Κυριακή 28 Σεπτέμβρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΕΜΠΟΡΙΟΥ
Με αφορμή την πρόσφατη Σύνοδο στο Κανκούν

Παπαγεωργίου Βασίλης

Η διακοπή των διαπραγματεύσεων του ΠΟΕ στο Κανκούν προκάλεσε πολυποίκιλες ερμηνείες και χαρακτηρισμούς, όπως:

  • Κατάρρευση του ΠΟΕ.
  • Αντίσταση των δυνάμεων της αντιπαγκοσμιοποίησης.
  • Απώλεια του τρένου της παγκοσμιοποίησης για τις φτωχές χώρες ή (αντιθέτως) οι φτωχές χώρες δεν είδαν ακόμη το τρένο της παγκοσμιοποίησης να περνά.
  • Οι φτωχές χώρες σήκωσαν το ανάστημά τους στις πλούσιες.

Μια πιο νηφάλια προσέγγιση αποκαλύπτει τα εξής χαρακτηριστικά:

α) Στην ιστορία των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη νέων συμφωνιών που αφορούν τους όρους διεξαγωγής του διεθνούς εμπορίου, δεν αποτελεί πρωτοτυπία η διακοπή τους (π.χ. έγινε και κατά τις διαπραγματεύσεις στο Σιάτλ. Ο γύρος της Ουρουγουάης διήρκησε 7 χρόνια μέχρι να καταλήξει σε συμφωνία).

β) Η διακοπή (αποχώρηση από το τραπέζι) των διαπραγματεύσεων εκφράζει την όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των διαπραγματευόμενων μερών, αλλά θα ήταν λάθος ο αποκλειστικός εντοπισμός των αντιθέσεων μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών.

Στην τυπική εκδήλωση των αντιθέσεων μεταξύ του κοινού Σχεδίου ΗΠΑ - ΕΕ και της συσπείρωσης των 21 χωρών που «αποχώρησαν» από τις διαπραγματεύσεις ηγήθηκαν κράτη που δεν κατηγοριοποιούνται στις «φτωχές» ή υποανάπτυκτες χώρες. Πρωτοστάτησαν η Ινδία και η Βραζιλία, με αδιαμφισβήτητο αλλά όχι εμφανή το ρόλο της Κίνας.

Σε αυτό το γύρο των διαπραγματεύσεων, με βάση την επίσημη ατζέντα, ο πυρήνας των αντιθέσεων επικεντρώθηκε στους δασμούς που επιβάλλουν οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες και ιδιαίτερα οι ΗΠΑ και η ΕΕ στα εισαγόμενα αγροτικά προϊόντα και στις επιδοτήσεις που δίνουν στα δικά τους αγροτικά προϊόντα.

Οι διαπραγματεύσεις είχαν ως αφετηρία την απόφαση της Συνόδου της Ντόχα του 2001, που κατέγραφε στο σημείο 13 τη δέσμευση για «μείωση με προοπτική την κατάργηση όλων των εξαγωγικών επιδοτήσεων και την ουσιαστική μείωση της εγχώριας στήριξης που διαστρεβλώνει το εμπόριο».

Η ΕΕ είχε ταχθεί υπέρ της σταδιακής μείωσης (αρχική της πρόταση - του κοινοτικού Επιτρόπου Φίσλερ - για μείωση κατά 36% και 45% αντιστοίχως). Οι ΗΠΑ εμφανίζονταν διατεθειμένες να προχωρήσουν στην περικοπή δασμών και στην κατάργηση των επιδοτήσεων (σημειωτέον ότι ο τρόπος με τον οποίο προωθούν τις εξαγωγικές επιδοτήσεις δεν τις καταγράφει ως τέτοιες). Στο παρασκήνιο των διαπραγματεύσεων, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ επιδίωκαν να διαμορφώσουν συμμαχίες γύρω από τις δικές τους θέσεις και επιδιώξεις. Διαφαινόταν μάλιστα και ορισμένη συμμαχία των ΗΠΑ με την Αυστραλία και τη Βραζιλία, ενώ η ΕΕ προσεταιριζόταν αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες με ισχυρό όμως αγροτικό τομέα εκτός σιτηρών (π.χ. Ιαπωνία, Ελβετία, Νορβηγία).

Εν τούτοις, παρά τις χρόνιες αντιθέσεις τους, οι ΗΠΑ και η ΕΕ εμφανίστηκαν με συμβιβαστικό μεταξύ τους σχέδιο για το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων, το οποίο υιοθετούσε τη σταδιακή μείωση των δασμών και των εξαγωγικών επιδοτήσεων.

Η συμμαχία ΗΠΑ - ΕΕ, κατά τις διαπραγματεύσεις στο Κανκούν, αν και εμφανίστηκε διατεθειμένη να προχωρήσει σε μείωση δασμών και εγχώριων (ή κοινοτικών) επιδοτήσεων προς όφελος των εισαγωγών αγροτικών εμπορευμάτων από τις αναπτυσσόμενες χώρες, διεκδίκησε ταυτοχρόνως και μεγαλύτερη απελευθέρωση των αγορών των τρίτων χωρών, ώστε να εισάγονται σε αυτές με καλύτερους όρους τα βιομηχανικά τους εμπορεύματα. Ακόμη και οι αντιθέσεις γύρω από τα δικαιώματα «πνευματικής ιδιοκτησίας» (TRIPS) σε ό,τι αφορά τα φάρμακα, δεν είναι παρά η θέληση των ισχυρότερων οικονομιών να μονοπωλήσουν το παραγωγικό αποτέλεσμα ενός επιστημονικο-τεχνολογικού επιτεύγματος ή να το «πουλήσουν» ακριβότερα. Οι συζητήσεις επεκτάθηκαν και στις επενδύσεις (όρους εξαγωγής κεφαλαίων).

Δεν έχουν βγει ακόμη στην επιφάνεια όλες οι παρασκηνιακές κινήσεις και διαπραγματεύσεις που έγιναν προκειμένου να εξασφαλιστούν ισορροπίες που θα οδηγούσαν στην κατάληξη μιας νέας συμφωνίας.

Σε αυτή τη φάση, η συσπείρωση των 21 κρατών υπό το εμφανές ηγετικό δίδυμο Ινδίας - Βραζιλίας αντέδρασε. Θεώρησε μη συμφέροντες τους προτεινόμενους όρους, φειδωλούς ως προς τις μειώσεις που αφορούν τις επιδοτήσεις και τους δασμούς για τα αγροτικά εμπορεύματα των καπιταλιστικών αναπτυγμένων οικονομιών και πολύ ανοιχτούς ως προς το άνοιγμα των αγορών των αναπτυσσόμενων. Ο ηγετικός ρόλος της Ινδίας και της Βραζιλίας (καθώς και της Κίνας) δεν είναι τυχαίος. Πρόκειται για οικονομίες, όχι μόνο αγροτικές αλλά κυρίως βιομηχανικές, με ιδιαίτερα συμφέροντα στήριξης (προστασίας) της εγχώριας βιομηχανίας τους αλλά και απολαβής των εμπορικών πλεονεκτημάτων του ΠΟΕ. Είναι γνωστό το μακρύ ιστορικό διαπραγματεύσεων της Κίνας μέχρι την κατάληξη εισδοχής της στον ΠΟΕ. Η δε Βραζιλία, από τις αρχαιότερες καπιταλιστικές οικονομίες της αμερικανικής ηπείρου, αποτελεί τυπικό παράδειγμα επιδείνωσης της θέσης της στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, μετά από αλλεπάλληλες βαθιές οικονομικές κρίσεις.

Αντιθέσεις και συσχετισμοί στη διεθνή καπιταλιστική αγορά

Επομένως, οι πραγματικές αντιθέσεις, που οξύνθηκαν κατά τις διαπραγματεύσεις (ή πίσω από αυτές) του ΠΟΕ στο Κανκούν, είναι πολύ πιο σύνθετες απ' όσο εμφανίστηκαν. Είναι αντιθέσεις που πηγάζουν από τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό και την ανισομερή καπιταλιστική ανάπτυξη. Αντανακλούν τις συμφωνίες γύρω από το είδος και το μέγεθος των φραγμών ενός κράτους (μιας εθνικής ή και περιφερειακής αγοράς) στην εισαγωγή εμπορευμάτων άλλου κράτους (ή και περιφερειακής ένωσης), την οικονομική (επομένως και πολιτική) δύναμη του κάθε κράτους και την επιδίωξη μονοπωλιακών πλεονεκτημάτων προς όφελός του.

Στο κουβάρι των αντιθέσεων εμπλέκονται:

Πρώτον: Αντιθέσεις μεταξύ των πιο ισχυρών καπιταλιστικών αγορών, όπως οι ΗΠΑ και η ΕΕ, για το πώς θα αποκτήσει η καθεμιά τους πιο ευνοϊκές συνθήκες εξαγωγής των προϊόντων τους σε τρίτες αγορές (κυρίως στις περιφερειακές - αγορές της Ασίας, της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής)

Η διαμόρφωση της ΕΕ οδήγησε στην όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ, όχι μόνο ή κυρίως για το μεταξύ τους διεξαγόμενο εξωτερικό εμπόριο, αλλά και για το εξωτερικό τους εμπόριο με τρίτες ή περιφέρειες τρίτων κρατών. Ορισμένες εκδηλώσεις των αντιθέσεών τους καταγράφηκαν ως εμπορικοί πόλεμοι της μπανάνας, των μεταλλαγμένων αγροτικών προϊόντων, ως προσφυγή της ΕΕ στη διευθέτηση του ΠΟΕ για την έμμεση επιδότηση - φοροελάφρυνση βιομηχανικών εμπορευμάτων των ΗΠΑ που διοχετεύονται στις επιχειρήσεις εξωτερικού. Γνωστή η τέτοια πριμοδότηση του χάλυβα, εμπορευμάτων της νέας τεχνολογίας κλπ. Αλλη εκδήλωση των αντιθέσεών τους είναι σε σχέση με την ισοτιμία του κινέζικου νομίσματος στη διεθνή αγορά. Οι μεν ΗΠΑ1 τάχθηκαν και πιέζουν για την απελευθέρωση - υπερτίμηση του κινέζικου νομίσματος, ενώ, αντιθέτως, η ΕΕ κατά της απελευθέρωσής του και υπέρ της διατήρησης των υπαρχουσών ισοτιμιών του.

Δεύτερον: Αντιθέσεις σχετικά πιο καθυστερημένων καπιταλιστικών οικονομιών απέναντι και στις δύο (ή και τρεις συμπεριλαμβανομένης και της Ιαπωνίας) πιο μεγάλες αγορές, των ΗΠΑ και της ΕΕ. Οι αντιθέσεις αυτές δεν είναι ανεξάρτητες και από τις τάσεις να σταθεροποιηθεί και να διευρύνει την επιρροή του ο καπιταλισμός στις χώρες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Είναι λοιπόν υπό εξέλιξη ανακατατάξεις που αφορούν και τη Ρωσία και κράτη της ευρύτερης Ευρασιακής ζώνης.

Ακόμη, σε εξέλιξη βρίσκεται (υπογράφτηκε καταρχήν συμφωνία) η δημιουργία ενιαίας ζώνης συναλλαγών στην Ασία μεταξύ των δέκα κρατών της ASEAN, της Κίνας και της Ιαπωνίας.

Τη δημοσιότητα έχουν γνωρίσει οι «ανησυχίες» των επιτελείων των ΗΠΑ για το μελλοντικό ρόλο της Κίνας στην ασιατική αγορά, την προοπτική εκτοπισμού της Ιαπωνίας από τον ηγετικό ιμπεριαλιστικό ρόλο σε αυτή. Εξέλιξη η οποία δε θεωρείται συμφέρουσα για τις ΗΠΑ, βλέποντας σε μια προοπτική την Κίνα άμεσα ανταγωνιστική στην καπιταλιστική αγορά.

Τρίτον: Αντιθέσεις μεταξύ κρατών - μελών που κατ' αρχήν συσπειρώνονται σε κάποια περιφερειακή συμμαχία (π.χ. στην ΕΕ), μεταξύ των αναπτυσσόμενων, ακόμη και των πιο καθυστερημένων καπιταλιστικών οικονομιών. Οι αντιθέσεις αυτές οδηγούν και σε ευκαιριακές συσπειρώσεις. Το παρασκήνιο των διαπραγματεύσεων του Κανκούν αποκάλυψε τις αντιθέσεις και συγκυριακές συσπειρώσεις ισχυρών κρατών - μελών της ΕΕ (Γαλλίας, Αγγλίας, Ολλανδίας) με χώρες της Αφρικής (Burkina Faso, Chad, Mali) για την κατάργηση των επιδοτήσεων στο βαμβάκι. Το ενδεχόμενο αυτό θα έπληττε τα διαμορφωμένα επίπεδα παραγωγής και εξαγωγής βαμβακιού από την Ελλάδα (κύρια και σχεδόν αποκλειστική βαμβακοπαραγωγό χώρα της ΕΕ). Οι άμεσες συνέπειες θα έπεφταν στις πλάτες των πιο αδύναμων βαμβακοπαραγωγών στην Ελλάδα, αφού η κατάργηση των επιδοτήσεων θα οδηγούσε σε όξυνση του ανταγωνισμού και ταχύτερη συγκεντροποίηση.

Αν παραβλέψουμε τους νόμους της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της διεθνούς καπιταλιστικής αγοράς, θα οδηγηθούμε στο τραγελαφικό συμπέρασμα να «ευθύνεται» η καπιταλιστική Ελλάδα για τη φτώχεια στις παραπάνω αφρικανικές χώρες περισσότερο από ό,τι ευθύνονται οι πρώην αποικιοκρατικές χώρες για την εκμετάλλευσή τους.

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι όλες ανεξαιρέτως οι οικονομίες συμμετέχουν ή διεκδικούν τη συμμετοχή στη διεθνή αγορά υποτασσόμενες στους νόμους της καπιταλιστικής οικονομίας, η οποία κυριαρχεί.

Τάσεις στο διεθνές καπιταλιστικό εμπόριο

Γενικότερα, η ιστορία του διεθνούς εμπορίου, με κυρίαρχο το καπιταλιστικό σύστημα, δηλαδή η ιστορία της διεθνούς καπιταλιστικής αγοράς, διέπεται από τις εξής τάσεις και χαρακτηριστικά.

  • Τη γενική τάση επέκτασης των εξαγωγών εμπορευμάτων (εμπορευματικού κεφαλαίου) ως αποτέλεσμα ανάπτυξης της καπιταλιστικής παραγωγής. Η τάση αυτή αποτυπώνεται στον αυξητικό ρυθμό μεταβολής του διεθνούς εμπορίου ως ποσοστό της παγκόσμιας παραγωγής.

Αποτυπώνεται επίσης και στα μεγάλα μερίδια που αναλογούν στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες στο σύνολο του διεθνούς εμπορίου (ο μεγαλύτερος εξαγωγέας είναι η ΕΕ και ο μεγαλύτερος εισαγωγέας οι ΗΠΑ) αλλά και στα μεγάλα ποσοστά των βιομηχανικών έναντι των αγροτικών εμπορευμάτων στο σύνολο των εξαγωγικών εμπορευμάτων. Τα αγροτικά προϊόντα αποτελούν το 10% του παγκόσμιου εμπορίου.2

  • Τη γενική τάση, να εμφανίζεται κατά διαστήματα αναχαίτιση της παραπάνω τάσης, δηλαδή να εμφανίζεται πτωτική τάση στον όγκο των διεθνών εμπορικών συναλλαγών, σαν αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης. Ο δείκτης αυτός ήταν: 12% το 2000, -1% το 2001, 2,5% το 2002, πρόβλεψη 3% για το 2003.
  • Τη διαχρονικά παρατηρούμενη τάση απελευθέρωσης των αγορών (επομένως μείωσης των εθνοκρατικών προστατευτισμών, όπως των δασμών στην εισαγωγή εμπορευμάτων και των εξαγωγικών επιδοτήσεων) να διακόπτεται σε συνθήκες μεγάλης οικονομικής κρίσης, προετοιμασίας πολέμου, εμπόλεμης κατάστασης.
  • Την τάση απελευθέρωσης των αγορών να ελέγχεται από πολυμερείς συμφωνίες, οι οποίες διαμορφώνουν νέα κατάσταση ως προς τον ανταγωνισμό. Να αποτυπώνουν την κυριαρχία των πιο αναπτυγμένων και ισχυρότερων καπιταλιστικών οικονομιών.
  • Την τάση να διαμορφώνονται περιφερειακές ενώσεις (τελωνειακής ή πιο προωθημένης μορφής) που μεγεθύνουν τη συγκεκριμένη αγορά (περιφερειακή) και την προστατεύουν έναντι τρίτων αγορών ή διαπραγματεύονται με καλύτερους όρους με τις τρίτες αγορές.
Οι πολυμερείς συμφωνίες μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο

Στη μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ιστορία καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι ΗΠΑ στη διαμόρφωση των πολυμερών συμφωνιών. Μετά τον πόλεμο εξελίχθηκε προοδευτικά η μείωση της δασμολογίας μέχρι το 1980, κατάσταση που διαμορφώθηκε μέσω διεθνών διαπραγματεύσεων και συνθηκών: Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT) του 1947, Εκτη Πολυμερής Εμπορική Συμφωνία (Γύρος Κένεντι) του 1967, Γύρος του Τόκιο του 1979. Ο επόμενος γύρος των διαπραγματεύσεων, της Ουρουγουάης, συνάντησε μεγαλύτερες δυσκολίες και συνοδεύτηκε από νέα έξαρση προστατευτικών πιέσεων, βαθμιαία αύξηση των περιορισμών του διεθνούς εμπορίου με ταυτόχρονη προώθηση της απελευθέρωσής του σε περιφερειακό επίπεδο. Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν τυχαία. Αντανακλούσε τη σχετική αποδυνάμωση της διεθνούς οικονομικής θέσης των ΗΠΑ συγκριτικά με εκείνη που κατείχαν κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, τότε που οι ΗΠΑ είχαν πάρει το ρόλο της Μεγάλης Βρετανίας. Στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων είχε παίξει ρόλο και η αναβάθμιση της θέσης της μεταπολεμικής Ιαπωνίας και της Γερμανίας, διαδικασία που επιταχύνθηκε για τη Γερμανία με την καπιταλιστική παλινόρθωση στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Η συμφωνία του Μαρακές (1994) αντανακλούσε τη νέα κατάσταση, αποτελούσε μια ορισμένη αποτύπωση του συσχετισμού των δυνάμεων, ο οποίος ήταν ακόμη σε εξέλιξη.

Στα χρόνια που ακολούθησαν επήλθαν νέες εξελίξεις, με πιο χαρακτηριστικές: την πολύχρονη κρίση της ιαπωνικής οικονομίας, την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης στις ΗΠΑ και ετεροχρονισμένα στην ΕΕ (και μάλιστα στη ναυαρχίδα της, τη Γερμανία), ορισμένη σταθεροποίηση του καπιταλισμού στη Ρωσία και την επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων στην Κίνα.

Οι εξελίξεις αυτές δίνουν νέα δυναμική στην προοπτική ανακατατάξεων στα μερίδια της διεθνούς καπιταλιστικής αγοράς και επομένως αλλάζει και η δυναμική του κάθε μέρους στις διαπραγματεύσεις για τις πολυμερείς συμφωνίες εμπορίου και άμεσων ξένων επενδύσεων.

Η εξαγωγή εμπορευμάτων είναι κατώτερη μορφή εξαγωγής κεφαλαίων. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού συνεπάγεται όχι μόνο εξαγωγή εμπορευμάτων αλλά και εξαγωγή κεφαλαίου, είτε με τη μορφή του χρηματικού κεφαλαίου (δανείων, ομολόγων κλπ.) είτε με την ανώτερη μορφή, εξαγωγής του βιομηχανικού κεφαλαίου (Αμεσες Ξένες Επενδύσεις).

Η διαδικασία εξαγωγής βιομηχανικού κεφαλαίου χαρακτηρίζεται από ανάλογες προς το διεθνές εμπόριο τάσεις και χαρακτηριστικά. Ορισμένες μορφές πολυμερών συμφωνιών για την εξαγωγή κεφαλαίων εδραιώθηκαν προς το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Τέτοιες ήταν η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Κατά τη δεκαετία του 1990 επιχειρήθηκε η διαμόρφωση μιας πιο εκτεταμένης πολυμερούς συμφωνίας για επενδύσεις, η οποία ναυάγησε λόγω των αντιθέσεων που εκδηλώθηκαν καθαρότερα μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ. Οι αντιθέσεις επιφανειακά επικεντρώθηκαν γύρω από το φορέα των πρωτοβουλιών (του ΠΟΕ όπως υποστήριζαν οι ΗΠΑ ή του ΟΗΕ όπως υποστήριζε η ΕΕ). Οι διαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν σε συμφωνία.

Στο τραπέζι των συζητήσεων του ΠΟΕ στο Κανκούν επανήλθαν μάλλον ανεπισήμως, αλλά αποτέλεσαν τον κρίκο της όξυνσης των αντιθέσεων.

Στα ζητήματα διαχείρισης του διεθνούς εμπορίου και των πολυμερών συμφωνιών για την εξαγωγή ορισμένων κεφαλαίων δεν υπάρχει ενιαία άποψη από τους αστούς οικονομολόγους. Προβληματιζόμενοι από τη σκοπιά των διακρατικών παρεμβάσεων για τη γρήγορη και ανώδυνη εκτόνωση των οικονομικών κρίσεων καταλήγουν συχνά σε διαφορετικές προτάσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι οικονομολόγοι που διατέλεσαν ως κορυφαία στελέχη της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ έχουν ταχθεί υπέρ των αιτημάτων των «φτωχών χωρών». Ο Νίκολας Στερν, επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας το 2001, μίλησε για «απαράδεκτο συνδυασμό» επιδοτήσεων στις αναπτυγμένες χώρες με υψηλούς δασμούς στα αγροτικά προϊόντα. Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι οι πλούσιες χώρες δαπανούν 1 δισ. δολάρια ημερησίως για αγροτικές επιδοτήσεις, 6 φορές περισσότερο από το ποσόν που διαθέτουν για την αναπτυξιακή βοήθεια.

Ανάλογες τοποθετήσεις έχει κάνει και ο Τζ. Στίγκλιτς. Ορισμένες δημοσιογραφικές πληροφορίες δίνουν τράπεζες και επιχειρήσεις, όπως οι Deutsche Bank, Unilever, Daimler Chrysler κ.ά., ότι πίεσαν τις ΗΠΑ και την ΕΕ να δεχτούν τη μεγαλύτερη μείωση στις εξαγωγικές ενισχύσεις, για να προωθηθεί η άρση προστασίας από τις αναπτυσσόμενες σε βιομηχανικά εμπορεύματα.

Αντί επιλόγου

Το όλο θέμα απαιτεί συστηματική παρακολούθηση (αναμένεται διαμόρφωση πολιτικού κειμένου από την ΕΕ) και σε βάθος ανάλυση από τη σκοπιά των κομμουνιστικών κομμάτων, του επαναστατικού εργατικού κινήματος. Σε κάθε περίπτωση το σκεπτικό της ανάλυσης πρέπει να διέπεται από ταξική προσέγγιση. Να συνειδητοποιείται ότι κάθε ιμπεριαλιστική ένωση, διμερής ή πολυμερής καπιταλιστική συμμαχία ή διακρατική συμφωνία από τη φύση της περικλείει την ανισοτιμία, την ανισομετρία και τον ανελέητο ανταγωνισμό. Το εργατικό κίνημα σε κάθε κράτος οφείλει να συνειδητοποιεί εγκαίρως τις αντιθέσεις, να τις αξιοποιεί στην πάλη για την αποδυνάμωση της καπιταλιστικής κυριαρχίας στη χώρα του, για τον κλονισμό των ιμπεριαλιστικών ενώσεων που συνιστούν ένωση στον κοινό στόχο της έντασης της εργατικής εκμετάλλευσης και της καταπίεσης των λαών.

Το ΚΚΕ και στην Απόφαση του 16ου Συνεδρίου του για το Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπωλιακό Δημοκρατικό Μέτωπο, είχε προβλέψει την όξυνση των αντιθέσεων μέσα στη διαδικασία της διεθνούς καπιταλιστικής αγοράς και της ανισομετρίας της. Είχε τοποθετηθεί από τη σκοπιά της συσπείρωσης των λαών ενάντια στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, από τη σκοπιά της «αντίστασης, της ρήξης με τους διεθνείς οργανισμούς και τις ρυθμίσεις που αυτοί επιβάλλουν».3

1. Για τις ΗΠΑ αντιφατικά κινείται η σταθερή ισοτιμία του κινέζικου νομίσματος. Τμήμα του αμερικάνικου βιομηχανικού κεφαλαίου πλήττεται από αυτήν, άλλο τμήμα επωφελείται.

2. Για περισσότερα στοιχεία βλέπε ΚΟΜΕΠ, τεύχος 3/2001, σελ. 23-27.

3. 16ο Συνέδριο ΚΚΕ, Ντοκουμέντα, Εκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ 2001, σελ. 85


Της
Ελένης ΜΠΕΛΛΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ