Κυριακή 6 Απρίλη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Αρχή του τέλους ή τέλος μιας αρχής

Ανεξάρτητα από τους υπολογισμούς των αρμοδίων και αναρμοδίων οι - έτσι κι αλλιώς καταστροφικές - συνέπειες από τον πόλεμο των Αμερικανών και των υποτακτικών τους ενάντια στο Ιράκ (σε ανθρώπινες ζωές, στην παγκόσμια οικονομία, στο περιβάλλον κλπ.) είναι ανυπολόγιστες

Ποτέ από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι σήμερα, οι Αμερικανοί δε συνάντησαν τόσο πολλές δυσκολίες στην υλοποίηση των ιμπεριαλιστικών τους σχεδίων όπως η απόφαση που πήραν στις 20 του Μάρτη να προχωρήσουν μονομερώς - κόντρα και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ - σε «προληπτικό πόλεμο» ενάντια στο Ιράκ, στηριζόμενοι μόνο στη βοήθεια των κάθε είδους «σφογγοκωλαρίων» τους, τύπου Μπλερ, Αθνάρ, Μπερλουσκόνι και άλλων. Οπως, επίσης, ποτέ μέχρι σήμερα, μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι σχέσεις Αμερικανών και Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών (όπως εκφράζονται με όσα διαδραματίστηκαν το τελευταίο διάστημα στους κόλπους του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ, της ΕΕ, κλπ.) δεν ήταν τόσο διαταραγμένες, όπως αυτή την περίοδο. Είναι η πρώτη φορά, που, από επίσημα χείλη, διατυπώνονται όλο και πιο συχνά απόψεις για σοβαρό «ρήγμα» στις ευρωατλαντικές σχέσεις και στους κόλπους της ίδιας της ΕΕ, του ΝΑΤΟ κλπ. Οπως, επίσης, είναι η πρώτη φορά από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, που κορυφαίοι παράγοντες (πρωθυπουργοί, υπουργοί Οικονομίας, επικεφαλής διεθνών ιδρυμάτων και οργανισμών) μιλούν τόσο πολύ για την ύφεση.

Η πολιτική πυγμής που επιμένουν να δείχνουν προκλητικά οι κυβερνώντες των ΗΠΑ, ανάβοντας φωτιές πολέμου σε μια σειρά από χώρες-μέλη του ΟΗΕ με το «έτσι θέλω», είχε και έχει έναν και μοναδικό στόχο: Τη διατήρηση της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ (για να ακριβολογούμε, των αμερικανικών πολυεθνικών) σε όλους τους τομείς. Με τους πολέμους αυτούς, ο πλανητάρχης Τζ. Μπους έκανε σαφές στις κυβερνήσεις όλων των χωρών της Γης, ότι όποιος «δεν συμμορφώνεται προς τας υποδείξεις» του, τον περιμένει η τύχη της Βοσνίας, της Γιουγκοσλαβίας, του Αφγανιστάν, του Ιράκ και όσων τολμούν να αντιστέκονται στο μεγάλο αυτοκράτορα. Και στην προκειμένη περίπτωση, ο πραγματικός αυτοκράτορας δεν είναι ο Τζορτζ Μπους (αυτός είναι απλά ο σημερινός διαχειριστής, όπως ήταν το 1999 ο Μπιλ Κλίντον) αλλά οι αμερικανικές πολυεθνικές που τον στηρίζουν και ερίζουν για τη μοιρασιά μιας «πίτας» που δεν μεγαλώνει.

Αποτελεί κοινό μυστικό, ότι οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ προσπάθησαν να διαφυλάξουν την αμερικανική οικονομία από τις παρενέργειες της ύφεσης που αντιμετώπιζε η οικονομία της Ιαπωνίας, με μια σειρά από «μάχες» ή «μικρούς πολέμους», που έδωσε από τις αρχές της δεκαετίας του '90. Αν από αυτές τις μάχες και τους μικρούς πολέμους ενισχύθηκε αρχικά η παντοκρατορία των ΗΠΑ σε όλους τους τομείς (στρατιωτικός, πολιτικός, οικονομικός, εμπορικός, νομισματικός έλεγχος), τα τελευταία χρόνια το σκηνικό αλλάζει με γοργούς ρυθμούς. Η πολιτική «πυγμής», που επιχειρεί να δείξει ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζ. Μπους - όχι μόνο με δηλώσεις του τύπου «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας», αλλά και την εμμονή του να ματοκυλήσει ξανά το λαό του Ιράκ - δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας ή την απομάκρυνση των δικτατορικών-τυραννικών καθεστώτων, τύπου Σαντάμ Χουσεΐν κλπ. Οφείλεται στο γεγονός ότι από τα τέλη της δεκαετίας του '90 η οικονομία των ΗΠΑ έχει πάρει την κατηφόρα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ...αυτοκρατορία τους, αλλά και την παγκόσμια οικονομία.

Το φάντασμα της ύφεσης είναι εδώ

Παρά τις «ενέσεις» με κρατικές παρεμβάσεις, που εκδηλώθηκαν τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ, με τις διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων, την ενίσχυση των φοροαπαλλαγών στο κεφάλαιο, τη γενναία αύξηση των στρατιωτικών δαπανών (την περασμένη Τρίτη το Κογκρέσο ενέκρινε πρόσθετο κονδύλι 75 δισ. δολαρίων για την κάλυψη αναγκών του πολέμου ενάντια στο Ιράκ), η αμερικανική οικονομία δε λέει να ανακάμψει. Και το πρόβλημα αυτό οξύνεται, καθώς οι αρνητικές παρενέργειες της ύφεσης - που πλήττει την Ιαπωνία από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 - έχουν αρχίσει να γίνονται ολοφάνερες και στην υπό διεύρυνση Ευρωπαϊκή Ενωση, όπου μήνα με το μήνα οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ αναθεωρούνται προς το χειρότερο.

Ενδεικτικά είναι και τα ακόλουθα:

  • «Η αμερικανική παραγωγή στον μεταποιητικό τομέα συρρικνώθηκε τον Μάρτιο για πρώτη φορά τους τελευταίους πέντε μήνες. Ο δείκτης του Ινστιτούτου Υπεύθυνων Προμηθειών έπεσε τον περασμένο μήνα στο 46,2 από το 50,5 τον Φεβρουάριο, στο χαμηλότερο σημείο από τον Νοέμβριο του 2001. Το επίπεδο των 50 μονάδων αποτελεί τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη συρρίκνωση και την ανάπτυξη. Οι βιομηχανίες "φρενάρουν" την παραγωγή τους, καθώς μένουν στάσιμες οι καταναλωτικές δαπάνες, λόγω της αβεβαιότητας για τον χρονικό ορίζοντα τερματισμού του πολέμου» («Ναυτεμπορική» - «Wall Street Jornalle», 1 του Απρίλη 2003)
  • «Με αφορμή το Ιράκ, η "παλαιά Ευρώπη" Γαλλίας και Γερμανίας βρέθηκε αντίθετη προς τις ΗΠΑ και τη Βρετανία στο Συμβούλιο Ασφαλείας, προκαλώντας τριγμούς στην ήδη προβληματική στρατηγική για την οικονομική πολιτική. Εάν αυτή η αντιπαράθεση επεκταθεί πέραν της εξωτερικής πολιτικής στο πεδίο της πραγματικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, τότε οι τομείς του εμπορίου και των επενδύσεων μπορεί να αποδειχθούν θύματα των πολεμικών επιχειρήσεων στο Ιράκ(«Ναυτεμπορική» - «Wall Street Jornalle», 1 του Απρίλη 2003)
  • Η «Morgan Stanley» σημειώνει σε εκθέσεις της πως ο ρυθμός ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου έχει ήδη επιβραδυνθεί σε 5% ετησίως στο διάστημα 1998-2003, στον απόηχο της ασιατικής οικονομικής κρίσης, έναντι 6,5% που ήταν πριν από το 1994. Και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι θύμα αυτού του πολέμου είναι - εκτός των άλλων - το εμπόριο και οι επενδύσεις
  • Ο διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Χορστ Κέλερ, με δηλώσεις του στη γερμανική εβδομαδιαία επιθεώρηση «Wirtschaftswoch» στις 26 του Μάρτη 2003, σημείωνε: «Στην περίπτωση μιας μακράς σύγκρουσης, η παγκόσμια ύφεση δεν μπορεί πια να αποκλειστεί»
  • Η «Wall Street Jornalle» σημείωνε στις 28 του Μάρτη πως «το σενάριο με την ευνοϊκότερη εξέλιξη - ότι, δηλαδή, οι ΗΠΑ θα καταγάγουν μια σύντομη και εύκολη νίκη - έχει πεθάνει» και πως «οι πιθανότητες για ένα πρόωρο σενάριο με δυσμενή εξέλιξη είναι εξ ίσου λίγες». Παρατηρούσε πως «και για τον πρόεδρο της Φέντεραλ Ριζέρβ, Αλαν Γκρίνσπαν, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι η αμερικανική οικονομία και το χρηματιστήριο έχουν υποστεί πιέσεις κυρίως από τον πανικό του πολέμου - μια και οι φόβοι αυτοί κάθε άλλο παρά ευνοούν δανειακές χορηγήσεις - από εταιρικά σκάνδαλα και από τα μεθεόρτια του ξεσπάσματος της χρηματιστηριακής φούσκας».

Οπως αναφερόταν σε σχετικό τηλεγράφημα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων της 28ης του Μάρτη, «για δεύτερο συνεχή μήνα οι καταναλωτικές δαπάνες στις Ηνωμένες Πολιτείες έμειναν αμετάβλητες τον Φεβρουάριο και κάτι τέτοιο είχε να παρατηρηθεί από τον Δεκέμβριο του 1990 και τον Ιανουάριο του 1991, όταν οι ΗΠΑ βρίσκονταν σε περίοδο ύφεσης». Στο ίδιο τηλεγράφημα σημειωνόταν πως «η μειωμένη δυναμική των προσωπικών δαπανών είναι μια ακόμη ένδειξη ότι η οικονομία παραπατούσε ένα μήνα πριν η χώρα μπει στον πόλεμο. Η βιομηχανική παραγωγή επιβράδυνε και εξακολουθούσαν να χάνονται θέσεις εργασίας. Οσο για τις δαπάνες των νοικοκυριών, που αντιστοιχούν στα δύο τρίτα της οικονομίας, είναι πιθανόν να μην αναθερμανθούν σύντομα καθώς η εμπιστοσύνη των καταναλωτών έχει πέσει στο χαμηλότερο της δεκαετίας και οι Αμερικανοί φοβούνται επιδείνωση της ανεργίας».

Τα ίδια και στην ΕΕ

Την κατηφόρα έχει πάρει και ο δείκτης οικονομικής εμπιστοσύνης στην ΕΕ των «15» και στις χώρες της ευρωζώνης. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιοποιήθηκαν την 1η του Απρίλη, ο δείκτης οικονομικής εμπιστοσύνης (καταγράφει τις προσδοκίες των βιομηχάνων, των καταναλωτών, της οικοδομικής δραστηριότητας και του λιανικού εμπορίου) μειώθηκε κατά 0,6% στους «15» και στην ευρωζώνη και 0,2% στην Ελλάδα. Σχολιάζοντας τα στοιχεία αυτά, η Επιτροπή σημείωνε πως πρόκειται για τη μεγαλύτερη μείωση στο δείκτη οικονομικής εμπιστοσύνης στην ΕΕ σε μηνιαία βάση μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης του Σεπτέμβρη 2001.

Στην άτυπη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομίας της ΕΕ (ECOFIN), που πραγματοποιήθηκε το διήμερο 4 και 5 του Απρίλη στον Αστέρα Βουλιαγμένης, η Επιτροπή παρουσίασε δύο εναλλακτικά σενάρια - ανάλογα με τις επιπτώσεις του πολέμου ενάντια στο Ιράκ - για τους ρυθμούς ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Το «βασικό» σενάριο, που στηρίζεται στην εκτίμηση ότι μέχρι το καλοκαίρι «θα εξαλειφθούν σταδιακά οι γεωπολιτικοί αστάθμητοι παράγοντες», προβλέπει ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 1% στην ευρωζώνη για το 2003. Το δεύτερο σενάριο, το «μαύρο», βασίζεται σε μέση ετήσια αύξηση των τιμών του πετρελαίου κατά δέκα δολάρια σε σχέση με τις τρέχουσες τιμές, εξέλιξη που θα επιφέρει μείωση κατά 0,5% των ρυθμών ανάπτυξης.

Αλλα ενδεικτικά στοιχεία, της κατηφορικής πορείας της οικονομίας της ΕΕ, αποτελούν και τα εξής: Πρώτον, ότι ο γερμανικός δείκτης επιχειρηματικής εμπιστοσύνης Ifo έπεσε θεαματικά. Το βαρόμετρο επιχειρηματικής εμπιστοσύνης στη Γερμανία, που είναι ο δείκτης Ifo, έπεσε στο 88,1 από το 88,9, ψαλιδίζοντας τις ελπίδες για βελτίωση της οικονομίας της χώρας. Δεύτερον, η «αναιμική» ανάπτυξη της γαλλικής οικονομίας στο πρώτο εξάμηνο του 2003 σε συνδυασμό με την άνοδο της ανεργίας. Η στατιστική υπηρεσία της Γαλλίας (INSEE) αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις της για την αύξηση του γαλλικού ΑΕΠ στο πρώτο και δεύτερο τρίμηνο φέτος σε 0,3%, ενώ η ανεργία το Φλεβάρη εκτινάχτηκε στο 9,3% και διαμορφώθηκε στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 29 μηνών.

Με την απόφαση των Αμερικανών να αρχίσουν - κόντρα στις αποφάσεις του ΟΗΕ και του Συμβουλίου Ασφαλείας - τους βομβαρδισμούς στο Ιράκ, κανείς δεν μπορεί να προδικάσει τις εξελίξεις για το μέλλον της ανθρωπότητας. Ολα δείχνουν, πως με την προκλητική αυτή ενέργεια ο πλανητάρχης έβαλε τα θεμέλια για την αρχή του τέλους της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ, ανοίγοντας έτσι το δρόμο - μέσα από το συντονισμό της πάλης των λαών της Γης - για ένα καλύτερο αύριο. Ισως ο πόλεμος αυτός - σε συνδυασμό με μια σειρά από άλλους (όχι στρατιωτικούς, αλλά οικονομικούς, εμπορικούς κλπ.) που βρίσκονται σε εξέλιξη - επιβεβαιώσει το αρχαίο ρητό «Ουδέν κακόν αμιγές καλού». Ισως οδηγήσουν σε καλύτερες μέρες την ανθρωπότητα, με την ενεργοποίηση και το συντονισμό της πάλης των λαών της Γης, για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και την ειρηνική συνεργασία των λαών με βάση το κοινωνικά αμοιβαίο όφελος (και όχι τα μονοπωλιακά κέρδη).


Λάμπρος ΤΟΚΑΣ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ