Κυριακή 18 Απρίλη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 5
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Η κρίση ποιου θεάτρου

Β. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Δεν μπορεί κανείς να αναφερθεί στην κατάσταση του θεάτρου της εποχής του, χωρίς να μιλήσει για την κοινωνία αυτής της εποχής. Το Θέατρο, αλλά και γενικότερα οι Τέχνες, είναι ζωντανοί οργανισμοί που δεν αναπτύσσονται ερήμην ενός κοινωνικού γίγνεσθαι, ώστε να τις εξετάσει κανείς ξέχωρα και ανεξάρτητα από τη γενική κατάσταση του κοινωνικού περίγυρου. Πάντοτε, οι θεωρητικοί και ειδικότερα οι πρακτικοί άνθρωποι του θεάτρου συνέδεαν την εξέλιξή του και την πρόοδό του μέσα στους αιώνες, από την εξέλιξη και την πρόοδο της κοινωνίας ως σύνολο. Αν σήμερα δεχτούμε ότι το θέατρό μας έχει πάρει ένα δρόμο λοξό, θα πρέπει, ταυτόχρονα, να παραδεχτούμε ότι και η κοινωνία μας έχει πάρει τον ίδιο λοξό δρόμο. Και το πόσο αναστρέψιμη είναι η κατάσταση, σήμερα, στο ελληνικό θέατρο εξαρτάται άμεσα από το πόσο αναστρέψιμη είναι η κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας.

Οσο αισιόδοξος κι αν θέλει να είναι κανείς, του είναι εντελώς αδύνατο να μην επηρεαστούν οι ελπίδες του από δύο στοιχεία που σηματοδοτούν τη σύγχρονη κοινωνία: τη διαφθορά και τη σήψη που χαρακτηρίζει την πολιτική ζωή του τόπου - απ' όπου ξεκινάει ουσιαστικά το πρόβλημα - αλλά και τη διαφθορά και σήψη της ίδιας της προσωπικής και ιδιωτικής μας ζωής, που σημαδεύεται και από μία τάση δημοσιοποίησής της, όπως και κάθε ανωμαλίας της, σαν να πρόκειται για κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να μάθει ο διπλανός μας για να το μιμηθεί.

Στην ουσία, βέβαια, πρόκειται για μια απόλυτη αδιαφορία. Απόλυτη αδιαφορία για οποιονδήποτε χαρακτηρισμό αποδώσει κάποιος στο πρόσωπό μας και οποιαδήποτε κριτική κάνει για την ιδιωτική μας ζωή, απόλυτη αδιαφορία για το αποτέλεσμα οποιασδήποτε πράξης μας, απόλυτη αδιαφορία για την ποιότητα της σκέψης, αφού αυτό που χαρακτηρίζει μια μοντέρνα κοινωνία, είναι η ελαστικότητά της για την ηθική. Μια έννοια άγνωστη στους σε κάθε πόστο κρατούντες και ως εκ τούτου και αδιάφορη. Ισως μάλιστα όσο χειρότερα μιλάνε για μας, τόσο το καλύτερο, αφού μας κάνει πιο ενδιαφέροντες τύπους στους άλλους, που αναζητούν το περίεργο και το παράξενο, το ιδιαίτερο, που υπάρχει στο ανθρώπινο είδος, για να βρουν αντίδοτο στην πλήξη τους...(Τα ιδιωτικά κανάλια κάνουν ό,τι μπορούν για να βοηθήσουν σ' αυτή την κατεύθυνση).

Δεν είναι ανεύθυνα λόγια αυτά που γράφω ούτε απλώς προσωπικές διαπιστώσεις. Η κ. Μπακογιάννη, σε κάποια προεκλογική τηλεοπτική βαβούρα, ανέφερε πως σε κάποια αναφορά μιας υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δε θυμάμαι ποια και δεν έχει σημασία, είμαστε πρώτη χώρα σε διαφθορά!

Βέβαια, η γενική αδιαφορία ξεκινάει από μια πλήρη έλλειψη σεβασμού στον εαυτό μας, ή, αλλιώτικα, η έλλειψη σεβασμού στον εαυτό μας βοηθάει στη δημιουργία μιας γενικότερης αδιαφορίας, αφήνοντας χώρο σε ό,τι πιο φτηνό διαθέτει η ανθρώπινη φύση, για να καταλήξει, αυτή η αδιαφορία, στην επιδίωξη της εύκολης επικράτησης. Στο κυνήγι, και μόνο, του χρήματος και της επαγγελματικής, με κάθε μέσο, επιτυχίας και επιβεβαίωσης, στην απόκτηση εξουσίας και της μέσα απ' αυτήν επιβολής στον άλλο. Αυτά όλα γίνονται, έτσι, τρόποι ζωής, κανόνες και μοναδικές επιδιώξεις του σύγχρονου ανθρώπου, κάνοντας τον να αδιαφορεί για την αναζήτηση άλλων στηριγμάτων, ώστε να αντιμετωπίσει κάθε δυσκολία και φυσικά για την οποιαδήποτε αντίστασή του όταν συναντιέται με τη σήψη και τη διαφθορά που έλεγα στην αρχή, που ενώ τις διακρίνει πεντακάθαρα, δεν κάνει τίποτα για να τις εξαφανίσει.

Η ποίηση, όχι σαν έκφραση, αυτό είναι κάπως δύσκολο, αλλά σαν ποιότητα ζωής, ακόμα πιο δύσκολο, έχει αποχωρήσει οριστικά από τη σκέψη του σύγχρονου ανθρώπου, που μοιάζει σαν να έμεινε ορφανός από μικρό παιδί, έρμαιο της σκληρότητας και της εκμετάλλευσής του από τον πιο δυνατό, μη διαθέτοντας πνευματικά ερείσματα να τον αντιμετωπίσει. Το χαμίνι πάντα ονειρεύεται να γίνει κύριος, και ή θα τα καταφέρει, και τότε θα εκμεταλλευτεί με τη σειρά του όσο και όποιον μπορεί, ή θα παραμείνει χαμίνι και θα σφάζει όποιον βρίσκει μπροστά του. Και χαμίνι στην προκειμένη περίπτωση εννοώ κάθε άτομο που η ψυχή του εγκαταλείφθηκε στο έλεος της πνευματικής ανυπαρξίας. Με κάτι τέτοιες περιπτώσεις καραδοκεί και η Εκκλησία για να γεμίσει τα παγκάρια της, οι αστρολόγοι για να εκμεταλλευτούν τους αφελείς και η Αστυνομία για να βρει χαφιέδες.

Μένει η Τέχνη. Σε όποια μορφή. Οποιο είδος της. Ποίηση, Χορός, Τραγούδι, Θέατρο, Κινηματογράφος, Φωτογραφία, Γλυπτική, Ζωγραφική. Πόσοι σκέφτονται σήμερα να καταφύγουν σ' ένα βιβλίο τις ώρες που νιώθουν ψυχικά εξαντλημένοι, πόσοι ανοίγουν μια ποιητική συλλογή για να αποδράσουν από την πεζή καθημερινότητα, πόσοι θα σκεφτούν μια θεατρική παράσταση πραγματικού προβληματισμού, μια ταινία ποιότητας, μια συναυλία, μια έκθεση ζωγραφικής για να ξεκουραστούν; Πόσοι, πλέον, πιστεύουν, γιατί εκεί θέλω να καταλήξω, ότι μέσα από την Τέχνη θα μπορέσουν να πάρουν μια ανάσα για να συνεχίσουν;

Αλλά, για να πάμε και στην άλλη πλευρά, πόσοι από τους καλλιτέχνες που διακονούν μια Τέχνη, γνωρίζουν την πραγματική αποστολή της; Πόσοι γνωρίζουν την επίδραση που έχει η Τέχνη πάνω στον άνθρωπο, ώστε να την ασκήσουν σωστά, με μοναδική επιδίωξη το πνευματικό του όφελος κι όχι την αυτοϊκανοποίηση που θα νιώσουν οι ίδιοι σαν δημόσια πρόσωπα που τα καθιστά η φύση του επαγγέλματός τους;

Πολύ φοβάμαι ότι σήμερα, που η παιδεία και η καλλιέργεια του καλλιτέχνη μπορεί να πατάει σε επιστημονικές μεθόδους, που τα ερεθίσματά του μπορεί να τα αντλεί από χιλιάδες στοιχεία, που η πρόσβαση του σε πηγές πληροφόρησης είναι κάτι παραπάνω από εύκολη, συγκριτικά με τον προ πεντηκονταετίας καλλιτέχνη, πολύ φοβάμαι ότι, ακριβώς σήμερα, ο αριθμός των υποψιασμένων καλλιτεχνών είναι τρομακτικά δυσανάλογος με τον αριθμό των εν ενεργεία καλλιτεχνών και οπωσδήποτε δεν έχει καμία σύγκριση με τον παλιότερο καλλιτέχνη, που, κατά κανόνα κι όχι σαν εξαίρεση, θεωρούσε το επάγγελμά του κοινωνική αποστολή. Πολύ αμφιβάλλω, δηλαδή, για το αν σήμερα ένα μικρό, πολύ μικρό ποσοστό καλλιτεχνών γνωρίζει τις δυνατότητες της Τέχνης του, στην ουσία γνωρίζει το λόγο ύπαρξης της Τέχνης του μέσα στο κοινωνικό σύνολο και, για να το απλοποιήσω περισσότερο, αν ξέρει τι είναι αυτό που κάνει και γιατί το κάνει. Δηλαδή την αποστολή του.

Σήμερα έχουμε γεμίσει θέατρα. Καλώς ή κακώς, θα δούμε. Εχουμε τα θέατρα των «παλιών», των γνωστών, έχουμε τα εμπορικά θέατρα με τις φίρμες, έχουμε τα θέατρα ρεπερτορίου, όπως είχαμε πάντα, έχουμε όμως, και μάλιστα σε μεγάλη δόση και με απότομη αύξηση, τα θέατρα που δημιουργούνται από νέα παιδιά, στην προσπάθειά τους να υπάρξουν. Αυτά τα νέα παιδιά, χρησιμοποιώντας το αναφαίρετο δικαίωμά τους να εκφραστούν και να μιλήσουν το δικό τους λόγο, δημιουργούν τις ομάδες τους, βρίσκουν ένα χώρο και στήνουν τις παραστάσεις τους, καλές ή κακές. Αποστολή τους, και υποχρέωσή τους θα έλεγα, να διορθώσουν ό,τι σαθρό βρήκαν στο προηγούμενο θεατρικό σύστημα, ανατρέποντας τα κακώς κείμενα, αλλάζοντας τα δεδομένα με δικές τους μεθόδους, υγιέστερες από τις παλιές, με λίγα λόγια εξυγιαίνοντας. Νομίζω πως έχουμε το δικαίωμα να λέμε ότι απαιτούμε από κάθε νεανικό σχήμα την αλλαγή, προς το καλύτερο βέβαια. Και να τη στηρίζουμε, επιχορηγώντας τις αξιόλογες προτάσεις και να την προωθούμε δίνοντάς της όσες ευκαιρίες μπορούμε.

Εφεραν όμως την αλλαγή, ή τουλάχιστον διαφαίνεται κάποια αλλαγή στον ορίζοντα; Εδώ αρχίζουν οι επιφυλάξεις. Οχι πως όλα είναι για πέταμα, όχι πως δεν υπάρχουν ταλέντα, ηθοποιοί και σκηνοθέτες. Διάβαζα σε μια συνέντευξη του ποιητή Επαμ. Γονατά ότι Τέχνη κάνεις επειδή το έχεις ανάγκη, όχι για να φανείς. Και αν κοιτάξουμε μέσα από αυτό το πρίσμα τα νέα σχήματα και την ανάγκη της δημιουργίας τους, πολύ φοβάμαι ότι θ' απογοητευτούμε. Θα συνεχίσω όμως σε επόμενο φύλλο.


Του
Θανάση ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ*
*Ο Θανάσης Παπαγεωργίου είναι ηθοποιός, σκηνοθέτης και δημιουργός του θεάτρου «Στοά»


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ