Κυριακή 8 Ιούνη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΤΟ «ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ»
«Πλεονέκτημα» ... εκμετάλλευσης

Πλήρως ενταγμένο στον ιδεολογικοπολιτικό της μηχανισμό θέλει τον κινηματογράφο η Ευρωπαϊκή Ενωση

«Μάτριξ»... του Χόλιγουντ. Η ΕΕ προτιμά την «ελεύθερη αγορά»
«Μάτριξ»... του Χόλιγουντ. Η ΕΕ προτιμά την «ελεύθερη αγορά»
Η κυριότερη πολιτική είδηση - τουλάχιστον για όσους ακόμη διατηρούν αυταπάτες για το τι σημαίνει πραγματικά η «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» - από την πρόσφατη σύνοδο για τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και τον οπτικοακουστικό τομέα στη Θεσσαλονίκη , περικλείεται στην αποστροφή του Ε. Βενιζέλου στη συνέντευξη Τύπου: «Οποιος ελέγχει τους ιδεολογικούς μηχανισμούς εν τέλει αποκτά και το πλεονέκτημα αυτού που ονομάζεται πολιτική ηγεμονία. Δεν μπορεί η Ευρώπη να έχει πολιτική υπόσταση, να έχει πολιτική αυτοπεποίθηση, αν δεν έχει και πολιτιστική αυτοπεποίθηση, αν δεν έχει υπό τον στοιχειώδη έλεγχό της τους δικούς της ιδεολογικούς μηχανισμούς».

Πρόκειται για μία αυτονόητη προτεραιότητα για το ευρωπαϊκό κεφάλαιο: Η Ευρωπαϊκή Ενωση χρειάζεται τον πολιτισμό για να «λειτουργήσει» η προπαγάνδα της σε «υπερεθνικό» επίπεδο. Ομως, η εμμονή στη δημιουργία «κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας» είναι ιστορικά καταδικασμένη, αφού το κεφάλαιο δεν μπορεί να ξεπεράσει τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις του και να «καταργήσει» την έννοια του έθνους και τα παράγωγά της. Η υπέρβαση αυτή είναι αδύνατη στον καπιταλισμό. Ολα αυτά όμως δεν πρέπει να εφησυχάζουν τους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες, τουλάχιστον αυτούς που αγωνίζονται για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Η πολιτιστική «ομογενοποίηση» που επιδιώκει η ΕΕ είναι συμπληρωματική της άγριας εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων στρωμάτων, των οποίων ο «ελεύθερος χρόνος» δεν απειλείται μόνον ποσοτικά (αφού οι εργασιακές σχέσεις που κυριαρχούν τον έχουν ουσιαστικά καταργήσει) αλλά και ποιοτικά, από άποψη περιεχομένου. Τα πράγματα είναι σοβαρότερα στον κινηματογράφο και στα οπτικοακουστικά , τομείς όπου το χρήμα παίζει πρωταρχικό ρόλο για την καλλιτεχνική έκφραση.

«Μαύρα» τα πράγματα για τις ευρωπαϊκές «σκοτεινές» αίθουσες

«Κλέφτης ποδηλάτων» του Βιτόριο ντε Σίκα εναντίον...
«Κλέφτης ποδηλάτων» του Βιτόριο ντε Σίκα εναντίον...
Η εικόνα του κινηματογράφου των ευρωπαϊκών χωρών είναι απογοητευτική, διαπίστωση που ομολογείται και από τους επίσημους κοινοτικούς φορείς. Κατά διαστήματα δημοσιεύονται στοιχεία για το ποσοστό της διανομής των ευρωπαϊκών και αμερικανικών ταινιών στις αίθουσες της Ευρώπης, από τα οποία προκύπτει γενικά, πως οι δύο στις τρεις ταινίες που προβάλλονται στις ευρωπαϊκές αίθουσες είναι παραγωγής ΗΠΑ. Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία που έδωσε η ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία για το 2001, από τα οποία προκύπτει ότι τα δύο τρίτα των κινηματογραφικών εισπράξεων της ΕΕ τα καρπώθηκαν οι Αμερικανοί, ενώ, αντίθετα, στις ΗΠΑ οι ευρωπαϊκές ταινίες αντιπροσωπεύουν μόνον το 5% των εισπράξεων. Σε πραγματικούς αριθμούς, το 2001 κόπηκαν 930 εκατομμύρια εισιτήρια που «μεταφράζονται» σε πάνω από 5 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 12,9% σε σχέση με το 2000. Πρόκειται για πολύ μεγάλο ποσό για να το αφήσει το ευρωπαϊκό κεφάλαιο στους Αμερικανούς. Επιπλέον, όπως σημειώθηκε στη σύνοδο «Για το μέλλον του ευρωπαϊκού κινηματογράφου», στη Θεσσαλονίκη , από τις 800 ταινίες που παράγονται κατά μέσο όρο ετησίως στην Ευρώπη, μόλις οι 50 διανέμονται κανονικά και μόνον οι 30 έχουν κάπως καλή πορεία στα ταμεία. Τι κάνει λοιπόν η ΕΕ;

Μια διαδεδομένη αντίληψη είναι πως η ΕΕ αρκείται σε «ευχολόγια». Αυτή είναι όμως η μία πλευρά και αφορά περισσότερο στην ανυπαρξία πολιτικής στήριξης των εθνικών κινηματογραφιών. Σε ό,τι όμως αφορά στην ισχυροποίηση των «δεσμών» αυτών των κινηματογραφιών με τις ανάγκες κερδοφορίας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, η ΕΕ είναι εξόχως κινητική. Χαρακτηριστική είναι η «πρόταση» Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη για τα Εθνικά Κέντρα Κινηματογράφου: «Ομοσπονδιοποίησή» τους σε επίπεδο ΕΕ με τη συμμετοχή του τραπεζικού κεφαλαίου. Μάλιστα, για την πρώτη συνάντηση των κέντρων, ο υπουργός πρότεινε να φέρει ο καθένας και από μια εμπορική τράπεζα της πατρίδας του.

Πρόκειται για ένα σχήμα τουλάχιστον επικίνδυνο για ό,τι έχει απομείνει από την πολιτιστική «πολυμορφία» της γηραιάς ηπείρου. Γιατί τα Κέντρα Κινηματογράφου υπάρχουν ακριβώς για να στηρίζουν τις λεγόμενες μη εμπορικές παραγωγές. Να στηρίζουν το μεράκι των κινηματογραφιστών, τα νέα ταλέντα, να αναδεικνύουν θέματα που «καίνε» την κοινωνία. Να βοηθούν ουσιαστικά στη διανομή της εθνικής κινηματογραφίας εντός και εκτός της χώρας παραγωγής. Είναι φανερό πως σε αυτή την περίπτωση το κόστος και το κέρδος μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα, με την τέχνη να (πρέπει να) είναι το βασικό κριτήριο. Αν όμως οι τράπεζες μετατραπούν σε παραγωγούς - διότι περί αυτού θα πρόκειται - η ταινία θα πρέπει να υπακούει στους «νόμους της αγοράς» και του ανταγωνισμού, αφού θα πρέπει να βγάλουν κέρδος. Και πώς μπορείς να ανταγωνιστείς το «Μάτριξ», π.χ.; Με ένα ...ευρωπαϊκό «Μάτριξ». Εκτός πια αν μας πείσει κάποιος πως οι τράπεζες έχουν «καλλιτεχνικές ευαισθησίες» και «κόπτονται» για την ανάπτυξη της εθνικής κινηματογραφίας.

Σε ό,τι αφορά στα κοινοτικά προγράμματα στήριξης του κινηματογράφου και του οπτικοακουστικού , οι μετέχοντες στη σύνοδο δεν προχώρησαν «βήμα» από τα ευχολόγια που διατυπώθηκαν και στη σύσκεψη των ευρωπαϊκών κινηματογραφικών φορέων τον περασμένο Απρίλη στην Αθήνα. Στα προσωρινά συμπεράσματα της Θεσσαλονίκης σημειώνεται, ότι οι διάφορες θεσμικές προσπάθειες σε κοινοτικό επίπεδο (Ευρωπαϊκός Οργανισμός Προώθησης Ταινιών, το δίκτυο διανομής Europa cinemas κ.ά.) «δε φαίνεται καθόλου να έχουν λύσει το πρόβλημα που είναι η αποξένωση του ευρωπαϊκού κοινού από την ευρωπαϊκή ταινία, η ελαχιστοποίηση της περιέργειας για την κινηματογραφία των "άλλων", κυρίως όταν αυτοί οι "άλλοι" βρίσκονται δίπλα μας, σαν εταίροι, παλιοί οι καινούριοι, στην Ευρωπαϊκή Ενωση».

Οι ...«άλλοι»

Οι «καινούριοι» είναι ακόμη ένα «αγκάθι» για το ενωσιακό κεφάλαιο. Στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες που είναι πλέον μέλη της ΕΕ, οι ΗΠΑ κυριαρχούν σχεδόν πλήρως κινηματογραφικά, σε ακόμη μεγαλύτερα ποσοστά απ' ό,τι στους «παλιούς» της ΕΕ. Παράλληλα, όπως σημειώνεται και στα συμπεράσματα, το μερίδιο που κάλυψαν οι χώρες της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης στην κινηματογραφική αγορά της ΕΕ, από το 1996 έως το 2002, ήταν μόλις 0,05%. Γεγονός που η σύνοδος το θεώρησε «παράδοξο» λόγω του ότι αυτές οι χώρες είχαν ανεπτυγμένη και ποιοτική κινηματογραφία. Βέβαια, δεν υπάρχει τίποτα παράδοξο εδώ, αφού ο κινηματογράφος υπέστη την ίδια καταστροφή που υπέστησαν και οι άλλες σοσιαλιστικές κατακτήσεις. Οταν η συζήτηση για την κυκλοφορία των ευρωπαϊκών ταινιών «άναψε», ακόμη και οι υπέρμαχοι ενός ευρωπαϊκού, συγκεντρωτικού συστήματος παραγωγής και διανομής, όπως ο Πολωνός σκηνοθέτης Αντρέι Ζουλάφσκι, έδωσαν μια σχετική εικόνα.

Για τον Ζουλάφσκι, το θέμα δεν είναι τι κάνουν οι Αμερικανοί, αλλά τι κάνουν οι Ευρωπαίοι. Μιλώντας για τη χώρα του αποκάλυψε: «Πουλήσαμε στους Αμερικανούς τα δικαιώματα της διανομής για ένα κομμάτι ψωμί. Ετσι λοιπόν πρέπει να δούμε πώς έγιναν τόσο δυνατοί». Ο Σλοβένος Ιγκορ Κόρσιτς, πανεπιστημιακός καθηγητής, εκτίμησε ότι όλα είναι θέμα πολιτικής βούλησης. Ως εκ τούτου, σημείωσε, στις αρχές της δεκαετίας του '90, στη Σλοβενία, «υπήρχε ισχυρή πολιτική βούληση ...εξαφάνισης του κινηματογράφου μας»! Πρόσθεσε, ότι μόνο με την πίεση των «πανικοβλημένων» κινηματογραφιστών πέρασε ένας νόμος σχετικής προστασίας. Στη Σλοβενία, σύμφωνα με τον Κόρσιτς, μόλις το 3%-5% της διανομής καλύπτεται από ευρωπαϊκές εγχώριες ταινίες και το υπόλοιπο είναι αμερικανικές! Ο εκπρόσωπος του Κέντρου Κινηματογράφου της Λετονίας, Μπρούνο Ακτσουκς, «κατακεραύνωσε» την ΕΣΣΔ λέγοντας ότι επί σοσιαλισμού όλες οι ταινίες στη Λετονία έρχονταν από τη Μόσχα. Δεν εξήγησε όμως πώς προκύπτει το πρόβλημα που ο ίδιος ανέφερε, ότι τώρα που είναι «ελεύθεροι», οι λετονικές ταινίες είναι σχεδόν ανύπαρκτες στη Λετονία!

Ωστόσο, ένας άλλος εκπρόσωπος των Βαλτικών Χωρών, ο Λιθουανός Τόμας Ντονέλα (εκπροσωπούσε την Ενωση Λιθουανών Σκηνοθετών), αμφισβήτησε εμμέσως πλην σαφώς τις εκτιμήσεις του Λετονού συναδέλφου του για το σοβιετικό παρελθόν της Βαλτικής. Ο Ντονέλα είπε, ότι αυτή τη στιγμή στη Λιθουανία γυρίζεται μόνο μία ταινία το χρόνο. Κι όμως «το '60 και το '70 ήμασταν περήφανοι για την κινηματογραφία μας», συμπλήρωσε. Τώρα, οι Λιθουανοί τεχνικοί κατάντησαν φτηνό εργατικό δυναμικό για παραγωγούς-μεγαθήρια, όπως η αμερικανική «Warner», η οποία γυρίζει τις τηλεοπτικές της σειρές στα λιθουανικά στούντιο. Ακόμη και Ταινιοθήκη έπαψε να έχει η Λιθουανία. «Δεν μπορούμε να μπλοκάρουμε τους δρόμους ούτε να πάρουμε τα όπλα γιατί οι κινηματογραφιστές είμαστε λίγοι», κατέληξε ο Ντονέλα.

Κινηματογραφική κληρονομιά και δημόσια τηλεόραση

Τα εθνικά κινηματογραφικά αρχεία και οι ταινιοθήκες απασχόλησαν αρκετά τη σύνοδο , κυρίως για το ρόλο που μπορούν να παίξουν στην κινηματογραφική εκπαίδευση. Από τη συζήτηση προέκυψε, ότι οι ταινιοθήκες αντιμετωπίζουν κοινά προβλήματα στην ΕΕ, μεταξύ αυτών και το θέμα της πρόσβασης του κοινού σε αυτές, αφού συνήθως το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο δεν επαρκεί ή είναι «θολό». Επίσης, η έλλειψη μιας ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων για την ευρωπαϊκή κινηματογραφική κληρονομιά δημιουργεί κινδύνους για τα παλιά αριστουργήματα και δυσκολίες για την ανεύρεσή τους και, βέβαια, για την προβολή τους. Ο Ρίτσαρντ Πάτερσον, εκπρόσωπος του Βρετανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου, σημείωσε, ότι στη Βρετανία «βλέπουμε συνεχώς αμερικανικές ταινίες. Η επίδραση των μη αγγλόφωνων ταινιών στους Βρετανούς είναι από ελάχιστη έως ανύπαρκτη».

Ο Πάτερσον έθεσε και το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ταινιοθήκες με τα πνευματικά δικαιώματα, με αποτέλεσμα, ενώ οι ταινίες συντηρούνται από αυτές... να μην μπορούν να προβληθούν. Στην Ουγγαρία, μάλιστα, το πρόβλημα αυτό είναι διογκωμένο σκανδαλωδώς. Η Βέρα Γκιούρεϊ, διευθύντρια των ουγγρικών κινηματογραφικών αρχείων, είπε ότι τα πνευματικά δικαιώματα των ουγγρικών ταινιών από το 1945 μέχρι σήμερα ανήκουν σε ιδιωτική εταιρία!

Και αυτό το πρόβλημα όμως επιχειρείται να «λυθεί» από την ΕΕ μέσα από το «πρίσμα» της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Ο Σέρβος σκηνοθέτης Ντούσαν Μακαβέγιεφ, ο οποίος μίλησε ως υπεύθυνος του τμήματος Κληρονομιάς της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου, είπε - με «πίκρα» - ότι «ο καθένας σκέφτεται τη δική του κληρονομιά και όχι την ευρωπαϊκή»! Ξεκινώντας από τη λογική σκέψη ότι και οι μικρές ευρωπαϊκές χώρες κάνουν κινηματογράφο, που πρέπει να διασωθεί, καταλήγει σε μια πρόταση «τεχνητής» δημιουργίας «ευρωπαϊκού κινηματογράφου» στα πρότυπα των ΗΠΑ! Συγκεκριμένα, ανέφερε το παράδειγμα του αμερικανικού Κογκρέσου, το οποίο εδώ και 12 χρόνια επιλέγει (στο «όνομα του έθνους») κάθε χρόνο 25 αμερικανικές ταινίες που εμπίπτουν στα κριτήριά του περί «εθνικής κληρονομιάς». Κάτι ανάλογο ξεκινά και η ακαδημία! Είναι φανερό ότι επιδιώκεται η δημιουργία του «Ευρωπαίου πολίτη» όχι μόνον τυπικά, αλλά και ουσιαστικά, στη συνείδησή του. Αυτό το ανιστόρητο ιδεολόγημα είναι αποκαλυπτικό για τον κίνδυνο που απειλεί την πολιτιστική πολυμορφία.

Από τη σύνοδο αναδείχτηκε μια ακόμη πτυχή της καταστροφικής πολιτικής της ΕΕ. Ο Κάρολ Γιακούμποβιτς, μέλος του Συμβουλίου Δημόσιας Τηλεόρασης της Πολωνίας και εμπειρογνώμονας στα οπτικοακουστικά , αναφέρθηκε σε μια μελέτη της ΕΕ, από την οποία προκύπτει, ότι η δημόσια τηλεόραση της Ανατολικής Ευρώπης εξακολουθεί να «αιμοδοτεί» την κινηματογραφική παραγωγή με το 37% του κόστους της. Ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από αυτό της Δυτικής Ευρώπης. Ετσι, λοιπόν, για τον Γιακούμποβιτς «αν οι δημόσιοι τηλεοπτικοί σταθμοί δεν μπορούν να αντέξουν τον ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς θα χαθούν», με κίνδυνο «να μετατραπούν οι άνθρωποι από πολιτιστικοί παραγωγοί σε πολιτιστικούς καταναλωτές». «Αν θέλετε να προστατέψετε τη δημόσια τηλεόραση και τα κινηματογραφικά αρχεία, πρέπει να το κάνετε μέσω της προβολής των έργων και όχι με τα έργα στα ράφια», είπε, και πρόσθεσε καταγγελτικά: «Οι ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων σταθμών δε βρίσκουν αντίθετη την ΕΕ. Η ΕΕ δεν ενδιαφέρεται για τη δημόσια τηλεόραση και έτσι η ιδιωτικοποίηση θα συνεχιστεί. Θα πρέπει να δημιουργηθούν ασφαλιστικές δικλείδες για τις δημόσιες μεταδόσεις και μέσω του ευρωπαϊκού Συντάγματος. Θα το κάνει η ΕΕ ή θα υποκύψει στην πίεση της αγοράς; Δεν το ξέρω, αλλά το δεύτερο είναι το πιθανότερο», κατέληξε ο ομιλητής.


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ