Κυριακή 5 Οχτώβρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ρώσικη ρουλέτα

ΒΑΣ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

- Μπορώ να σας φανώ χρήσιμη;

- Οχι, ευχαριστώ, απάντησε κάπως απότομα και κοφτά, γυρίζοντας προς το μέρος απ' όπου είχε ακούσει τη γυναικεία φωνή. Η αλήθεια είναι ότι ξαφνιάστηκε και τρόμαξε στο άκουσα της φωνής της πωλήτριας του πολυκαταστήματος. Είχε αρκετή ώρα μπροστά στα ράφια του τμήματος των παιχνιδιών. Ο ίδιος ούτε που το είχε πάρει χαμπάρι. Μόνο τότε, όταν κοίταξε το ρολόι του, κατάλαβε ότι πάνω από μια ολόκληρη ώρα βρισκόταν εκεί «καρφωμένος» στα ράφια κι εξέταζε εξονυχιστικά δεκάδες τύπους σκακιών.

Αυτός ήταν και ο λόγος που η υπεύθυνη πωλήτρια, μια πανέμορφη ξανθιά Μπολονέζα, μιλώντας με τη χαρακτηριστική προφορά της περιοχής προσφέρθηκε να τον βοηθήσει στην επιλογή του παιχνιδιού που αναζητούσε. Εκείνος όμως είχε ήδη αποφασίσει. Κρατούσε στα χέρια του ένα κουτί κι έδειχνε ικανοποιημένος. Η ικανοποίηση για τη συγκεκριμένη επιλογή μεγάλωσε ακόμα περισσότερο όταν περνώντας από το ταμείο διαπίστωσε ότι η τιμή του συγκεκριμένου παιχνιδιού - ενός σκακιού από πλαστικό - ήταν αρκετά χαμηλή. Η αλήθεια είναι ότι, για όση χρονική διάρκεια βρισκόταν μπροστά στα ράφια, για να διαλέξει, το μόνο που δεν τον ενδιέφερε ήταν το κόστος. Οχι ότι του περίσσευαν τα χρήματα. Ηταν πρωτοετής φοιτητής της Ιατρικής στην Ιταλία, στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνιας. Ολοι όσοι τον γνώριζαν τον αποκαλούσαν «ο ξάδελφος». Αυτό ήταν το παρατσούκλι ή καλύτερα η συνωμοτική προσφώνηση.

Ιστορία ολόκληρη η καθιέρωσή του. Οι γονείς του φτωχοί αγρότες, από κάποιο πεδινό χωριό της Ηπείρου. Με κόπους και θυσίες κατάφερναν να του στέλνουν κάποια χρήματα. Ο ίδιος αναγκαζόταν να δουλέψει κάποιες ώρες την ημέρα, τρεις φορές τη βδομάδα στα κτήματα της σπιτονοικοκυράς του για να τα βγάζει πέρα. Δύσκολοι καιροί. Τόσο από οικονομικής όσο κι από πολιτικής πλευράς. Περίοδος δικτατορίας στην Ελλάδα. Ολα αυτά ήταν που στάθηκαν η αιτία για να παλέψει οργανωμένα. Οσο για την αφορμή; Του δόθηκε από ένα μικρό, κίτρινο, προπαγανδιστικό χαρτί. Από μια αφίσα μινιατούρα που ήταν κολλημένη στις κολόνες των τόξων, σ' έναν από τους δρόμους του ιστορικού κέντρου της πόλης. Την έβλεπε κάθε πρωί στο συνηθισμένο δρομολόγιό του για τη σχολή. Σ' αυτή υπήρχε το σκίτσο ενός νέου με απλωμένα τα χέρια κι ανάμεσα η λεζάντα που έγραφε: «Εσύ δεν ανήκεις στους εκμεταλλευτές καπιταλιστές, ανήκεις στην πρωτοπόρα οργάνωση της νεολαίας».

Δεν άργησε να πάρει την απόφαση. Οργανώθηκε. Τώρα είχε αναλάβει και συγκεκριμένο, σοβαρό καθήκον. Επρεπε να περάσει παράνομα στην Ελλάδα αποφάσεις, τυπωμένες σε ρυζόχαρτο, του πρόσφατου Συνεδρίου, για την ανατροπή της χούντας. Αυτό τον απασχολούσε πολύ. Βασάνιζε το μυαλό του μερόνυχτα ολόκληρα για να βρει την καλύτερη και ασφαλέστερη λύση για την υλοποίηση της αποστολής. Η ιδέα τού ήρθε εντελώς ξαφνικά, ένα πρωινό, όταν ξανάκουσε στο radio «Stella Rossa» τη μαγνητοφωνημένη συναυλία του μουσικοσυνθέτη Fabrizio d' Andre, που και ο ίδιος είχε παρακολουθήσει πριν δύο μέρες. Τη στιγμή εκείνη άκουγε το αγαπημένο του τραγούδι: Lottavano...... si come si gioca/ loro avevano il tempo anche per la galera....... («Αγωνίζονταν έτσι όπως παίζανε/ αυτοί είχαν χρόνο και για τη φυλακή»).

- Αυτό είναι, σκέφτηκε και πετάχτηκε όρθιος! Αγώνας - παιχνίδι! Ενα παιχνίδι, ένα παιχνίδι! Ενας Δούρειος Ιππος!

Αρχισε να σκέφτεται πιο απ' όλα θα ήταν το πλέον κατάλληλο για την περίπτωση. Κατέληξε στο σκάκι. Στο συγκεκριμένο, από πλαστικό του οποίου μάλιστα τα πιόνια είχαν κενό στο εσωτερικό τους. Οταν το πήγε στο σπίτι οι συγκάτοικοί του, κάποιοι από τους φίλους του, που βρίσκονταν εκεί άρχισαν τα πειράγματα.

«Βρε, βρε τον matricola (πρωτοετή), βρε τον βλάχο, βρε τον κρυφοκουλτουριάρη, βρε τούτο - βρε το άλλο... Αγόρασε σκάκι!»

Εκείνος ούτε που τους έδινε σημασία. Σε κανέναν δεν απαντούσε. Αλλού έτρεχε ο νους του. Ανυπομονούσε να μείνει μόνος του. Να υλοποιήσει ό,τι είχε σχεδιάσει. Σε λίγες μέρες θ' αναχωρούσε για την Ελλάδα κι έπρεπε να «προετοιμάσει» το σκάκι.

Επί δύο μερόνυχτα είχε μετατρέψει το γραφείο του σ' ένα μικρό «χειρουργείο». Είχε συγκεντρώσει όλα τα υλικά και τα σύνεργα της Ιατρικής ήταν απαραίτητα. Μ' ένα πρωτότυπο μικροσκοπικό νυστέρι - δικής του έμπνευσης και κατασκευής - αφαιρούσε προσεκτικά και με κινήσεις που θα ζήλευε ακόμα και... νευροχειρουργός, τους πάτους από επιλεγμένα κομμάτια του σκακιού. Αρχισε με τον βασιλιά και τη βασίλισσα, συνέχισε με τους στρατηγούς και τ' άλογα και θα τελείωνε με τους πύργους. Στη συνέχεια τοποθετούσε στο εσωτερικό των πιονιών από μια - δυο σελίδες. Πριν την τοποθέτηση συμπίεζε το χαρτί στην παλάμη του. Επόμενη φάση ήταν η επανατοποθέτηση της βάσης, που είχε αφαιρεθεί. Ηταν και η πλέον δύσκολη, επίπονη και πολυσύνθετη εργασία. Δεν έπρεπε να φαίνεται το παραμικρό ίχνος ότι το σκάκι είχε παραβιαστεί. Αυτό θα του κόστιζε ακριβά στον τελωνειακό έλεγχο. Θα κινούσε την υποψία των υπαλλήλων και τότε... όλα θα μπορούσαν να συμβούν. Ο φόβος αυτός μαζί με μια τελειομανία που τον διέκρινε, τον οδήγησαν ομολογουμένως σ' ένα καταπληκτικό αποτέλεσμα. Σ' ένα μεταλλικό δοχείο έλιωνε μια μικρή ποσότητα από ειδικό κερί, απ' αυτό που χρησιμοποιούν οι οδοντοτεχνίτες. Με μια μικροσκοπική σπάτουλα το έβαζε στο πάνω μέρος της βάσης, την οποία και επανατοποθετούσε. Κι ύστερα το πιόνι, για ένα - δυο λεπτά, όσο δηλαδή χρόνο χρειαζόταν να πήξει το κερί, ούτως ώστε ν' απλωθεί στο εσωτερικό μέρος και να σφραγιστεί, δίχως ν' αφήσει εξωτερικά το παραμικρό ίχνος. Κοπιαστική δουλιά. Δεν το καταλάβαινε όμως. Είχε εντελώς απορροφηθεί σ' αυτό που έκανε. Είχε ξεχάσει τα πάντα. Ούτε που θυμόταν πότε είχε φάει για τελευταία φορά. Ευτυχώς όμως σε λίγο θα τέλειωνε. Είχε απομείνει μόνο ένα, τελευταίο, κομμάτι. Ενας λευκός πύργος και... τέρμα. ΟΛΑ ΘΑ ΗΤΑΝ ΕΤΟΙΜΑ.

Τότε ήταν που χτύπησε το κουδούνι. Τρόμαξε.

- Ποιος να είναι; Αναρωτήθηκε και κλειδώνοντας την πόρτα του δωματίου του κατευθύνθηκε προς το θυροτηλέφωνο.

- Ελα βρε «ξάδελφε», άνοιξέ μου, ακούστηκε μια μπάσα χαρακτηριστική φωνή.

Κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν. Ο «Τσε ο Θεσσαλός». Τριτοετής της σχολής της Βιολογίας. Είχαν γνωριστεί πριν ένα εξάμηνο σε μια εκδήλωση του Συλλόγου Ελλήνων Φοιτητών της Μπολόνιας. Από τότε ξανασυναντήθηκαν κάμποσες φορές. Είχαν μάλιστα κανονίσει να συνταξιδέψουν μαζί στην Ελλάδα, σε λίγες μέρες.

- Ανοιξε μου, το είπε. Ηρθα να πιούμε ένα κρασάκι και ν' ακούσουμε καμιά κασέτα με δημοτικά τραγούδια.

- Αυτή την ώρα δε γίνεται, περίμενέ με όμως.

Κατευθύνθηκε γρήγορα προς το δωμάτιο, πήρε στην τύχη πέντε κασέτες, από τις δώδεκα που του είχε δώσει ο πατέρα του, και κατεβαίνοντας τρία - τρία τα σκαλιά βρέθηκε στην εξώπορτα. Του τις έδωσε λέγοντάς του να τις επιστρέψει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού για την Ελλάδα.

Εκείνος έκλεισε το μάτι λέγοντάς: - Κατάλαβα. Εχεις «πορεία» ε; Καλά να περάσεις. Θα τα πούμε στο τρένο, την ερχόμενη Πέμπτη.

Αιώνας του φάνηκε ο χρόνος ως το πρωί της Πέμπτης, ημέρα αναχώρησης από το σιδηροδρομικό σταθμό. Το απόγευμα της ίδιας μέρας θα έφταναν στο Μπρίντιζι και από κει θα ταξίδευαν με το πλοίο για Ηγουμενίτσα όλο το βράδυ.

Καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού δεν έκλεισε σχεδόν μάτι. Ξημερώματα Παρασκευής βρισκόταν στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας, μπροστά σε δύο τελωνειακούς υπαλλήλους, για τον έλεγχο.

- Εχεις να δηλώσεις κάτι πριν αρχίσει ο έλεγχος, τον ρώτησαν.

- Οχι, τους απάντησε κοφτά. Μόνο μια χύτρα «Lagostina».

Αρχισαν το ψάξιμο, ο ένας της βαλίτσας και ο άλλος του σακ βουαγιάζ. - Αυτό το κουτί τι έχει μέσα, ρώτησε εκείνος που έψαχνε τη βαλίτσα.

- Ενα παιχνίδι, ήταν η απάντησή του. Ενα σκάκι.

- Σκάκι; Τον ρώτησε με ύφος κάποιου που ποιος ξέρει τι ανακάλυψε! - Και τίνος είναι;

- Δώρο για το μικρότερο αδελφό μου απάντησε.

Ο υπάλληλος είχε εν τω μεταξύ ανοίξει το κουτί, έβγαλε δυο - τρία πιόνια, μουρμούρισε μερικές εκφράσεις - βρισιές για το σκάκι, την κουλτούρα, την αναρχία και τον κομμουνισμό κι ύστερα συνέχισε το ψάξιμο. Την ίδια στιγμή ο άλλος που έψαχνε το σακ βουαγιάζ είχε βγάλει έξω όλες τις κασέτες και τον ρώτησε. - Τι τραγούδια έχουν; Δεν πιστεύω να 'χουν τίποτα Θεοδωράκη, αντάρτικα ή άλλα ανατρεπτικά;

- Εχουν όλες δημοτικά, απάντησε. Δώρο του πατέρα μου για την ξενιτιά. Αυτή η απάντηση άρεσε στους τελωνειακούς αλλά δεν τους έπεισε εντελώς.

- Για ν' ακούσουμε μια στην τύχη, είπε, κι έπιασε μια στο δεξί του χέρι. Τότε ήταν που του «κόπηκαν» τα πόδια. Πάγωσε εντελώς. Η κασέτα που κρατούσε ο τελωνειακός δεν ήταν δική του. Τι στο διάβολο είχε συμβεί; Θυμήθηκε την επίσκεψη του φίλου του απ' τη Θεσσαλία, τις κασέτες που του είχε δώσει αλλά και τη στιγμή που εκείνος τις επέτρεψε, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Τις σκέψεις του αυτές διέκοψε ο ήχος του γνωστότατου δημοτικού: «Η Παπαλάμπραινα». Στο άκουσμά του οι υπάλληλοι κοιτάχτηκαν, χαμογέλασαν και σταμάτησαν τη διαδικασία ελέγχου. Η δικιά του όμως αγωνία και απορία δεν έλεγαν να σταματήσουν. Απεναντίας. Αυξήθηκαν όταν βγαίνοντας από το χώρο του τελωνείου ο «ΤΣΕ ο Θεσσαλός» ορμάει και βγάζει από το σακ-βουαγιάζ τη συγκεκριμένη κασέτα. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.

- Θα μου εξηγήσεις επιτέλους τι συμβαίνει, του είπε οργισμένα.

- Καλά μη φωνάζεις. Υπάρχουν σ' αυτή αντιστασιακά τραγούδια και ενδιάμεσα κάποια δημοτικά για ευνόητος λόγους. Την έβαλα λίγο πριν τα ξημερώματα στο σάκο σου, μαζί με τις άλλες, κάποια στιγμή που εσύ κοιμόσουν. Τώρα όμως όλα τέλειωσαν!

Του ήρθε να ορμήξει πάνω του αλλά συγκρατήθηκε. Θα άλλαζε τίποτα; Επιπλέον μια εμπειρία, σκέφτηκε! Η επαγρύπνηση και η περιφρούρηση πρέπει να βελτιωθούν. Του έκανε μια ακόμα, τελευταία ερώτηση.

- Γιατί την έβαλες στα δικά μου πράγματα;

-Διότι ήσουν ήρεμος, είπε κι άρχισε να σιγοτραγουδάει: «Lottavono cosi come si gioca...».


Βασίλης ΖΙΩΒΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ