Κυριακή 27 Ιούνη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 7
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Πατριδογνωμόνιο
Χαίρε χαρά μας!

Ξενυχτισμένοι. Βραχνιασμένοι. Κατάκοποι και ευτυχισμένοι. Με σημαίες, με ταμπούρλα. Ουρλιαχτά, κόρνες. Μικροπαίδια και γέροντες. Εφηβοι έξαλλοι. Εθνική Ελλάδος και η χάρη του Χαριστέα μας έστειλε στους ουρανούς. Βγήκα στους δρόμους. Πήρα και το παιδί μαζί. Εβαψε και το μουτράκι του σα σημαία. Κι εκεί που ζήταγε δυο χρόνια τώρα πότε μια φανέλα με τον Μπέκαμ, πότε μια φανέλα με τον Ραούλ, τώρα ρώταγε με αφελή αγωνία αν θα υπάρχουν στα μαγαζιά μπλούζες με τον Ζαγοράκη, τον Γιούρκα και τον Αγγελο. Ευφυή συνθήματα. Στην παράδοση των ιάμβων και της μαντινάδας. Χαλάλι.

Ομως όπως υπάρχει κοινωνική, πολιτική, ταξική ερμηνεία για τους χουλιγκανισμούς, τη βία, το φόβο, τις άδειες κερκίδες, τα πανάκριβα εισιτήρια, τις παράγκες κι όλα τα στραβά της μπάλας, έτσι υπάρχει κι η εξήγηση γιατί τόσοι πολλοί, ακόμα κι οι ανήξεροι από μπάλα, βγήκαν να ξεσπάσουν με τον εθνικό ύμνο!... Κι ας γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια κάτι διανοούμενους του εκσυγχρονισμού σαν τον Ψυχογιό που θα αυτοϊκανοποιούνται με τον υπολογιστή τους «αναλύοντας» όλα όσα δεν καταλαβαίνουν, δε μοιράζονται και δε χαίρονται.

Βγήκαμε στους δρόμους για να καλύψουμε όλοι μας τα βάσανα κι αυτών που δεν μπορούσαν να βγουν. Γιατί πήρε ο παππούς τηλέφωνο κι έκλαιγε. Από χαρά. Είχε ξεχάσει τα χρέη στην Αγροτική Τράπεζα. Τον πλειστηριασμό του ορνιθοτροφείου που ξυπνάει κάθε τρεις και μία. Τα δανικά. Την πίκρα στα 70 του για την Εγνατία που πέρασε και του έκοψε τους κόπους μιας ζωής αδιάφορη κι αλαζονική σαν εξουσία. Ο παππούς που έχει τσακισμένη μέση και καρδιά, που έπαιζε ποδόσφαιρο στα νιάτα του αλλά επιμένει ότι τα εγγόνια του δεν πρέπει ν' αναμειχθούν με τα πίτουρα για να μη τους φάνε οι κότες...

Βγήκαμε στους δρόμους όπως μεθάς μια φορά, άντε δυο στη ζωή άμα δεν είσαι πότης, άμα δεν είσαι βλάκας να πιστεύεις σε κατασκευασμένα ψευτοθέματα, ξέρεις ότι η ανθρώπινη μάζα παράγει κι αναπαράγει θαύματα σε κάθε λογής αγώνες. Ηταν τα πανηγύρια αυτά μια επίθεση στη μιζέρια της πραγματικότητας. Ηταν ρεαλισμός και αυτοάμυνα. Ολων όσοι ξέρουν ότι η επόμενη μέρα είναι δύσκολη, σκοτεινή και ανασφαλής. Στους δρόμους βγήκαν όσοι δεν έχουν ψευδαισθήσεις κι όχι το αντίθετο. Βγήκαν άνεργοι και εργαζόμενοι μαζί για να εκδικηθούν έστω για μια ώρα, για δυο, το ορατό και αόρατο «αφεντικό» που προγραμματίζει τη ζωή του καθενός χωρίς να τον ρωτήσει. Είναι η γοητεία του απρόβλεπτου.

Στην Ομόνοια και το Σύνταγμα οι Ελληνες πανηγύριζαν μαζί με τους μετανάστες μας. Στην Αγγλία που δίνει οδηγίες πολιτισμού κινδύνεψαν 40.000 Πορτογάλοι σε ρατσιστικά επεισόδια μετά την ήττα της ομάδας των σταρ. Εδώ δεν άνοιξε μύτη. Δεν έσπασε βιτρίνα. Μόνο ένας παλαβός, ωραίος τρελός, έκαψε τ' αμάξι του από χαρά.

Η δυστυχισμένη γιαγιά μου, που έβγαλε κατοχή χήρα με τρία κορίτσια, πάντα αναρωτιόταν τι θέλουν 22 μαντράχαλοι να κυνηγάνε ένα τόπι. Παίζουν γιαγιά, της έλεγα. Παίζουν και μαθαίνουν το υψηλότερο συναίσθημα των ανθρώπων, τη νίκη των νικών, τη χαρά ΟΛΩΝ, ακόμη και των θεατών. Ακατανόητο και γι' αυτό ωραίο.

Μια ευρωπαϊκή απορία μου έμεινε μόνο σύντροφοι. Γιατί βρέθηκε Γάλλος φίλαθλος που πήγε στο γήπεδο με το καπέλο του Ναπολέοντα! Κι ένα σύνθημα γραμμένο, ούτε θυμάμαι που. Τάβλα η Ευρώπη. Μια συμβουλή μόνο έχω που δίνω σε φίλους κι όσους αγαπάω. Σαρκάστε από σήμερα, τους αναλυτές, τους συνεχιστές, τους επενδυτές αυτής της χαράς. Είναι μία. Κρατάει λίγο. Μην τους αφήσετε να την τοκίσουν. Αλήθεια, ο ποιητής λαός τι θέλει να πει όταν φωνάζει «με το έτσι, με το θέλω τη Γαλλία σας την κάναμε μπορντέλο»;


Της
Λιάνας ΚΑΝΕΛΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ