Τα αυξημένα τροφεία, που επιβάλλουν οι δημοτικοί παιδικοί σταθμοί είναι πολλές φορές απαγορευτικά για το λαϊκό εισόδημα, με αποτέλεσμα μια ακόμη κοινωνική ανάγκη να έχει μετατραπεί σε εμπόρευμα...
Η αρνητική αυτή πραγματικότητα για τη λαϊκή οικογένεια διαμορφώθηκε, όταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, το 2001, αποφάσισε - με τη συναίνεση της ΝΔ και της προσκείμενης σε ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΝ ηγεσία της Κεντρικής Ενωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδας - να μεταφέρει υποχρεωτικά τους κρατικούς παιδικούς σταθμούς στους δήμους, χωρίς όμως να εξασφαλίσει τους αναγκαίους πόρους για τη λειτουργία τους. Μαζί με την εν λόγω αρμοδιότητα, οι δήμοι κλήθηκαν να διαχειριστούν και όλα τα προβλήματα που προϋπήρχαν: Ελλειψη προσωπικού, ανεπαρκών αλλά και ακατάλληλων, πολλές φορές, κτιρίων και αιθουσών. Την ίδια πολιτική εξακολουθεί να εφαρμόζει, και ως κυβέρνηση, η ΝΔ, προωθώντας μάλιστα τη «λύση» της επιβολής φόρων γενικότερα, δηλαδή για κάθε κοινωνική υπηρεσία που παρέχουν οι δήμοι.
Είναι προφανές ότι η προσχολική αγωγή παραμένει «κενό γράμμα», καθώς στην πράξη έχει μετατραπεί σε ένα απέραντο «πάρκινγκ παιδιών». Η υποβάθμιση αυτή πριμοδοτεί την ιδιωτική πρωτοβουλία, η οποία, χωρίς κανένα νομοθετικό πλαίσιο, λειτουργεί ασύδοτα, εκμεταλλευόμενη την πολιτική εμπορευματοποίησης των κοινωνικών υπηρεσιών από το κράτος. Ετσι, μετά τους δήμους που εμπορεύονται τους παιδικούς σταθμούς, παρέχοντας ολοένα και πιο υποβαθμισμένες υπηρεσίες, έρχονται οι ιδιώτες να πράξουν το ίδιο, γιατί αυτό επιβάλλει το καπιταλιστικό κράτος. Ετσι, «πατώντας» πάνω στις ανάγκες των εργαζόμενων οικογενειών, που ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν χώρο για τα παιδιά τους, στήνουν παιδικούς σταθμούς χωρίς τις αναγκαίες για προσχολική αγωγή προϋποθέσεις, (ανάλογη υποδομή, εκπαιδευτικό και άλλο προσωπικό), με μοναδικό κίνητρο το κέρδος.
Χωρίς κονδύλια, με τεράστια κτιριακά προβλήματα, χωρίς το απαιτούμενο προσωπικό, χωρίς διεκδικήσεις από τις διοικήσεις όπου την πλειοψηφία κατέχουν δυνάμεις προσκείμενες σε ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, με τη συμμετοχή και του ΣΥΝ, αλλά με τροφεία που ανεβαίνουν χρόνο με το χρόνο και σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνουν αυτά των ιδιωτικών, λειτουργούν πλέον στην πλειοψηφία τους οι δημοτικοί παιδικοί σταθμοί στην Αττική.
Τρία χρόνια μετά την παράδοσή τους από το κράτος στους δήμους, (η κυβέρνηση επέβαλε την ανάληψη της λειτουργίας των παιδικών και βρεφονηπιακών σταθμών από τον Απρίλη του 2001) το κόστος λειτουργίας έχει «μεταφερθεί» κυριολεκτικά στην τσέπη των εργαζομένων.
Οι περισσότεροι παιδικοί και βρεφονηπιακοί σταθμοί λειτουργούν σε παλιά κτίρια, με πολύ λίγο προσωπικό, χωρίς υλικοτεχνική υποδομή. Οι ελλείψεις στο προσωπικό είναι δε τόσο μεγάλες που δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ένας παιδαγωγός κρατά 30 και 40 παιδιά για τρεις και τέσσερις ώρες! Ο κανονισμός λειτουργίας των παιδικών σταθμών, αναφέρει ότι αναλογούν σε 25 νήπια δύο παιδαγωγοί και σε 12 βρέφη τρεις νηπιοβρεφοκόμοι, ωστόσο, ελάχιστοι είναι οι δημοτικοί σταθμοί που τηρούν αυτές τις αναλογίες.
Την ίδια ώρα, γι' αυτήν την υποβαθμισμένη προσχολική αγωγή οι γονείς που θέλουν να βάλουν το παιδί τους σε έναν δημοτικό παιδικό σταθμό πρέπει να πληρώσουν τροφεία. Τροφεία, που ορισμένες φορές φτάνουν το ύψος των ιδιωτικών σταθμών και ανέρχονται σε χιλιάδες ευρώ το χρόνο, όταν οι μισθοί των εργαζομένων κινούνται σε επίπεδα ανέχειας.
Ενδεικτικά, τα στοιχεία της κατάστασης που επικρατεί στην πλειοψηφία των δημοτικών παιδικών σταθμών της Αττικής είναι τα εξής:
Το ΚΚΕ αντιτάχτηκε από την αρχή στην εκχώρηση των κρατικών παιδικών σταθμών στους δήμους. Πρώτα απ' όλα γιατί η προσχολική αγωγή αποτελεί συστατικό στοιχείο στη διαμόρφωση του ανθρώπου από την προσχολική ακόμη ηλικία και απαιτείται να υπάρχει ενιαία, ως προς το περιεχόμενο, σύγχρονη παροχή τέτοιας αγωγής. Ταυτόχρονα, η προσχολική αγωγή, δικαίωμα για όλα τα παιδιά, έγινε ακριβοπληρωμένο και κακής ποιότητας εμπόρευμα και διπλοπληρωμένο, αφού οι εργαζόμενοι φορολογούνται για να τους παρέχει το κράτος κοινωνικές υπηρεσίες. Γι' αυτό και προβάλλει και διεκδικεί αποκλειστικά δημόσια δωρεάν για όλους προσχολική αγωγή, ως υποχρέωση του κράτους, κατάργηση της ιδιωτικής δραστηριότητας στο συγκεκριμένο τομέα.