Τρίτη 9 Σεπτέμβρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Η ποίηση...

«Με τις πρώτες σταγόνες της βροχής σβήστηκε το καλοκαίρι» (Οδ. Ελύτης)

Καθυστέρησε η ωρίμανση των ροδάκινων φέτος. Τράβηξε κοντά έως το τέλος Αυγούστου. Η Μακεδονία όμως είναι βορράς και λέμε οι άνθρωποί της, αν βρέξει μετά τον Δεκαπεντάγουστο φθινοπωριάζει.

Τι μπόρα ήταν θεέ μου! Στα καλά καθούμενα, αφού συνάχτηκαν τα σύννεφα εκεί ψηλά στο Καϊμακτσαλάν, άρχισαν να τσακώνονται. Να οι αστραπές. Να και οι βροντές. Κι ο ουρανός όλο να μαυρίζει.

Σε μας δεν έγινε κακό. Η βροχή τελικά ρίχτηκε από πελταστές. Η γης χάρηκε το νερό. Δε ξεδίψασε. Ηπιε χορταστικά. Τα φύλλα της ροδακινιάς θα 'χουν βέβαια νερά και θα λασπίζει το χωράφι, θα 'ναι όμως πιο δροσερά. Με αυτές τις σκέψεις, χαιρετήσαμε τ' άστρα, που ξαναφάνηκαν στον ουρανό, και πέσαμε για ύπνο. Πριν βγει ο ήλιος, θα 'μασταν στο χωράφι.

Ναι, βραχήκαμε απ' τις σταγόνες της βροχής που ξέμειναν στα φύλλα των δέντρων. Μάζεψαν λάσπη τα παπούτσια μας, κάνοντάς τα ασήκωτα. Ηταν βέβαια πιο δροσερά, και τελευταία μέρα. Τέλος τα ροδάκινα. Του χρόνου πάλι. Να 'μαστε καλά.

Ποιος ξέρει τι σκέψεις έκανε ο καθένας. Κάποιος πάντως, κοιτώντας το ξεπλυμένο Βέρμιο και νιώθοντας το φθινόπωρο που έρχεται, ψιθύρισε το στίχο: «Με τις πρώτες σταγόνες της βροχής σβήστηκε το καλοκαίρι». Και ποίηση, λοιπόν, στο χωράφι; Γιατί όχι;

Ολοι άκουσαν και σιώπησαν, κοιτώντας τα παπούτσια τους, τ' ασήκωτα απ' τη λάσπη. Εγώ δεν ξέρω τι λέει ο ποιητής, είπε κάποιος. Ξέρω ότι βάρυναν τα παπούτσια μου απ' τη λάσπη. Εγώ, είπε κάποιος άλλος, ξέρω ότι είμαι βρεγμένος. Το καλοκαίρι ας ήταν να μην έσβηνε έτσι. Για σκεφτείτε, μίλησε ο εργάτης γης, να ξαναβρέξει κι αύριο να 'ναι πιο λασπωμένα τα χωράφια και να θέλεις βίντζι να πάρεις τα πόδια σου. Ωραία η ποίηση, μονολόγησε ένας άλλος, αλλά για τους άβρεχους, τους αλάσπωτους.

Ομολογώ ότι είναι όμορφος ο στίχος του Ελύτη. Είναι ποίηση. Ομολογώ, όμως, ότι και η λάσπη είναι λάσπη και οι σταγόνες της βροχής στα φύλλα των δέντρων νερό, που σε μουσκεύει. Αντε να βρει χώρο η ποίηση και να τρυπώσει, χωρίς να βραχεί και να λασπωθεί.

Σκέφτομαι από τότε την ποίηση συγκεκριμένα. Σκέφτομαι, δηλαδή, ότι η ανάγνωσή της δεν είναι απλή υπόθεση, θέλει άνθρωπο αλάσπωτο, άβρεχο, ξεκούραστο. Οι πολλοί, όμως, δεν είναι ξεκούραστοι, μήτε άβρεχτοι κι αλάσπωτοι. Ξέρουν αυτοί ότι η βροχή σμίγοντας με τη γη κάνει τη λάσπη κι ότι ο ιδρώτας από τη δουλιά, ανταμώνοντας τη μουσκεμένη μπλούζα, φέρνει το κρυολόγημα. Ξέρουν ακόμα ότι με βροχή ή χωρίς βροχή το καλοκαίρι τελειώνει και μαζί τ' αγροτικό μεροκάματο. Μεγαλώνουν και οι νύχτες κι άντε να τις περάσεις. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει η τηλεόραση, που δεν έχει όμως ποίηση. Συνάξεις αλλιώτικες δε γίνονται στο χωριό. Στις καφετέριες (πάνε τα καφενεία, χάθηκαν όπως τόσα άλλα) η κουβέντα είναι για τον ΠΑΟΚ, τον Ολυμπιακό, το ποδόσφαιρο γενικά. Τ' άλλα, προπαντός την πολιτική, τα ξέρουν απ' έξω κι ανακατωτά. Ετσι λένε. Γι' αυτό και δεν τα συζητούν. Την ποίηση δεν την ξέρουν, θυμούνται ότι κάποιος υπουργός ονόμασε τους ποιητές λαπάδες και αυτοί δε θέλουν να 'χουν παρτίδες μαζί τους. Δεν είναι το φταίξιμο κυρίως δικό τους που δε συγκινούνται με την ποίηση.

Σίγουρα θα συνεχίσει να βρέχει και να λασπίζει η γης. Σίγουρα οι άνθρωποι που τη δουλεύουν θα βρέχονται και θα λασπώνονται. Το ζήτημα που ανακύπτει είναι πώς θα μεταλάβει την ποίηση κι εκείνος που θα λασπώνεται, που θα βρέχεται, θα κουράζεται δουλεύοντας τη γης.


Ιορδάνης Α. ΠΡΟΥΣΑΝΙΔΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ