Κυριακή 21 Δεκέμβρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Δύο διηγήματα
Πώς γράφεται η Ιστορία

Γρηγοριάδης Κώστας

Ωρα 7.30 πρωινή. Οι υπάλληλοι βιάζονται να χτυπήσουν την κάρτα της παρουσίας τους που μαρτυρεί τη συμμετοχή τους στην ημερήσια δραστηριότητα του Οργανισμού.

Ο Γιάννης κι ο Φώτης, από την ίδια γειτονιά έφταναν όπως πάντα μαζί. Το ίδιο και σήμερα. Υπόγραψαν για την παρουσία τους και ξένοιαστοι κάθισαν κοντά - κοντά και άρχισαν να σχολιάζουν το χτεσινό ποδοσφαιρικό αγώνα που ήταν συναρπαστικός. Δεν άφησαν καμιά λεπτομέρεια που να μην τη σχολιάσουν. Η ώρα περνούσε, αλλά είχαν τόσα να πουν που δεν τους έκανε καρδιά να διακόψουν.

Απέναντί τους ο ευσυνείδητος συνάδελφός τους Αριστείδης, μόλις ήρθε ταχτοποίησε τα χαρτιά του και σύντομα βυθίστηκε στη γραφική του εργασία. Κατά τις εννιά ο Φώτος κι ο Γιάννης αποφάσισαν ν' αρχίσουν να δουλεύουν. Σταμάτησαν τη συζήτηση κι έβαλαν σε τάξη τα χαρτιά τους. Την ίδια ώρα ο Αριστείδης σήκωσε το κεφάλι του από τα χαρτιά. Ενα καφεδάκι κι ένα τσιγαράκι ήταν ό,τι έπρεπε για μιαν ανάσα. Με το τηλέφωνο παράγγειλε στον Πασχάλη το καφεδάκι κι όταν ήρθε ο καϊμακλίδικος έβγαλε το πακέτο κι άναψε το πρώτο τσιγάρο. Ηταν η αγαπημένη του στιγμή. Το βλέμμα του πλανήθηκε έξω από το παράθυρο και το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση μακαριότητας. Πάνω σ' αυτή τη στάση τον πέτυχε ο κ. τμηματάρχης. Τον αγριοκοίταξε κι έβαλε τις φωνές.

-- Δε βλέπετε, κύριε, τους συναδέλφους σας με πόσο ζήλο εργάζονται;

-- Να πάρουμε μιαν ανάσα, κ. προϊστάμενε, τόλμησε να πει ο Αριστείδης.

Αλλά ο κ. προϊστάμενος θυμωμένος, όχι τόσο για τον καφέ όσο για την απάντηση, δε μίλησε. Αφησε νευριασμένος τα χαρτιά στο γραφείο για έλεγχο και βγήκε. Ο Αριστείδης τον κοίταξε με φαρμακερή ματιά και δε μίλησε. Τι να πει. Οτι τώρα ξεκίνησαν τη δουλιά τους κι αυτός για δυο ώρες δε σήκωσε κεφάλι; Το θεωρούσε ότι δεν ταίριαζε στην αξιοπρέπειά του. Κούνησε το κεφάλι του και κοιτώντας τους δυο φίλους που είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια, ψιθύρισε μελαγχολικά: - Ιδέτε πώς γράφεται η Ιστορία..!

Μετανάστες


Ανοίγοντας πανιά

για τέτοιο πέλαγο μακριά

το ξέραμε

πως είν' ταξίδι μακρινό

που ίσως

δεν έχει άλλο

Δημ. Χριστοδούλου «Μετοικεσία»

Μετοικεσία! Πανάρχαιο πρόβλημα δεμένο με συγκινησιακά βιώματα του Ελληνα όσο τίποτ' άλλο. Δακρυσμένα μάτια, καρδιές που χτυπάνε με αγωνία, μαντίλια που ανεμίζουν στον ανοιχτόν αέρα, τελευταίο σημάδι επικοινωνίας με το αγαπημένο πρόσωπο σφραγίζουν μια συγκλονιστική απόφαση και ανοίγουν μια χαραμάδα στην ελπίδα. Για τους μετανάστες του εσωτερικού τα πράγματα δεν παρουσιάζουν δυσκολία. Το μεγάλο σάλτο γίνεται από τους μετανάστες του εξωτερικού και έχει οικονομικά ή πολιτικά αίτια. Αυτοί είναι συνήθως τα πιο ικανά, θαρραλέα και παραγωγικά άτομα της κοινωνίας και μπορούν να αντιμετωπίσουν μ' επιτυχία τις μύριες όσες αντιξοότητες στα ξένα. Αν έχουν δύναμη ψυχής και καταφέρουν να οργανώσουν σωστά τη ζωή τους, τους μένει ένα ζεστό καρβέλι ψωμί κι ένα κομμάτι από γαλάζιο ουρανό. Αλλοτε μια μετωπική σύγκρουση με τη μοίρα τους συντρίβει. Στην περίπτωση του Θάνου δεν ήταν κατά μέτωπον η σύγκρουσή του. Η λεηλασία του πλούτου της ψυχής του, γινόταν σιγά σιγά και εν αγνοία του. Η μνήμη του αργά αλλά σταθερά αδυνατούσε. Μόνο αριθμοί, υπολογιστές, αυξήσεις και μειώσεις, όλα παιδιά της στεγνής σκέψης γέμιζαν τη θύμησή του και το στοχασμό του, όλα εργαλεία της δουλιάς που του άνοιγαν πότες για μια θέση καλή στην εταιρία. Δεν πήρε είδηση τις στάλες της ανοιξιάτικης βροχής που του χάιδευαν τα ροδομάγουλά του, ούτε αφουγκράστηκε το τραγούδι του πεύκου καθώς περνούσε πλάι στο ποτάμι κάθε πρωί πηγαίνοντας στον ηλεκτρικό σταθμό. Το έργο του ήταν θετικό. Είχε έμπνευση, τόλμη και πρωτοτυπία, όμως ο ίδιος δεν πρόφταινε να ψάξει να βρει την ομορφιά της ζωής που ήταν κρυμμένη παντού, ούτε μπόρεσε να βρει την ισορροπία ανάμεσα στον ευαίσθητο άνθρωπο και την αδυσώπητη μηχανή που καταβρόχθιζε τα οράματά του. Μια σύντομη αναδρομή στις στρατηγικές κινήσεις της ημέρας κάθε απόβραδο του έδινε τη γλυκιά γεύση του νικητή και του φτέρωνε τις ψυχικές δυνάμεις για ένα πιο δυναμικό αύριο. Κι έδινε συγχαρητήρια στον εαυτό του.

Εκλεινε τ' αυτιά του όσες φορές ο φίλος του τον κάλεσε να ξεφαντώσουν κι αυτοί μια βραδιά ή να ξενυχτήσουν μια νύχτα του καλοκαιριού για να δουν την αυγή να ξεπροβάλει ο ήλιος. Στο προσκλητήριο της χαράς ήταν πάντα απών. Κι αν τύχαινε να του έρθει στη θύμηση το χαριτωμένο ακρογιάλι, όπου πρωτογνώρισε κοντά στη Βαγγελιώ τα χάδια του έρωτα, δάγκωνε δυνατά τα χείλη διώχνοντας από τη σκέψη του την κοπελιά, στεγνώνοντας έτσι την ψυχή του από το ζωογόνο αίμα της αγάπης. Κάποιο βράδυ μετά από ένα τέτοιο βασανιστικό πάλεμα με τη ζωή για το χατίρι των αριθμών ονειρεύτηκε τη Βαγγελιώ στην ίδια θαλασσινή γωνιά τους που του φώναζε.

-- Στάσου, δε βλέπεις τη θαλασσοταραχή; Πού πας χωρίς αγάπη;

Αλλά αυτός μέσα στη βάρκα με σπασμένο κουπί αρμένιζε βιαστικά μακριά της μες την καταχνιά. Δε γύρισε να τη δει, μόνο άκουσε καθαρά τη φωνή της ξανά και ξανά.

-- Εγώ σε φωνάζω η Βαγγελιώ.

Δε γύρισε να δει. Η φωνή της κοπέλας έσβησε, ξεχάστηκε.

Ετσι ήταν της μοίρας του ν' ανταλλάξει ένα κομμάτι από χαρά με πολύ οδύνη και μοναξιά για ν' ανέβει λίγο ψηλότερα στην κοινωνική πυραμίδα.


Βάσω ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ