Πέμπτη 4 Μάη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΚΟΜΙΣΙΟΝ - ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
Υποθηκεύουν το μέλλον του λαού μας!

Εισηγήθηκαν την είσοδο της χώρας μας στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ, με δεσμεύσεις για ριζικές ανατροπές του καθεστώτος της μόνιμης, σταθερής, ασφαλισμένης και συνταξιοδοτούμενης εργασίας

Παπαγεωργίου Βασίλης

Η Κομισιόν και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) εισηγήθηκαν χτες επίσημα προς το Συμβούλιο των «15» την ένταξη της Ελλάδας ως δωδέκατου μέλους στο «τρίτο στάδιο» της ΟΝΕ του Μάαστριχτ, εκφράζοντας όμως «ανησυχίες» για τη «διατηρησιμότητα» των επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας, ιδιαίτερα όσον αφορά τον πληθωρισμό και το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος, και υποθηκεύοντας το μέλλον του εργαζόμενου λαού με «δεσμεύσεις» για ριζικές ανατροπές του καθεστώτος μόνιμης, σταθερής, ασφαλισμένης και συνταξιοδοτούμενης εργασίας.

Ο αρμόδιος επίτροπος Ισπανός Πέδρο Σόλμπες εκ μέρους της Κομισιόν, και ο Γάλλος κεντρικο-τραπεζίτης Κρ. Νουαγιέ ως αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, παρουσίασαν ενώπιον της Οικονομικής και Νομισματικής Επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΕΚ) τις αντίστοιχες «εκθέσεις σύγκλισης» για την Ελλάδα και τη Σουηδία, και η Κομισιόν, όπως προβλέπεται από την κοινοτική νομοθεσία, «πρότεινε», σύμφωνα με το άρθρο 122, «την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος στην Ελλάδα από την 1/1/2001». Την πρόταση θα αξιολογήσει το Συμβούλιο Υπουργών Οικονομίας (ΕΚΟΦΙΝ) την 5η Ιούνη στο Λουξεμβούργο και θα εγκρίνει οριστικά, με ειδική πλειοψηφία, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Πόρτο (19/20 Ιούνη).

Οι εκθέσεις αφορούσαν και τη Σουηδία, η οποία όμως παραμένει με «το τρέχον καθεστώς του κράτους - μέλους με παρέκκλιση», όπως ονομάζει το Μάαστριχτ τα κράτη - μέλη «εκτός» του «τρίτου σταδίου» της ΟΝΕ που ισχύει από την 1/1/1999.

Οι εκθέσεις της Κομισιόν και της ΕΚΤ δεν εξετάζουν την κατάσταση στη Βρετανία και τη Δανία, δεδομένου ότι οι χώρες αυτές ασκούν το δικαίωμα εξαίρεσης, το οποίο έχουν από την αρχική διαπραγμάτευση του Μάαστριχτ. Ετσι από την 1/1/2001, η Ελλάδα γίνεται το δωδέκατο μέλος της «ζώνης Ευρώ», ενώ Σουηδία, Βρετανία και Δανία συνεχίζουν να μη συμμετέχουν στο «τρίτο στάδιο» της ΟΝΕ, παρ' όλο που είναι κράτη - μέλη της ΕΕ και συμμετείχαν στα δύο πρώτα «στάδια» της ΟΝΕ από το 1990. Οι «εκθέσεις σύγκλισης» για τα κράτη - μέλη εκτός ΟΝΕ εκπονούνται «αυτόματα» μία φορά κάθε δύο χρόνια από το 1998 ενώ η Ελλάδα υπέβαλε αίτηση στις 9/3/2000, προκειμένου να εξεταστεί η ένταξή της.

Οι εκθέσεις

Οι δύο «εκθέσεις σύγκλισης» της Κομισιόν και της ΕΚΤ αφορούν στην Ελλάδα και τη Σουηδία, ενώ η πρόταση - σύσταση της Κομισιόν προς το Συμβούλιο αφορά μόνο την Ελλάδα. Σύμφωνα με το άρθρο 121 του Μάαστριχτ οι εκθέσεις εξετάζουν την πλήρωση των τεσσάρων «κριτηρίων σύγκλισης» του Μάαστιχτ - «σταθερότητα των τιμών» (πληθωρισμός), «δημοσιονομική κατάσταση» (ετήσιο δημοσιονομικό έλλειμμα και συσσωρευμένο δημόσιο χρέος), «σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών» (συμμετοχή επί δύο τουλάχιστον χρόνια στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα, χωρίς υποτίμηση έναντι του νομίσματος οποιουδήποτε άλλου κράτους - μέλους), και, «σταθερότητα της σύγκλισης» όπως αντανακλάται στα επίπεδα των ονομαστικών μακροπρόθεσμων επιτοκίων - καθώς και το «συμβιβάσιμο της εθνικής νομοθεσίας» με τη συνθήκη και το καταστατικό της ΕΚΤ. Το 1998 τόσο η Ελλάδα όσο και η Σουηδία αξιολογήθηκαν ότι δεν πληρούν τις επιταγές του Μάαστριχτ. Τώρα η Κομισιόν εκτιμά ότι «τα δύο τελευταία έτη η Ελλάδα πραγματοποίησε εντυπωσιακή πρόοδο προς τη σύγκλιση» και πληροί τα «κριτήρια» του Μάαστριχτ, προτείνει «την υιοθέτηση από την Ελλάδα του ενιαίου νομίσματος από την 1/1/2001» και, σημειώνει, ότι η Ελλάδα προτίθεται να υιοθετήσει το Ευρώ ως αποκλειστικό νόμιμο νόμισμα «την 1/1/2002, ταυτόχρονα με τα ένδεκα σημερινά μέλη της ζώνης του Ευρώ».

Τόσο η Κομισιόν όσο και η ΕΚΤ εκφράζουν «ικανοποίηση» για τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, επικεντρώνοντας τις «ανησυχίες» τους στη μελλοντική «διατήρηση» της συγκράτησης του πληθωρισμού, και τους «ιδιαίτερα αργούς» ρυθμούς μείωσης του δημοσίου χρέους. Ο επίτροπος Π. Σόλμπες δήλωσε ότι για την πορεία του πληθωρισμού «έπαιξε σημαντικό ρόλο η πολιτική λιτότητας που ακολουθείται, ιδιαίτερα από το 1996», εξέφρασε «ανησυχίες» για την έξαρση των πληθωριστικών πιέσεων «ιδιαίτερα εντός της διετίας 2000 - 2001» και επανέλαβε, με έμφαση, «τη σημασία της σφιχτής και αυστηρής μισθολογικής πολιτικής, της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής, με περαιτέρω μείωση των δαπανών και των νέων μέτρων για τις διαρθρωτικές αλλαγές». Ο κεντρικοτραπεζίτης Κρ. Νουαγιέ δήλωσε ότι «υπάρχουν κίνδυνοι και ανησυχίες για τη μελλοντική πορεία του ελληνικού πληθωρισμού» καθότι η μείωσή του οφείλεται «και σε παροδικούς παράγοντες όπως η μείωση της έμμεσης φορολογίας», ενώ «η ευθυγράμμιση των επιτοκίων σημαίνει πληθωριστικές πιέσεις για το 2001».

Σύμφωνα με την ΕΚΤ υπάρχει ανάγκη περαιτέρω περιοριστικής μισθολογικής πολιτικής, υπέρβαση της ακαμψίας της ελληνικής αγοράς εργασίας, πιο αυστηρή δημοσιονομική στόχευση και επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων».

Οσον αφορά το δημόσιο χρέος η Ελλάδα γίνεται μέλος του «τρίτου σταδίου» της ΟΝΕ με υψηλό επίπεδο (104,4% του ΑΕΠ το 1999), παρ' όλο που το Μάαστριχτ προβλέπει «κριτήριο 60%», αλλά αυτή η (...) «πολιτική απόφαση» με άλλοθι την «πτωτική τάση» αφορούσε και την πλειοψηφία των ένδεκα χωρών που εισήλθαν το 1998. Οπως δήλωσε χαριτολογώντας ένας ευρωβουλευτής «με αυτούς τους ρυθμούς μείωσης του χρέους, η Ελλάδα θα πληροί το κριτήριο του Μάαστριχτ το (...) 2062». Ο επίτροπος Π. Σόλμπες δήλωσε ότι «θα προτιμούσαμε μια πιο φιλόδοξη λύση για το ελληνικό χρέος γι' αυτό επιμένουμε στο πρωτογενές πλεόνασμα». Αυτό σημαίνει ότι όλο το πρωτογενές πλεόνασμα (5,8% του ΑΕΠ το 1999) θα χρησιμοποιηθεί για αποπληρωμή του χρέους, και όχι για κοινωνικές δαπάνες. Οπως δήλωσε ο επίτροπος «αν οι υποχρεώσεις της ελληνικής κυβέρνησης υλοποιηθούν, και είμαι πεπεισμένος γι' αυτό, δε θα υπάρξουν μεγάλες δυσκολίες». Ο κεντρικο-τραπεζίτης Κρ. Νουαγιέ «συμμερίζεται» τις «ανησυχίες» της Κομισιόν, τονίζοντας ότι «το χρέος μειώνεται πολύ βραδύτερα απ' ό,τι το έλλειμμα, παρά τα πρωτογενή πλεονάσματα και τις ιδιωτικοποιήσεις, και παραμένει πολύ πάνω από τους στόχους του Προγράμματος Σύγκλισης». Σύμφωνα με τον Κρ. Νουαγιέ «ένα μέρος του ελληνικού χρέους είναι σε ξένο συνάλλαγμα και αυτό με την ένταξη στην ΟΝΕ θα εξαλειφθεί», ενώ «οι μεταγγίσεις κεφαλαίου από το κράτος προς τις ΔΕΚΟ, μπορεί να εξισορροπηθούν από τις ιδιωτικοποιήσεις».

Και η ΕΚΤ συμφωνεί και επαυξάνει τις «δεσμεύσεις» για μισθολογικά, μείωση κοινωνικών δαπανών και «διαρθρωτικές αλλαγές», ιδίως στην αγορά εργασίας. Ερωτηθείς ο επίτροπος «για εγκατάλειψη του κριτηρίου του χρέους στην περίπτωση της Ελλάδας» απάντησε ότι «γίνονται προσπάθειες λογιστικής ξεκαθάρισης».

Τόσο η Κομισιόν όσο και η ΕΚΤ εκτιμούν ότι η συμμετοχή της δραχμής στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα τον Μάρτη του 1998 αφορά «πολιτική απόφαση» που «εφαρμόστηκε με ευελιξία» (Σόλμπες), ενώ «η ανατίμηση της δραχμής το Γενάρη του 2000, αποτέλεσε ένα μέσο συμβιβασμού για τη συγκράτηση του πληθωρισμού» (Νουαγιέ). Σύμφωνα με τον κεντρικοτραπεζίτη «Θέλουμε μια μη πληθωριστική ανάπτυξη για την Ελλάδα και όλη τη ζώνη Ευρώ, αλλά αυτό θα εξαρτηθεί από τη διαρθρωτική μεταρρύθμιση».

Τόσο η Κομισιόν όσο και η ΕΚΤ εκτιμούν ότι οι επιπτώσεις από την ένταξη της Ελλάδας στη «ζώνη Ευρώ» θα 'ναι «μικρές», άρα δεν τίθεται ζήτημα μετατόπισης, κατά ένα χρόνο, της έναρξης κυκλοφορίας του Ευρώ που έχει προκαθοριστεί για την 1/1/2002. Τα δύο κοινοτικά όργανα συμφωνούν και για τις εγγενείς αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας αφού «ο δείκτης του ενδοκοινοτικού εμπορίου ανά ΑΕΠ για την Ελλάδα ήταν την περίοδο 1996-'98 της τάξης του 10%, δηλαδή ο χαμηλότερος στην ΕΕ », ενώ «σε χαμηλά επίπεδα παραμένουν και οι εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων», οι επιδόσεις του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών «επιδεινώθηκαν», ενώ οι εξαγωγές μεταποιημένων προϊόντων «κινούνται σε πολύ χαμηλά επίπεδα» (οι εξαγωγές προς τη ζώνη Ευρώ «μόλις υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ»).

Μισθοί, εργασία, ασφάλιση

Η έκθεση της Κομισιόν κάνει ειδική αναφορά, σε ειδικά κεφάλαια. Στο κεφάλαιο «μισθοί και εργατικό κόστος» υπάρχει το γενικό συμπέρασμα ότι «η βελτίωση των ελληνικών επιδόσεων φαίνεται να είναι βιώσιμη, εφόσον η δημοσιονομική πολιτική παραμείνει αυστηρή και συνεχιστούν οι συγκρατημένες μισθολογικές αυξήσεις».

Η Κομισιόν επιχαίρει γιατί «η διετής συμφωνία του Μαΐου 1998 οδήγησε σε επιβράδυνση των ονομαστικών αμοιβών των μισθωτών και του κόστους εργασίας, παρά τη σχετικά έντονη οικονομική δραστηριότητα». Σύμφωνα με την Κομισιόν «η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να προωθήσει μια κατάλληλη διετή συλλογική σύμβαση το 2000, στη συνέχιση της συγκράτησης των μισθολογικών αυξήσεων τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα», ενώ το επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Σύγκλισης του 1999 «καθιστά σαφή τη δέσμευση των ελληνικών αρχών», όσον αφορά την «εξυγίανση προς την κατεύθυνση της περικοπής των τρεχουσών δαπανών», τονίζεται με έμφαση ότι «η μισθολογική πολιτική που εγκρίθηκε το 1998 είχε ως αποτέλεσμα το πάγωμα των μισθών ως το 2000 και ίσως για τη συνέχεια».

Τονίζεται ότι τα φορολογικά μέτρα «δεν προορίζονται να αρθούν αργότερα», και προτείνεται η φορολογική εξυγίανση να επεκταθεί στα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης «που έχουν πλεονάσματα πάνω από το 2% του ΑΕΠ», ώστε να βελτιωθεί το πρωτογενές πλεόνασμα.

Τέλος, αποκαλύπτεται και η σημασία των επιτοκίων αφού «η επίδραση στα εισοδήματα από τα χαμηλότερα επιτόκια είναι ουσιώδης, με συνακόλουθη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών». Σύμφωνα με την Κομισιόν «ένα σημαντικό τμήμα του χρέους του δημοσίου είναι στην κατοχή των εγχώριων νοικοκυριών σε ομόλογα με διάφορα επιτόκια. Η σύγκλιση των επιτοκίων θα περιορίσει το εισόδημα των νοικοκυριών κατά 3% του ΑΕΠ ». Οι Βρυξέλλες δεν προτίθενται να εκτεθούν περαιτέρω, αφού για όλες τις πτυχές της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας, η ΟΝΕ του Μάαστριχτ επιτάσσει και «οι ελληνικές αρχές έχουν ρητά δεσμευτεί».


Β. ΓΚΙΝΙΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ