Οι πρόσφατες διαδηλώσεις, που συγκλόνισαν την Αβάνα, εξ αφορμής της ανακοίνωσης της ΕΕ και στράφηκαν, τόσο κατά της ισπανικής πρεσβείας, όσο και της ιταλικής, έγιναν, άραγε, τυχαία; Μάλλον όχι.
Κατ' αρχήν, το δημοσίευμα της ισπανικής εφημερίδας «El Pais», της 13ης Νοεμβρίου 1996, λίγους μήνες μετά την υπογραφή του νόμου Χελμς - Μπάρτον, με τον τίτλο «η Ισπανία προτείνει η ΕΕ να διακόψει τις πιστώσεις και τη συνεργασία με την Κούβα», είναι αποκαλυπτικό: «Στις Βρυξέλλες αύριο, η ισπανική κυβέρνηση θα προτείνει στους εταίρους της στην Ευρωπαϊκή Ενωση να εφαρμόσουν μια στρατηγική οικονομικής δίωξης προς το καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο (...).
Το πακέτο που πρότεινε τότε ο Ισπανός πρωθυπουργός Χοσέ Μαρία Αθνάρ συμμορφώνεται απόλυτα με τη γραμμή της πολιτικής των ΗΠΑ. Το σχέδιο της κυβέρνησης Αθνάρ, που ακόμη επιθυμεί διαρκώς να προωθήσει, περιλαμβάνει «την περιστολή της συνεργασίας και των πιστώσεων από τους Δεκαπέντε και αναβαθμίζει το επίπεδο του διαλόγου με την αντιπολίτευση κατά του Κάστρο».
«(...)Τα μέτρα που σχεδιάζει ο Αθνάρ... οραματίζονται μια πλήρη διακοπή στην ισπανική πολιτική έναντι της Κούβας...».
Αυτή η πρόταση επρόκειτο να προστεθεί στα μέτρα που ανέφερε η εφημερίδα την ημέρα εκείνη - που περιλαμβάνουν την απόπειρα Αθνάρ να ακυρώσει τη συνεργασία ανάμεσα στις δεκαπέντε χώρες και την Κούβα, να τερματίσει τις εμπορικές συμφωνίες και να εξαλείψει τις σποραδικές, ακριβές και βραχυπρόθεσμες πιστώσεις που η Κούβα λάμβανε σε μια κρίσιμη ώρα σ' αυτήν την ειδική περίοδο.
Ενα ακόμη αξιοπρόσεκτο σημείο των σχεδίων Αθνάρ είναι ο διάλογος με την αντιπολίτευση. Καθένας από τους δεκαπέντε Ευρωπαίους πρεσβευτές στην Κούβα επρόκειτο να διορίσει έναν διπλωμάτη, που είχε ειδικευτεί στη διευκόλυνση ενός υψηλού επιπέδου διαλόγου με τις οργανώσεις, οι οποίες αντιτίθενται στον Κάστρο. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επρόκειτο να προσκαλέσουν τις οργανώσεις αυτές να αποκαταστήσουν υψηλού επιπέδου και μόνιμες επαφές με τις ίδιες.
«Αυτό το πακέτο επρόκειτο να επισημοποιηθεί διαμέσου μιας "κοινής θέσης" της ΕΕ και ήταν εμπνευσμένο από την πολιτική δίωξης σε βάρος της Κούβας, που ακολουθούσαν οι ΗΠΑ και διακήρυσσε διεθνώς ο πλανόδιος πρεσβευτής των ΗΠΑ, Στούαρτ Αϊζενσταντ».
Σύμφωνα με την «El Pais», που επιβεβαιώθηκε από όσα συνέβησαν αργότερα: «Αυτός ο διπλωμάτης των ΗΠΑ περιδιάβαινε τα ευρωπαϊκά υπουργεία Εξωτερικών, τονίζοντας την ανάγκη η Ευρωπαϊκή Ενωση να εγκαταλείψει τη σημερινή στρατηγική της...» προς την Κούβα.
«Ο Αϊζενσταντ είχε επίσης υποσχεθεί ότι αν τα δεκαπέντε μέλη της Ενωσης συμπορεύονταν με την άποψη των ΗΠΑ, η Ουάσιγκτον επρόκειτο να "παραχωρήσει" στους εταίρους της διαδοχικές αναβολές όσον αφορά στην εφαρμογή του Νόμου Χελμς - Μπάρτον, που εντείνει τον αποκλεισμό της Κούβας και διώκει ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, οι οποίες επενδύουν στην Κούβα».
Η «El Pais» κατέληγε αναφέροντας: «Η Ισπανία, η οποία συνήθιζε να υποστηρίζει έναν αυτόνομο τρόπο δράσης, θα γινόταν έτσι, αν η πρωτοβουλία της αποδεικνυόταν επιτυχής, η αιχμή της δόρατος της ακριβώς αντίθετης τάσης».
Και ο Αθνάρ πέτυχε. Η κοινή θέση προέκυψε από την πρότασή του, όπως και το επαίσχυντο Μνημόνιο Αλληλοκατανόησης για το Νόμο Χελμς - Μπάρτον, με το οποίο οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συμφώνησαν να υποκύψουν στους όρους που επέβαλαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, με αντάλλαγμα την υπόσχεση των ΗΠΑ ότι δε θα επιβάλονταν κυρώσεις σε ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Αυτή η νέα εκστρατεία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων εναντίον της Κούβας επίσης απορρέει από την πρωτοβουλία του Αθνάρ.
Επιπροσθέτως, ουκ ολίγα στοιχεία υπάρχουν, τα οποία αποδεικνύουν τη στενή σχέση της κυβέρνησης Αθνάρ με το Εθνικό Αμερικανοκουβανικό Ιδρυμα, που εδράζει στο Μαϊάμι και αποτελεί έναν εκ των κύριων πυρήνων πρόκλησης ανατρεπτικών ενεργειών ενάντια στην Κούβα.
Οσον αφορά στην Ιταλία, η κυβέρνηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι μονομερώς αποφάσισε τη διακοπή των εμπορικών και αναπτυξιακών σχέσεων με την Κούβα, που κατά το υπουργείο Εξωτερικών μόνο κατά το τρέχον έτος φτάνουν στο ύψος των 40 εκατομμυρίων ευρώ.