Η μελέτη του Γρ. Λάζου (δεκάχρονη συλλογική έρευνα και καταγραφή στατιστικών στοιχείων, λ.χ. αριθμητικά στοιχεία για τις εκδιδόμενες γυναίκες, ποσά επενδύσεων και μισθώσεων, ντόπια και διεθνή δίκτυα σωματεμπορίας, παλιότερα και νέα πορνεία, τα οικονομικά μεγέθη και κέρδη αυτού του εμπορίου κλπ.) εξετάζει και τις δυο όψεις του φαινομένου. Η πρώτη όψη, η τραγική, είναι η - συνηθέστατα διά της βίας - εκδιδόμενη γυναίκα (Α` τόμος). Η δεύτερη όψη - με τις δικές της δραματικές αιτίες και πτυχές - είναι ο πελάτης (Β` τόμος). Ο ερευνητής προλογικά επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι στην τελευταία εικοσαετία του 20ού αιώνα στην Ελλάδα, κυρίως με τα δίκτυα διεθνικής σωματεμπορίας γυναικών από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, υπήρξε «συνεχής αύξηση του πληθυσμού των εκδιδομένων και των πορνοπελατών. Το πλήθος των πορνικών μισθώσεων ανέβηκε, οι τιμές τους έπεσαν, ο όγκος του χρήματος που διοχετεύτηκε στην πορνεία αυξήθηκε εκθετικά. Νέες μορφές πορνείας έκαναν την εμφάνισή τους και επιβλήθηκαν. Η ζωή στην πορνεία εκβαρβαρώθηκε. Εντάθηκαν ο φόβος, ο πόνος, η ψυχική και σωματική εξάντληση». Ζώντας αυτήν την «κόλαση», πώς ένα τόσο δύστυχο πλάσμα να αποκτήσει κοινωνική συνείδηση; Πώς να μη νιώθει, να μη λέει «εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω»;