Κυριακή 12 Οχτώβρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 25
ΔΙΕΘΝΗ
ΣΥΡΙΑ - ΙΣΡΑΗΛ - ΗΠΑ
«Στημένη» παρτίδα

Κάτω: Ο χώρος στο Συριακό έδαφος που δέχτηκε το βομβαρδισμό της ισραηλινής αεροπορίας

Associated Press

Κάτω: Ο χώρος στο Συριακό έδαφος που δέχτηκε το βομβαρδισμό της ισραηλινής αεροπορίας
Πριν από τριάντα χρόνια, στις αρχές Οκτώβρη, ο συριακός στρατός εξαπέλυε ευρεία επιχείρηση κατά των ισραηλινών στρατευμάτων που έλεγχαν τα κατεχόμενα, από το 1967, υψώματα του Γκολάν. Μετά από σκληρές μάχες, η σύρραξη λήγει με παρέμβαση του ΟΗΕ, και υπό συριακή κυριαρχία περιέρχεται ένα ποσοστό της κατεχόμενης, μέχρι σήμερα, γης.

Την ίδια ημερομηνία επέλεξε η ισραηλινή ηγεσία για να διατάξει την πραγματοποίηση αεροπορικής επιδρομής εναντίον συριακού εδάφους. Ενώ τα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης ήταν στραμμένα στα παλαιστινιακά εδάφη και κυρίως στο αρχηγείο του Γιάσερ Αραφάτ στη Ραμάλα, περιμένοντας τα αντίποινα για την πολύνεκρη βομβιστική επίθεση του Σαββάτου στη Χάιφα, ισραηλινά αεροσκάφη βομβάρδισαν, την Κυριακή το πρωί, «στρατιωτική βάση», όπως υποστηρίζει το Τελ Αβίβ, «εγκαταλειμμένο στρατόπεδο που χρησιμεύει ως προσφυγικό κατάλυμα» αντιτάσσει η Δαμασκός αλλά και οι ανταποκριτές των διεθνών πρακτορείων, στο Αιν Σαχέμπ, περίπου 20 χλμ από τη συριακή πρωτεύουσα.

Το πιθανότερο είναι ότι και οι δύο πλευρές των συνόρων γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο «στόχος» δεν ήταν παρά ένα παλιό στρατόπεδο της οργάνωσης «Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης - Γενική Διοίκηση», στο οποίο, όντως, διαμένουν πλέον ελάχιστοι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες. Προφανώς, ήταν επίσης γνωστό, εκατέρωθεν, ότι δεν υπήρχαν μαχητές, και μάλιστα της «Τζιχάντ», που ανέλαβε την ευθύνη για την επίθεση αυτοκτονίας της Χάιφα, στο χώρο. Η ισραηλινή ηγεσία αντιπαρήλθε του λογικού αυτού αδιεξόδου υιοθετώντας τη γενικόλογη επιχειρηματολογία περί «αντιτρομοκρατικής εκστρατείας», δίνοντας σαφές μήνυμα.

Η είδηση κατέλαβε εξαπίνης ηγεσίες και ΜΜΕ. Ολοι έσπευσαν με κατηγορηματικό ύφος να εκφράσουν την καταδίκη τους για «την απαράδεκτη παραβίαση της κυριαρχίας μιας άλλης χώρας» και την ανακούφισή τους για την επιλογή της Δαμασκού να αντιδράσει διά μέσου του ΟΗΕ. Εξαίρεση, όπως αναμενόταν, αποτέλεσε η Ουάσιγκτον, η οποία, όχι μόνο δεν καταδίκασε, αλλά ουσιαστικά διά στόματος του Προέδρου Μπους επιχειρηματολόγησε υπέρ της ισραηλινής επιλογής επαναλαμβάνοντας τα περί «αντιτρομοκρατικής εκστρατείας και περί απεριόριστου δικαιώματος αυτοάμυνας».

Παλιά ιστορία

Δεξιά: Στρατιώτες του ισραηλινού στρατού στα σύνορα με το Λίβανο

Associated Press

Δεξιά: Στρατιώτες του ισραηλινού στρατού στα σύνορα με το Λίβανο
Παρά το αναπάντεχο της αεροπορικής επιδρομής, οι διαθέσεις της ισραηλινής ηγεσίας ήταν γνωστές εδώ και καιρό. Πολύ πριν την εισβολή στο Ιράκ, ήδη από το καλοκαίρι του 2002, ο τότε αρχηγός του ισραηλινού ΓΕΣ, και νυν υπουργούς Αμυνας, Σαούλ Μοφάζ, δήλωνε ότι «ένας νέος πόλεμος είναι αναπόφευκτος» οδηγώντας πολλούς αναλυτές στο συμπέρασμα ότι προφανώς αναφέρεται στη Συρία. Επικαλούμενος πηγές των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών, ο δημοσιογράφος Οφερ Σελάχ, έγραφε στις 7 Ιούνη 2002 στη «Γιεντότ Αχρονότ» ότι οι μυστικές υπηρεσίες ενημέρωσαν την ισραηλινή ηγεσία ότι «το Ισραήλ θα καταφέρει ένα τέτοιο πλήγμα στη Συρία που θα είναι εντελώς διαφορετικό από ό,τι γνωρίζουμε μέχρι τώρα».

Ο Ισραηλινός καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας και γνωστός φιλειρηνιστής Ραν ΧαΚοέν ανέφερε σε άρθρο του υπό τον τίτλο «Η Νέα Τάξη Πραγμάτων και η Λίθινη Εποχή», (το οποίο επισημαίνεται σε σχετικό άρθρο του «Ρ» στις 11 Αυγούστου 2002), ότι σειρά στοιχείων (π.χ., οι κατηγορίες για υπόθαλψη τρομοκρατίας, που δόθηκαν, αρχικώς, στη δημοσιότητα από τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ισραηλινή ηγεσία έχει αποφασίσει να προχωρήσει σε κλιμάκωση με τη Συρία. «Απλώς, υποστήριζε ο Ραν ΧαΚοέν, αναζητείται μια λογικοφανής αιτία». Σε όλα αυτά, αξίζει να αναφέρει κανείς ότι, σύμφωνα με στοιχεία που αναφέρει στο βιβλίο της «Ισραήλ - Παλαιστίνη: Πώς να δώσουμε τέλος στον πόλεμο του 1948» η Ισραηλινή καθηγήτρια - δημοσιογράφος Τάνια Ράινχαρτ, το ισραηλινό επιτελείο έχει εκπονήσει σχέδιο «σαρωτικών αεροπορικών επιδρομών σε βάρος της Συρίας, με αφορμή κάποια τρομοκρατική επίθεση σε βάρος ισραηλινών συμφερόντων», ήδη, από τη δεκαετία του '80 και επί της ηγεσίας του τότε, ακόμη, αξιωματικού Εχούντ Μπαράκ.

Από την πλευρά του, ο Αμερικανός αναλυτής Τζέφρι Αρονσον, γράφοντας στους «Λος Αντζελες Τάιμς», υποστήριζε, τον Ιούνη του 2002, ότι η τότε προσωρινή ένταση στα λιβανο-ισραηλινά σύνορα με τη «Χεζμπολλάχ», δεν κατέληξε σε ανοιχτή ρήξη και με τη Συρία (που κατηγορείται για υποστήριξη της οργάνωσης) «μόνο και μόνο γιατί η ισραηλινή ηγεσία γνωρίζει ότι ένας πόλεμος κερδίζεται στα μετόπισθεν, και προς το παρόν η ισραηλινή κοινή γνώμη δεν είναι διόλου έτοιμη για μια τέτοια εξέλιξη». Και οι δύο αυτοί παράγοντες, όμως, που επικαλούνται οι δύο αναλυτές δεν υφίστανται πλέον.

Η «ετοιμότητα» του Λευκού Οίκου

Το «κλίμα» σε βάρος της Συρίας είχε, ήδη, καλλιεργηθεί εντατικά από το Λευκό Οίκο αμέσως μετά τη λήξη της εισβολής στο Ιράκ. Αμερικανοί αξιωματούχοι κατηγόρησαν τη Δαμασκό ότι παρέχει καταφύγιο στους καταζητούμενους αξιωματούχους του ιρακινού καθεστώτος, ότι επιτρέπει την είσοδο «ισλαμιστών μαχητών στο έδαφος του Ιράκ», ότι κατέχει ή επιδιώκει να αποκτήσει όπλα μαζικής καταστροφής, αν δεν «έχει δανειστεί το ιρακινό οπλοστάσιο». Αν όλα αυτά τα επιχειρήματα θυμίζουν έντονα την επιχειρηματολογία που χρησιμοποιήθηκε και στην περίπτωση του Ιράκ, μπορεί κανείς να αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης προσθέτοντας τις κατηγορίες που άπτονται άμεσα ισραηλινών συμφερόντων: η, κατά το Ισραήλ, υποστήριξη (οικονομική, επιχειρησιακή και στρατιωτική) των παλαιστινιακών ενόπλων οργανώσεων και της λιβανικής «Χεζμπολλάχ».

Κατά την επίσκεψή του στη Δαμασκό, την άνοιξη, ο Αμερικανός ΥΠΕΞ Κόλιν Πάουελ, φρόντισε, εκτός από τους αμερικανικούς όρους, να θέσει επί τάπητος και τα ισραηλινά αιτήματα, εντάσσοντας το σύνολο «στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» και προειδοποιώντας τη συριακή ηγεσία «να μη βρεθεί στη λάθος πλευρά της Ιστορίας» κατά το γνωστό, πλέον, «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας». Αν και δεν υπάρχει καμία απτή απόδειξη ότι η Συρία εξοπλίζει ή εκπαιδεύει τους Παλαιστινίους ενόπλους (άλλωστε, όπως αναρωτιέται και ο δημοσιογράφος της βρετανικής «Ιντιπέντεντ», Ρόμπερτ Φισκ, ένας καμικάζι αυτοκτονίας εκτός από την απόγνωση και την απελπισία δε χρειάζεται ιδιαίτερη εκπαίδευση), η Δαμασκός προτίμησε να επιμείνει στην «κόντρα» με την Ουάσιγκτον και έτσι, διακριτικά, τερματίστηκε η επίσημη λειτουργία των γραφείων επικοινωνίας αρκετών παλαιστινιακών οργανώσεων. Αλλωστε, καλή θέληση η Δαμασκός έδειξε και στην αρχή της «αντιτρομοκρατικής», βοηθώντας σημαντικά στην καταδίωξη μελών της «αλ Κάιντα».

Το αν ο Λευκός Οίκος είχε ενημερωθεί από το Τελ Αβίβ για την αεροπορική επιδρομή της περασμένης Κυριακής, πριν την πραγματοποίησή της, δεν έχει, ίσως, και τόσο μεγάλη σημασία. Η αντίδρασή του, δηλαδή η πλήρης «κάλυψη» των ισραηλινών ενεργειών, είναι άκρως σαφής ως προς το μήνυμά της που δεν είναι άλλο από την εν λευκώ έγκριση των όποιων ισραηλινών προκλήσεων. Ενδεικτικές, ίσως, είναι οι δηλώσεις του φημισμένου Ρίτσαρντ Περλ, ο οποίος αναρωτήθηκε «γιατί το Ισραήλ δεν είχε προχωρήσει σε αυτές τις επιθέσεις νωρίτερα;». Μπορεί οι απόψεις αυτές να μην εκφράζουν όσους στην Ουάσιγκτον επιθυμούν μια «σταδιακή αναδιαμόρφωση της Μέσης Ανατολής», αλλά ούτως ή άλλως ο στόχος παραμένει ίδιος.

Αντίστροφη μέτρηση

Μετά και από το «πράσινο φως» της Ουάσιγκτον, είναι ξεκάθαρο ότι η ισραηλινή επιδρομή κατά της Συρίας δρομολόγησε, ήδη, σειρά αρνητικών εξελίξεων. Για τους περισσότερους αναλυτές, είναι μάλλον απίθανο να εξαπολυθεί, στο άμεσο μέλλον, μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση κατά της Δαμασκού, είτε από τις αμερικανικές δυνάμεις (οι οποίες φέρονται να έχουν απεργαστεί σχετικό σχέδιο από την άνοιξη), είτε από τις ισραηλινές. Δεν αποκλείεται, όμως, οι ισραηλινές επιδρομές να επαναληφθούν, ουκ ολίγες φορές, όπως άλλωστε απείλησε ο ίδιος ο Αριέλ Σαρόν.

Η Δαμασκός είναι, μάλλον, αδύνατο να απαντήσει άμεσα στρατιωτικά αλλά φυσικά είναι, εξίσου, απίθανο να εκδιώξει, όπως της ζητούν, τους Παλαιστινίους μαχητές από το έδαφός της, με δεδομένη τόσο τη φιλοξενία 380.000 Παλαιστινίων προσφύγων όσο και την πεποίθησή της ότι οι ένοπλες παλαιστινιακές οργανώσεις δεν είναι τρομοκρατικές αλλά αντιστασιακές απέναντι σε μια κατοχή. Η Ουάσιγκτον θα επιβάλλει κυρώσεις, τις οποίες, προς το παρόν, δε συμμερίζεται η ΕΕ. Με δεδομένη τη συμβολική και πολιτική σημασία, κυρίως, της Συρίας στον αραβικό κόσμο, μοιάζει εξαιρετικά κοντά στην πραγματικότητα η εκτίμηση πολλών αναλυτών ότι η αεροπορική επιδρομή της περασμένης Κυριακής άνοιξε την πόρτα μιας γενικευμένης σύρραξης στην περιοχή.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ