναμε ότι το εμπόρευμά μας δεν είναι εμπόρευμα, τα χρήματά μας δεν είναι χρήματα και ότι ο νόμος της αξίας στο σοσιαλισμό δε λειτουργεί. Μας διόρθωσαν», έτσι χαρακτηρίζει το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης ο Α. Ι. Πασκόφ στο βιβλίο του «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού».
Κατά τη γνώμη μου, ο κυριότερος νεωτερισμός του άρθρου της σύνταξης του περιοδικού «Υπό τη σημαία του μαρξισμού», που υπενθυμίσαμε παραπάνω, ήταν η αναγνώριση ότι ο νόμος της αξίας λειτουργεί στο σοσιαλισμό, όμως σαν «μεταμορφωμένος νόμος», σαν «νόμος σε μεταμορφωμένη μορφή». Στην πραγματικότητα ο μεταμορφωμένος αυτός νόμος της αξίας ερμηνευόταν από υπολογιστική άποψη (υπολογισμός των εξόδων, των δαπανών) και όχι βεβαίως ως ρυθμιστής της παραγωγής. Πολύ περισσότερο η αναγνώριση του νόμου της αξίας ως υπαρκτού (αναγνώριση με την παραπομπή ότι τυχόν άρνησή του «βρίσκεται σε ολοφάνερη αντίθεση με τις πολυάριθμες (!) υποδείξεις των κλασικών» και με παραπομπές για τη συμβολή στη θεωρία που έγινε από τον Ι. Στάλιν, ο οποίος έδωσε το ότι «δεν μπορούσε να προβλεφτεί όχι μόνο από το Μαρξ αλλά ακόμη και από το Λένιν»), κρίνοντας από το κείμενο του άρθρου, ακόμη δε σήμαινε αναγνώριση της εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό (σε κάθε περίπτωση, γι' αυτό δεν ειπώθηκε τίποτε). Μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι αυτό το ζήτημα για το συγγραφέα (τους συγγραφείς) αυτού του άρθρου δεν ήταν ξεκάθαρο.
Σε ποιο βαθμό η θέση για τη λειτουργία του μεταμορφωμένου νόμου της αξίας στο σοσιαλισμό άλλαζε τις παλιότερες αντιλήψεις σε αυτό το ζήτημα; Μπορούμε να πούμε ότι αυτές οι αλλαγές περιεκτικά (όχι ως προς την ορολογία) ήταν πολύ λίγο ουσιαστικές (αν και η εισαγωγή της λέξης «νόμος» επιβεβαίωνε την αντικειμενικότητα των αντίστοιχων μορφών). Αυτό μπορούμε να το δούμε για παράδειγμα στον Ν. Α. Βοζνεσένσκι: «Ο περισσότερο στοιχειώδης νόμος των δαπανών παραγωγής και της κατανομής των προϊόντων είναι ο μεταμορφωμένος στη σοβιετική οικονομία νόμος της αξίας... ο νόμος αυτός σημαίνει την αναγκαιότητα να εισαχθεί ο χρηματικός και όχι απλά ο φυσικός υπολογισμός και η σχεδιασμένη δαπάνη παραγωγής, δηλαδή τα έξοδα της κοινωνικής εργασίας στην παραγωγή του κοινωνικού προϊόντος».
Το Φεβρουάριο του 1950 έγινε συνεδρίαση των συγγραφέων στο γραφείο του Στάλιν. Αποτέλεσμα αυτής της συνεδρίασης ήταν να δημιουργηθεί επιτροπή, στη σύνθεση της οποίας ήταν οι Γ. Μ. Μάλενκοφ, Λ. Α. Λεόντιεφ, Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ και Π. Φ. Γιουντίν. Αργότερα η επιτροπή διευρύνθηκε.
Σύμφωνα με τον Λ. Οπένκιν, η κατάσταση συζητήθηκε και πάλι με τους συγγραφείς στο γραφείο του Στάλιν τον Απρίλιο του 1950. Ο Στάλιν έκανε την παρατήρηση: «Είναι κακό ότι στην επιτροπή δεν υπάρχει αντιπαράθεση ούτε λογομαχία για θεωρητικά ζητήματα». Και ανακοίνωσε ότι με το που θα είναι έτοιμο το εγχειρίδιο «θα το θέσουμε στην κρίση της κοινής γνώμης». Μιλώντας διαφορετικά, ο Στάλιν προσέγγιζε την εργασία για το εγχειρίδιο με μεγάλη υπευθυνότητα και βεβαίως δεν έτεινε να πάρει όλη την ευθύνη.
Τον Ιούλιο του 1951 το κείμενο του εγχειριδίου ήταν έτοιμο και το απέστειλαν σε περίπου 250 επιστήμονες, καθηγητές, κομματικούς και οικονομικούς εργαζόμενους με συνοδευτική επιστολή με το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Κατόπιν ανάθεσης της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ), ομάδα σοβιετικών οικονομολόγων (σ.σ. Λάπτεφ Ι. Ντ., Λεόντιεφ Λ. Α., Οστροβιτιάνοφ Κ. Β., Πάσκοφ, Α. Ι., Σεπίλοφ Ι. Ντ., Γιουντίν Π. Φ.) προετοίμασε το εγχειρίδιο της πολιτικής οικονομίας (σχέδιο).
Η ΚΕ δίνει μεγάλη σημασία στη δημιουργία ολοκληρωμένης διδασκαλίας της πολιτικής οικονομίας. Τέτια μαθήματα είναι ουσιαστικά αναγκαία για να βελτιωθεί η υπόθεση της μαρξιστικο-λενινιστικής διαπαιδαγώγησης της σοβιετικής διανόησης και να βοηθηθούν τα στελέχη μας επιτυχώς να λύνουν τα πρακτικά καθήκοντα...
Εχοντας υπόψη ότι το προετοιμασμένο κείμενο χρειάζεται σοβαρές βελτιώσεις, η ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) θεωρεί απαραίτητο να πραγματοποιήσει με το παρουσιαζόμενο εγχειρίδιο ελεύθερη συζήτηση... Αποστέλλοντάς σας αντίγραφο της μακέτας του εγχειριδίου η ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) σας προσκαλεί να λάβετε μέρος στη συζήτηση που θα πραγματοποιηθεί στη Μόσχα...».
Η συζήτηση ξεκίνησε στις 10 Νοέμβρη 1951 στο κτίριο της ΚΕ του Κόμματος (στο πανό που υπήρχε στην αίθουσα ήταν γραμμένο: «Η επιστήμη δεν μπορεί να αναπτυχθεί και να προχωρήσει χωρίς πάλη των απόψεων, χωρίς ελευθερία της κριτικής»). Η συζήτηση διήρκεσε με διαλείμματα ως τις 8 Δεκέμβρη. Εγιναν 21 συνεδριάσεις σε Ολομέλεια, επίσης γίνονταν συνεδριάσεις σε τρία τμήματα. Στις συνεδριάσεις παρευρίσκονταν ως 240 άτομα και μίλησαν συνολικά 119 άτομα. Προήδρευσαν της συζήτησης ο Γκ. Μ. Μάλενκοφ (μίλησε εισηγητικά καλώντας σε ελεύθερη συζήτηση και συγκεκριμένες προτάσεις στο σχέδιο-κειμένου του εγχειριδίου) και ο Μ. Α. Σουσλώφ. Τα υλικά της συζήτησης αποτέλεσαν 38 τόμους τα οποία δυστυχώς δε δημοσιεύτηκαν (εκτός από την ομιλία στη συζήτηση του Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ που δημοσιεύτηκε στη «Συλλογή έργων» του), αν και αυτό το ζήτημα το έθεσε ο συγγραφέας του παρόντος πολλές φορές στο Τμήμα Οικονομικών της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Μεταξύ των άλλων, αυτά τα υλικά περιέχουν πολλά διδακτικά.
Η συζήτηση ήταν πραγματικά ανοικτή και οξεία, ακόμα και όταν γινόταν αναφορά στο Στάλιν ή όταν εμφανίστηκαν και αιχμές για ανεπαρκείς συνθήκες ελεύθερης ανταλλαγής απόψεων, όμως ο Γκ. Μ. Μάλενκοφ δεν αντιδρούσε σε αυτό. Από πλευράς περιεχομένου στη συζήτηση μπήκαν πληθώρα θεωρητικών, μεθοδολογικών και πρακτικών ζητημάτων. Τα βασικότερα από αυτά φωτίζονται επαρκώς στην «Παγκόσμια ιστορία οικονομικής σκέψης» (τ. 6).
Με την ολοκλήρωση της συζήτησης το Φλεβάρη του 1952, ο Στάλιν έγραψε την εργασία «Παρατηρήσεις στα οικονομικά ζητήματα, που σχετίζονται με τη συζήτηση του Νοέμβρη του 1951». Αρχικά ο Στάλιν δε σκόπευε να τη δημοσιεύσει, αλλά μάλλον να την απευθύνει στην κολεκτίβα των συγγραφέων και έχοντας υπόψη τις προετοιμαζόμενες - είναι ολοφάνερο, με εντολή του - μετά τη συζήτηση «Πληροφορίες για τα ζητήματα διαμάχης» και τις «Προτάσεις για τη βελτίωση της Πολιτικής Οικονομίας». Πιθανόν, αυτές οι «Παρατηρήσεις» να εξυπηρέτησαν την προετοιμασία της συνάντησης με τους συμμετέχοντες στη συζήτηση το Φλεβάρη του 1952. Το γεγονός της συνεδρίασης της 15ης Φλεβάρη 1952 επιβεβαιώνεται στην προαναφερθείσα «Παγκόσμια ιστορία της οικονομικής σκέψης». Γι' αυτή τη συνάντηση έγραψε ο Ντ. Βαλαβόι στο βιβλίο «Η οικονομία σε ανθρώπινη διάσταση» (1988), αναφέροντας μια σειρά από απαντήσεις του Στάλιν στα ζητήματα που τέθηκαν. Στο Στάλιν προσωπικά απεστάλησαν επιστολές με κριτική στη μακέτα του εγχειριδίου ή με την παράκληση να ξεκαθαρίσει κάποια ζητήματα. Σαν αποτέλεσμα, από ό,τι φαίνεται, ο Στάλιν άλλαξε την αρχική του σκέψη και το Νοέμβρη του 1952 οι «Παρατηρήσεις» μαζί με τις απαντήσεις του Στάλιν δημοσιεύτηκαν με τον κοινό τίτλο «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ».
Βεβαίως, το ίδιο το εγχειρίδιο είναι ένα εγχειρίδιο, είναι το ελάχιστο των απαραίτητων μαρτυριών το οποίο πρέπει να συμπληρωθεί, να «γεμίσει», να εμβαθυνθεί με τη δημιουργική αυτοτελή εργασία αυτών οι οποίοι επιθυμούν να ασχοληθούν με τα προβλήματα της πολιτικής οικονομίας. Αυτή η υπόθεση στα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα δεν τέθηκε στην πράξη με τον καλύτερο πάντα τρόπο. Αν και θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι την ικανότητα για θεωρητική σκέψη δεν τη διαθέτει ο καθένας, ακόμα - και αυτό δεν είναι παράδοξο - και εργαζόμενοι στο χώρο της επιστήμης.
Επίσης, εννοείται ότι το εγχειρίδιο, που δημιουργήθηκε με την ενεργητική συμμετοχή του Στάλιν, έκφραζε το επίπεδο της θεωρητικής σκέψης της οικονομίας του σοσιαλισμού το οποίο υπήρχε στη («θυελλώδικη») δεκαετία του '40. Και οι όποιες σημερινές απαιτήσεις μας προς αυτό θα πρέπει να γίνονται με υπολογισμό εκείνων των καιρών και εκείνης της εμπειρίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης...
Αξίζει ιδιαίτερα να τονίσουμε ότι ο Ι. Στάλιν, στην πράξη, υπερασπίστηκε στις νέες συνθήκες τις λενινιστικές θέσεις για την αναγκαιότητα της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού σαν επιστήμη, μια που συνεχίζουν να υπάρχουν απόψεις που ανασύρουν τον ισχυρισμό του Μπουχάριν για το «θάνατο» αυτής της επιστήμης, λόγω της «διαφάνειας» των οικονομικών σχέσεων στο σοσιαλισμό και του κυρίαρχου ρόλου της οικονομικής πολιτικής...
Ο Στάλιν, βεβαίως, και είχε «Δική του ματιά στο σοσιαλισμό», όμως η «Δική του ματιά» δεν είναι οπωσδήποτε και θεωρητικά συστηματοποιημένη αντίληψη. Και σύμφωνα με αυτό, είναι ολοφάνερο ότι δεν ήταν οριστικά πεισμένος για όλες τις θέσεις και γι' αυτό δεν περιοριζόταν στις συμβουλές των «κορυφαίων», των «πλησιεστέρων» οικονομολόγων και αποφάσισε να κάνει πλατιά συζήτηση για να γνωρίσει όλο το φάσμα των απόψεων. Εννοείται ότι θα έπρεπε να προσδιοριστεί σε όλη την ποικιλομορφία των απόψεων και ο Στάλιν μπορούσε να το κάνει αυτό επαγγελματικά. Αντίθετα, η επόμενη κομματική καθοδήγηση για τους οικονομικούς νεωτερισμούς συνήθως καλούσε τον «πλησιέστερο κύκλο» και σαν αποτέλεσμα εμφανιζόταν κάτι που έφερνε κακό, κάτι σαν την οικονομική μεταρρύθμιση του 1965...