Διαλέγοντας ως υλικά την πέτρα και το ξύλο, τα βότσαλα και τις ρίζες που ξεβράζει το κύμα ο ποιητής έμοιαζε να ελευθερώνει τα κρυμμένα τους μυστικά. Οπως σημειώνει ο Γ. Τσαρούχης «Το θέμα του είναι ένα σ' ό,τι σχεδίασε και ζωγράφισε: η ανθρώπινη μορφή, που παλεύει με την αγριότητα του κόσμου για να αγριέψει και η ίδια στο τέλος και να γίνει τερατώδης και αλύπητη. Μα μέσα απ' την αγριάδα και τη σκληρότητα, σαν σπίθα μέσα στη στάχτη, υπάρχει ατόφια αγάπη και, σαν περαστική αστραπή, ο έρωτας, πέρα από την εγκράτεια και την απόλαυση. Ο έρως που δημιουργεί τον κόσμο».
Στα έργα αυτά, δημιουργήματα τα περισσότερα της εξορίας, ο Γ. Ρίτσος διοχέτευσε την απελπισία του αλλά και τις άσβεστες ελπίδες του. Ζωγράφισε την ασχήμια, αλλά και την αγάπη του για τη ζωή και την ομορφιά. Αποτύπωσε τη μοναξιά του αλλά και τη βαθιά του πίστη στον άνθρωπο. «Ο Ρίτσος αναζητεί και ανακαλεί πάνω στις πέτρες του τον χαμένο παράδεισο: έναν κόσμο αιώνιας και αμάραντης νιότης, ερατεινά κορίτσια και αθλητικά αγόρια με ελληνικές κατατομές, εμπνευσμένες από την αρχαία αγγειογραφία» σημειώνει η Μαρίνα Λαμπράκη - Πλάκα. «Το τραγικό του βίωμα ο ποιητής το αποτύπωσε σχεδόν αποκλειστικά και με μεγάλη εκφραστική ένταση στις ρίζες από καλάμια. Οι ίδιες οι ρίζες, βασανιστικές, ροζιασμένες του υπαγόρευαν τις μορφές που ανέσυρε με ελάχιστες γραμμές μέσα από τα πάθη του ξύλου. Γιατί οι ρίζες έχουν πάνω τους τα ίχνη του χρόνου, της φθοράς, του γήρατος. Ετσι βγήκαν αυτές οι μαρτυρικές φυσιογνωμίες, που ανταποκρίνονται στα πάθη του ποιητή, στα πάθη του λαού μας».
Οι φωτογραφίες που παρουσιάζονται στο λεύκωμα έχουν εκτεθεί σε εκθέσεις στο Μουσείο Πομπιντού του Παρισιού, στα Πανεπιστήμια της Σορβόνης και του Στρασβούργου και στην Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα.
Το βιβλίο συνοδεύεται από cd, όπου ακούγεται ο ποιητής να διαβάζει γνωστά και άγνωστα έργα του με μουσική υπόκρουση του Νότη Μαυρουδή. Επίσης, περιλαμβάνονται δύο τραγούδια του ίδιου συνθέτη σε στίχους του Γιάννη Ρίτσου, ερμηνευμένα από τον Πέτρο Πανδή.