Κυριακή 15 Ιούνη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Μικρά αλεξανδρινά διηγήματα

Του Μπάμπη Τρεχαντζάκη

«Εντα μους χριστιανός...»

Γρηγοριάδης Κώστας

Ο δευτεροξάδελφος και πνευματικός μου αδελφός, ο Αντωνάκης, όταν ήταν μικρό παιδί και σ' αντίθεση μ' εμένα, διαπνεόταν από μεγάλη περηφάνια για τ' ότι ήταν Ελληνας και Χριστιανός και για το λόγο αυτό, έφτανε συχνά να κάνει πράγματα που άγγιζαν το ρατσισμό... Κι αν η Αλεξάνδρεια όπου ζούσαμε, δεν ήταν η πατρίδα των, στην πλειονότητά τους, καλών Αιγυπτίων Αράβων, αλλά κάποιου άλλου λαού, η ζωή του, και κοντά σ' αυτόν κι η δική μου, θα διέτρεχαν μεγάλο κίνδυνο.

Θες διότι η συχωρεμένη μητέρα του ήταν γέννημα - θρέμμα Αθηναία, θες διότι τ' αδέλφια της, οι θείοι του δηλαδή, κι ειδικότερα ο αδελφός της που ήταν ανώτατος αξιωματικός του «Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού», ο Αντωνάκης μεγάλωνε μέσα σε μια ατμόσφαιρα γιομάτη Ελλάδα. Πολλή Ελλάδα.

Τον Αντωνάκη, είχα να τον δω πολλά χρόνια. Εγκατεστημένος στο Παρίσι, παντρεμένος και με δυο γιους, ενώ εγώ εδώ στην Αθήνα, άντε να βρεθούμε στις λίγες καλοκαιρινές μέρες που έρχεται οικογενειακώς για τις διακοπές του. Τον Οκτώβρη που μας πέρασε όμως, ο Αντωνάκης ήρθε για λίγες μέρες στην Αθήνα κι έτσι βρήκαμε την ευκαιρία να συναντηθούμε, να μιλήσουμε για τα νέα και τα παλιά και να ξαναγελάσουμε τόσο, όσο τότε που ήμασταν παιδιά! Είπαμε και τι δεν είπαμε, και τι δε θυμηθήκαμε! Μα εκείνο που μας έκανε να σκάσουμε στα γέλια ήταν, όταν ο Αντωνάκης με ρώτησε:

- Θυμάσαι βρε Μπάμπη το: «Εντα μους χριστιανός»;

- Βρε, βρε τι μου θύμησες, είπα! Κι ενώ ήταν δικό του κατόρθωμα αυτό το ευτράπελο περιστατικό, άρχισα να το διηγούμαι προς τέρψιν της αδελφής του, της συζύγου μου αλλά κι εμάς των δυο πρωταγωνιστών του.

Ηταν, λοιπόν, μια απ' τις τελευταίες Πρωτοχρονιές που κάναμε μαζί στην Αλεξάνδρεια. Οι οικογένειές μας κι άλλοι φίλοι είχαν συγκεντρωθεί στο σπίτι του Αντωνάκη, στην Ιμπραημία, για χαρτάκι και για να γλιτώσουνε τη φασαρία εμάς των παιδιών, μας χαρτζιλίκωσαν για να πάμε στο σινεμά. Είχαμε πάει, τρεις ως έξι στο «Γκαιτέ».

Βγαίνοντας από το σινεμά, πήραμε την άγουσα για το σπίτι του Αντωνάκη, μα σαν πλησιάζαμε, βλέπει εκείνος ένα Αραπάκι που κρατούσε κι έτρωγε ένα κομμάτι βασιλόπιτα το οποίο προφανώς κάποιος συμπατριώτης μας του είχε δώσει. Ο Αντωνάκης, άρχισε τότε να τρέχει με απειλητικές διαθέσεις προς το Αραπάκι και να του φωνάζει με τα κάποια αραβικά του:

«Εντα μους λάζημ τ' άκουλ ντι. Εντα μους χριστιανός...

Το κακόμοιρο το Αραπάκι φοβήθηκε και το 'βαλε στα πόδια και στα κλάματα φωνάζοντας γοερά: «Γι' Αμπα... Γι' Αμα...2».

Εγώ απ' τον φόβο μου, μπας και βγουν και μας σπάσουν στο ξύλο ο πατέρας ή η μάνα του παιδιού, προσπαθούσα να συγκρατήσω τον εκμανή Αντωνάκη φωνάζοντας του: Σταμάτα μωρέ, ησύχασε, θα βγουν οι Αραπάδες και θα μας σφάξουνε κ.ά. Αλλά του κάκου... Ο Αντωνάκης κυνηγούσε ν' αρπάξει το κομμάτι της βασιλόπιτας απ' το έντρομο αραπάκι φωνάζοντάς του: «Εντα μους χριστιανός. Εντα μους χριστανός»...

Για καλή μας τύχη, το δύστυχο τ' Αραπάκι, χώθηκε σ' ένα στενό κι εξαφανίστηκε κι εμείς οι δυο, φτηνά τη γλιτώσαμε μιας και δε βρέθηκε κανείς να μας πειράξει.

Σε παρόμοιες πράξεις μ' αυτή του Αντωνάκη, φτάνουν πολλά παιδιά ακόμα κι όταν μεγαλώσουν. Δυστυχώς, οι εθνικοθρησκευτικοί εκφανατισμοί αποτελούν τον πιο σίγουρο δρόμο προς τον ρατσισμό, προς, τη μεταξύ των απλών, εκμεταλλευομένων και δυστυχισμένων ανθρώπων, διχόνοια... Ευτυχώς, ο Αντωνάκης μεγαλώνοντας άλλαξε μυαλά! Με δίψα για μόρφωση, ανακάλυψε, όπως κι εγώ, τη σωστή έννοια του πώς πρέπει ο άνθρωπος να σκέπτεται και να συμπεριφέρεται. Κι όντως, σ' αυτή τη συνάντησή μας, πολλές φορές μνημονεύσαμε την καλοσύνη και τη μεγαλοκαρδία εκείνων των Αιγυπτίων συνανθρώπων μας, που μετά βδελυγμίας αποκαλούσαμε «Αραπάδες» όσο ζούσαμε εκεί στην Αλεξάνδρεια, στην πατρίδα τους και γενέτειρά μας. Προσωπικά εύχομαι κι ελπίζω, να έρθουν σύντομα οι εποχές όπου οι άνθρωποι, θα παραμερίσουν για πάντα τις επιμέρους διαφορές τους, εθνικές, θρησκευτικές κ.ά., και θα ζούνε πλέον ειρηνικά και δημιουργικά. Οσο για την Αλεξάνδρεια; Η Πόλις αυτή θα μας ακολουθεί όπου κι αν πάμε. Οπου κι όσο θα ζούμε!

Αθήνα, Μάρτης 2003

Επεξηγήσεις

1. «Εσύ δεν πρέπει να τρως από αυτό. Εσύ δεν είσαι χριστιανός. Βέβαια, εις την Αραβική γλώσσα ο χριστιανός δε λέγεται χριστιανός. Λέγεται, Ανσάρ. Ομως τ' αραβικά του Αντωνάκη (...) αυτό του υπαγόρευαν να λέει.

2. «Πατέρα μου... Μάνα μου...»

Ο Γέρακας

Ολοι οι άνθρωποι είμαστε καλοί. Προσωπικά πιστεύω ότι η κακότητα είναι επίκτητη και οι άνθρωποι, τους οποίους χαρακτηρίζουμε ως κακούς, δεν κάνουν τίποτε παραπάνω, όπως κι εμείς αγαπητοί αναγνώστες, παρά ν' αμύνονται για να επιβιώσουν. Ετσι μας έμαθαν. Να ζούμε μεν στο σύνολο, αλλά κατά μόνας...

Κι αν τούτο αναλογιστεί κανείς θα δει ότι από την τρυφερή ηλικία μας, διδασκόμαστε να γίνουμε ένα, όσο το δυνατόν υπερτροφικότερο ΕΓΩ...

Επί χιλιετίες διαιωνίζεται αυτός ο τρόπος γαλούχησης εμάς των ανθρώπων, κι αφού, λοιπόν, δεν πρέπει να μετατραπεί ο διαλεκτικός μας νους, που ερευνώντας, κρίνει, συγκρίνει κι ερμηνεύει, δε μένει άλλο, παρά ν' αποπροσανατολιστεί... Κι έτσι, καταλήγουμε να πιστεύουμε σε κάθε τι το μεταφυσικό, (όπως π.χ, στη μετά θάνατο ζωή, για την οποία ποτέ κανείς, έστωκι απ' τους προσφιλείς νεκρούς μας, δεν επέτρεψε για να μας μιλήσει), αντί να ερευνούμε, για να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε τη φύση και την ύλη της, απ' τις οποίες προερχόμαστε, προκειμένου ν' απολαύσουμε, επί τέλους, την παρούσα και μοναδική μας ζωή.

Ο άνθρωπος, ειδικότερα ο νέος, πρέπει να διδάσκεται και να επηρεάζεται από τις γνώσεις των αρχαιοτέρων. Δεν πρέπει, όμως να δέχεται τις παρεχόμενες, προς αυτόν γνώσεις, αναντίρρητα. Αλλά χωρίς εφησυχασμό, να τις επεξεργάζεται μέσα απ' τη σκέψη του. Ακολουθώντας αυτή τη διαδικασία ο άνθρωπος, δεν αποκτά μόνο την προσωπικότητά του, αλλά εξελίσσεται σε κοινωνικό ον που κατανοεί την υποχρέωση να συμβιώσει και με τους συνανθρώπους του στην κοινωνία τους. Στην κοινωνία του ΕΜΕΙΣ! Διαφορετικά, πουθενά αλλού δε θα οδηγείται, παρά στο φθόνο και στο μίσος και δε θα μπορεί να συγχωρεί και κυρίως, να ζητά συγνώμη χωρίς να νιώθει ταπεινωμένος!

Ο ήλιος ήταν κόντρα και σαν άνοιξε η πόρτα του μαγαζιού κι εμπήκε βήχοντας εκείνη η σερνόμενη ανδρική φιγούρα, με τ' αχτένιστα μαλλιά και το τριμμένο πανωφόρι, είπα μέσα μου: Οχ, κι άλλος ζητιάνος. Μα σαν έφτασε κοντά, έτσι που να διακρίνεται, γύρισα προς τον πατέρα μου και του 'πα με σβησμένη, σχεδόν, φωνή: Μπαμπά, ο Γέρακας!...

Ο πατέρας μου, τινάχτηκε έκπληκτος απ' τη θέση του, πετώντας ταυτόχρονα στο πλάι την εφημερίδα που διάβαζε φώναξε: Βρε, Ν...; Αλλά ο άνθρωπος δεν άκουσε κι απευθυνόμενος προς εμένα είπε: Καλημέρα σας. Τον κύριο Βύρων θέλω παρακαλώ. Πού είναι ο κύριος Βύρων, δεν είναι 'δω;

Μα, να 'ταν Θεέ μου αυτός ο Γέρακας; Να 'ταν εκείνος ο αριστοκρατικός, ψηλός και πάντοτε καλοντυμένος, αλλ' ανέκφραστος άνθρωπος με τα πολλά λεφτά;

Οχι, όχι, δεν ήταν αυτός... Ηταν η κατάντια εκείνου τ' ανθρώπου, που όντως Γέρακας, όνομα και πράγμα, δάνειζε με τσουχτερό τόκο, όσους βρίσκονταν στην ανάγκη. Τότε θυμήθηκα τη μοναδική στιχομυθία του με τον πατέρα μου καθώς και την, άνευ χαιρετισμού ατάκα του, κάθε που περνούσε από το μαγαζί μας στην Αλεξάνδρεια:

- «Βύρων, οι καμπιάλες1... Τι θα γίνουν οι καμπιάλες»;

- «Ναι βρε Ν... μου. Κάμε μια δυο μέρες υπομονή»...

- «Μα, Βύρων, οι καμπιάλες», κλπ. κλπ., ώσπου έφευγε και πάλι χωρίς να χαιρετήσει...

Και να που τώρα, φουκαράς πλέον, μας έλεγε τον πόνο του. Κι αυτός ο φουκαράς, ήταν ο Γέρακας. Ο κύριος Γέρακας, πού 'λεγα παιδί!

Η γυναίκα του πέθανε... Εμεινε μόνος κι όπως δεν είχε παιδιά, σκόρπισε τα λεφτά του από 'δω κι απ' εκεί. Τέλος, είπε κι αυτός να πάρει το καράβι και να έρθει στην Ελλάδα. Φτάνοντας, πήγε σε κάνα δυο συγγενείς του, οι οποίοι δεν τον δέχτηκαν (Slanciare il cane a lean morente2... ). Μη γνωρίζοντας πού να πάει και τι να κάνει, γύριζε όλη μέρα, νηστικός, ατσίγαρος κι άπλυτος στον Πειραιά και τα βράδια, κοιμόταν στο καφενείο, εκεί στο Ρολόι. «Ας είναι καλά ο καφετζής, ο άνθρωπος, που μ' αφήνει να κοιμηθώ εκεί»... Σκεπτόταν να πάει στον Βύρων, αλλά δε γνώριζε πού θα τον βρει. Ευτυχώς όμως χτες, βρήκε κάποιον συμπατριώτη, που του είπε πού βρισκόταν ο Βύρων. Του έδωσε και εκατό δραχμές κι έτσι ήρθε... Τον πήραν τα δάκρυα... -«Τ' ήθελα κι έφευγα απ' την Αλεξάνδρεια»; Ελεγε...

- «Αχ, Βύρων μου σε παρακαλώ. Κάνε ό,τι μπορείς να φύγω. Να φύγω, να πάω πίσω στην Αλεξάνδρεια»...

Ο πατέρας μου, δε στάθηκε ούτε λεπτό. Σήκωσε το τηλέφωνο και χάρη κάποιων γνωριμιών του, τον δέχτηκαν αμέσως στο «Γηροκομείο Λάμψα», στους Αμπελοκήπους. Εκεί πήγαινα κατά καιρούς και τον έβλεπα. Του αγόραζα τσιγάρα, τον χαρτζιλίκωνα και τον κερνούσα καφέ στο εκεί κυλικείο. Μα τα μυαλά του Γέρακα δεν άλλαζαν, θα φύγω, μου έλεγε, θα φύγω. Θα γυρίσω στην Αλεξάνδρεια. Καλύτερα, να πεθάνω εκεί...

Και μια μέρα που πήγα να τον επισκεφτώ δεν τον βρήκα...

Εφυγε, μου είπαν στη γραμματεία. Τον αναζητήσαμε και μάθαμε από την αστυνομία ότι έφυγε για την Αλεξάνδρεια... Μα απ' ό,τι γνωρίζω, δεν είχε χρήματα, ψέλλισα. Τι να σας πούμε κύριε; Ο άνθρωπος αυτός είχε μεγάλο πάθος μ' αυτήν την Αλεξάνδρεια! Ολο γι' αυτήν μιλούσε.

Ο Γέρακας γύρισε στην Αλεξάνδρεια. Στην Αλεξάνδρειά του, εκεί που, αν κι απένταρος πια, ένιωθε σιγουριά... Μπήκε στο Ελληνικό Γηροκομείο κι έπειτα από λίγους μήνες πέθανε για να μας θυμίζει τους στίχους του Βασίλη Τσιτσάνη:

«Μα 'γω δε ζω γονατιστός,

είμαι της Γερακίνας γιος,

είμαι της Γερακίνας γιος.

Μάνα μη λυπάσαι

Μάνα μη με κλαις»...

Επεξηγήσεις:

1. Καμπιάλες: Τα γραμμάτια ή συναλλαγματικές, στην ιταλική γλώσσα.

2. Ιταλικό ρητό που σημαίνει: Κατευθύνετε τα σκυλιά στο λέοντα που πεθαίνει.

Ολα μαζί, για να σ' ιντάξει

Εσπρωχνε ο ταλαίπωρος ανθρωπάκος, το σχεδόν ψηλότερο απ' το μπόι του ορθό - πολυκατοικιωειδές καροτσάκι του στους δρόμους της Αλεξάνδρειας.

Κοντός, κυρτός, ξυπόλυτος, κάθε άλλο παρά καθαρός, αλλά με τ' απαραίτητο φεσάκι στο κεφάλι του, προτιμούσε την ευρωπαϊκή ένδυση. Φορούσε παντελόνι ο δυστυχής...

Τον συνόδευαν τρία - τέσσερα κουτσούβελα1, τα οποία πότε έτρεχαν μπρος και πότε πίσω του. Το μικρότερο, νήπιο σχεδόν, ήταν γατζωμένο απ' το πατζάκι του παντελονιού του. Κι όπως ο φουκαράς έσπρωχνε το σαραβαλιασμένο καροτσάκι του, που πήγαινε δεν πήγαινε πάνω στα τέσσερα χιλιοφαγωμένα ρουλεμάν, έσερνε παράλληλα και στωικά το στερνοπαίδι του...

«Να κι ο Καραγκιόζης με τα κολλητήρια του», έλεγε γνωστός μου, κάθε που τον έβλεπε να περνά.

Εγώ, αν και παιδί τότε, θύμωνα και του αντιμιλούσα, διότι ουδέποτε μου άρεσε να χλευάζονται άνθρωποι φτωχοί κι αναγκεμένοι2, ιδιαίτερα εκείνοι που δε ζητιάνευαν, μα έκαμναν τέλος πάντων κάτι για να ζήσουν.

Κι ο εν λόγω ανθρωπάκος κάτι έκαμνε. Εδειχνε ή μάλλον υπέδειχνε την «Τύχη» των συνανθρώπων του, αφήνοντας κυριολεκτικά τη δική του, στο έλεός τους... Παρ' όλα αυτά όμως, είχε πάρει χαμπάρι πόσο μοιρολάτρες είμαστε εμείς οι Ρωμιοί, γι' αυτό και διαλαλούσε στη γλώσσα μας και μόνο, την προσφορά του!

«Σκύλος, Γάτας, Μποντικός. Ολα μαζί για να σ' ιντάξει», φώναζε στα κάποια Ελληνικά του, θέλοντας να πει: Πως για να είσαι απόλυτα εντάξει, τι πιο καλό να μάθεις την τύχη σου απ' όλα τα ζωάκια μαζί. Τον σκύλο, τη γάτα και τον ποντικό..!

Είχε διαρρυθμίσει το ορθό - πολυκατοικιωειδές καροτσάκι του έτσι ώστε το πάνω κλουβί να φιλοξενεί ένα μικρό σκυλάκι. Το μεσαίο δυο - τρία ατροφικά γατιά και το κάτω, μερικά ποντίκια. Πιο κάτω, υπήρχε ένα συρταράκι με πολλές θήκες, που η κάθε μια περιείχε ένα χαρτάκι με την «τύχη του καθ' ενός μας» και τέλος, ένα υποτυπώδες ντουλαπάκι, στο οποίο αποθήκευε το φαγητό των παιδιών του αναμείξ μ' εκείνο των ζώων του... Θυμούμαι ότι κάποιοι συμπατριώτες μου, συχνά τον εφοδίαζαν με διάφορα υπολείμματα από το φαγητό τους. Και τα 'παιρνε ο φτωχός, πάντα με σκυμμένο το κεφάλι, ευχαριστώντας τους μ' άπειρες ευχές...

Κάθε που σταύρωνε πελάτη, σταματούσε το καροτσάκι του άκρη - άκρη, στο κράσπεδο του δρόμου. Τότε τα κουτσούβελα μαζεύονταν γύρω του με μάτια γεμάτα περιέργεια! Επαιρνε το «δίγροσο»3 που του 'διναν κι άνοιγε το κλουβί με τα ποντίκια. Εχωνε το χέρι του κι άπραγε όποιο ποντίκι κατάφερνε να στριμώξει. Με το ποντίκι, λοιπόν, ανά χείρας, άνοιγε το συρταράκι με τα χαρτάκια και το άφηνε να τα μυρίσει κάνα - δυο στιγμές, ως ότου αρπάξει ένα από αυτά με τα δόντια του. Αυτό το χαρτάκι, ήταν εκείνο που περιέγραφε την «τύχη μας»! Την τυπωμένη στη γραφομηχανή και στα Ελληνικά!!

Κι εμείς οι αφελείς, πιστεύαμε πως γνωρίζαμε πλέον τα μελλούμενα και μ'αναπαυμένη τη συνείδησή μας, ζούσαμε στον κόσμο των υποσχέσεων και των ψευδαισθήσεων. Μ' αλίμονο... Αλλη ήταν η τύχη εμάς των Ρωμιών, αλλά κι εκείνου του ταλαίπωρου ανθρωπάκου. Ηταν μια τύχη σκληρή κι αδυσώπητα απάνθρωπη, χωρίς περίσκεψη, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ...

Και χαθήκαμε για πάντα, κι εμείς κι ο ανθρωπάκος, απ' τους δρόμους της Αλεξάνδρειας, κι απ' αυτήν την Αλεξάνδρειά μας...

Ετσι. Ολα μαζί, για να ν' ιντάξει, η πάντα ευνομούμενη των κραταιών η τάξη...

Επεξηγήσεις

1. Κουτσούβελα: Παιδιά. Λαϊκή έκφραση.

2. Αναγκεμένοι: Ανθρωποι με ανάγκες. Λαϊκή έκφραση.

3. Δίγροσο: ή Γρόσι διατιμήσεως. Μονάδα της Αιγυπτιακής Λίρας, η οποία διαιρείται σε 100 δίγροσα.

Αθήνα, Ιούνης 1995.


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ