Δικαιώνονται μετά θάνατον οι Γρ. Στακτόπουλος, Αδ. Μουζενίδης και Ευ. Βασβανάς
Η απολογία του Γρηγόρη Στακτόπουλου |
Χρειάστηκε πάνω από μισός αιώνας για να λάμψει η αλήθεια στη σκοτεινή υπόθεση της δολοφονίας του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζ. Πολκ. Η εισήγηση του επίτιμου αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθ. Καφίρη, ο οποίος συνταξιοδοτήθηκε και χτες διάβασε την πρότασή του ο αντεισαγγελέας της έδρας, Απ. Οικονόμου, αποκαθιστά την αλήθεια και παραδίδει «λευκό» τον δημοσιογράφο Γρ. Στακτόπουλο και τα δύο στελέχη του ΚΚΕ Αδ. Μουζενίδη και Ευ. Βασβανά.
Η πρόταση του εισαγγελέα ήταν να «παύσει η ποινική δίωξη» και αυτό είναι «το προσήκον πλέον χρέος προς την αλήθεια και τη δημοκρατική χρηστότητα». Με την πρόταση του εισαγγελέα, στην περίπτωση που υιοθετηθεί από το δικαστήριο, ακυρώνεται η καταδικαστική απόφαση και παύει η δίωξη, καθώς όλοι οι κατηγορούμενοι έχουν πεθάνει.
Ο Γρ. Στακτόπουλος είχε καταδικαστεί το 1949 σε ισόβια για συνεργία στη δολοφονία του Τζ. Πολκ, ο οποίος βρέθηκε νεκρός στις 16 του Μάη 1948 στην περιοχή του Θερμαϊκού Κόλπου, ενώ είχε προσπαθήσει να ανεβεί στο βουνό για να πάρει συνέντευξη από τον αρχηγό του Δημοκρατικού Στρατού, Μ. Βαφειάδη. Η δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου είχε αποδοθεί και στα στελέχη του ΚΚΕ Αδ. Μουζενίδη και Ευ. Βασβανά ως φυσικούς αυτουργούς.
Η δίκη που διεξήχθη για την υπόθεση Πολκ το 1949 ήταν μια δίκη παρωδία, χαρακτηριστική του κλίματος εκείνης της εποχής, προσαρμοσμένη στις κυβερνητικές και στις διωκτικές αρχές για την κατασκευή κατηγορουμένων και αποδεικτικών στοιχείων και την απόκρυψη των αληθινών ενόχων.
Η δικαίωση για τον Γρ. Στακτόπουλο και τα δύο στελέχη του ΚΚΕ άργησε μισό αιώνα, ενώ η εισαγγελική πρόταση ανοίγει το δρόμο για τη μετά θάνατον αθώωσή τους.
Ωστόσο, το σκοτάδι γι' αυτή τη δολοφονία θα παραμένει καλά κρυμμένο, μάλλον στα κρατικά αρχεία των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, της Μ. Βρετανίας, ίσως και της Ελλάδας, μέχρις ότου να αποκαλυφθούν αυτοί που διέπραξαν αυτή την προβοκάτσια σε βάρος του ΚΚΕ.
Ο εισαγγελέας Αθ. Καφίρης στην πρότασή του υποστηρίζει ότι έχουν προκύψει νεότερα στοιχεία και αποδείξεις που ήταν άγνωστα στους δικαστές, όταν είχαν δικάσει τότε και γι' αυτό πρότεινε να γίνει δεκτό το αίτημα της Θ. Στακτοπούλου, χήρας του δημοσιογράφου, για να επαναληφθεί η δίκη.
Να σημειωθεί ότι δύο φορές ακόμη είχε γίνει αίτημα επανάληψης της δίκης. Την πρώτη φορά το αίτημα είχε υποβληθεί το 1977 από τον ίδιο τον Γρ. Στακτόπουλο και τη δεύτερη φορά το 2001 από τη σύζυγό του, καθώς ο ίδιος είχε πεθάνει το 1988 με το στίγμα του δολοφόνου. Και τις δύο φορές, όμως, το αίτημα είχε απορριφθεί.
Ειδικότερα, κατά τη χτεσινή συζήτηση (κεκλεισμένων των θυρών) ο εισαγγελέας υποστήριξε τα εξής:
Μάλιστα, στην εισήγησή του ο εισαγγελέας ήταν αποκαλυπτικός και εξηγεί πώς ...ανακαλύφτηκαν οι ένοχοι: «Αφότου αποφασίστηκε από τις αρμόδιες αρχές, αναφέρει στην εισήγησή του, να επιλεγεί η "κομμουνιστική εκδοχή" ως αποκλειστική κατεύθυνση αναζήτησης των υπαίτιων του φόνου, θα έπρεπε αναγκαστικά να εντοπιστεί και να βρεθεί ο φυσικός δράστης (εκτελεστής) αλλά και ο μεσολαβητικός σύνδεσμος με το χώρο των κομμουνιστών. Ετσι, θα μπορούσαν να κρατηθούν κάποιες αναγκαίες ανακριτικές ισορροπίες και να ικανοποιηθεί η εξεγερμένη κοινή γνώμη των ΗΠΑ, η οποία εύλογα αξίωνε πιεστικά να βρεθούν άμεσα και να δικαστούν γρήγορα οι δράστες του φόνου του Αμερικανού δημοσιογράφου».
Αξίζει να αναφέρουμε ότι και ο Γρ. Στακτόπουλος είχε κάποια σύντομη δράση στο ΕΑΜ, αλλά πολύ γρήγορα έπαψε να έχει σχέση με το κομμουνιστικό κίνημα.
Σε δηλώσεις της έξω από τη δικαστική αίθουσα η χήρα του Γρ. Στακτόπουλου, Θεοδώρα, είπε: «Κάθε μέρα σχεδόν (ο Στακτόπουλος) με παρακαλούσε και μου έλεγε να μην αφήσω την υπόθεση αυτή. Να πολεμήσω να δικαιωθεί από την ελληνική Δικαιοσύνη και όταν εκδοθεί η απόφαση αυτή να πάω στον τάφο του στην Καλαμαριά και να του ψιθυρίσω και αυτός θα ακούσει».
Επίσης, ο συνήγορος της Θ. Στακτοπούλου, Ηλ. Αναγνωστόπουλος, επισήμανε ότι η αποκατάσταση της μνήμης του Γρηγόρη Στακτόπουλου είναι «χρέος προς την ηθική αλλά και προς την Ιστορία και τη Δημοκρατία», και χαρακτήρισε την εισαγγελική πρόταση «ένα σπουδαίο κείμενο που ανήκει στις λαμπρές στιγμές της ελληνικής Δικαιοσύνης».