Κυριακή 26 Γενάρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΣΤΟΡΙΑ
Σκοτώσανε τον καπετάνιο

Τέλη Δεκέμβρη 1949. Ο χειμώνας ήταν σκληρός, έπεσε και χιόνι στο νησί. Μας βάζουν την ημέρα να καθόμαστε κατάχαμα. Απαγορεύεται να βάλεις ένα κουρελάκι, για να καθίσεις, ή μια πέτρα, για να μην είσαι καθισμένος μέσα στις λάσπες και το νερό. Απαγορεύεται κάθε κίνηση, απαγορεύεται να στρέψεις δεξιά ή αριστερά. Εκεί, υποχρεωμένος να βλέπεις προς μια κατεύθυνση, χωρίς να στρίβεις το κεφάλι. Και η παραμικρή κίνηση κολάζεται με ξυλοδαρμό. Το σώμα σου πιάνεται από την υγρασία και γίνεται ένα με τις λάσπες και τη γη. Φαγητό μας δίνουν κάθε δεύτερη ή και κάθε τρίτη μέρα. Το φαγητό είναι δυο μπουκιές ψωμί και λίγα χόρτα, χωρίς λάδι.

Ο χώρος της απομόνωσης περιφραγμένος - με αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Αντίσκηνα ατομικά σε μια απόσταση το ένα με το άλλο. Οταν έβρεχε, το νερό έμπαινε μέσα.

Τα αντίσκηνα, περιφραγμένα και αυτά με αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Μπροστά στην είσοδο, ένας μικρός, χαμηλός διάδρομος, φτιαγμένος κι αυτός με αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Από κει πρέπει να περάσεις για να μπεις στη σκηνή σου. Μόνο η σκέψη του κομμουνιστή, που δε λυγίζει μπροστά στους σωματικούς και ηθικούς βασανισμούς, είναι ελεύθερη.

Μόλις νυχτώσει, μας βάζουν μέσα στα αντίσκηνα. Φοβούνται μήπως περάσει κανένας τα σύρματα και δραπετεύσει, κολυμπώντας στη θάλασσα, που είναι μερικά μέτρα κάτω από την απομόνωση.

Οταν μας κλείνουν στ' αντίσκηνα, μας χύνουν στην πλάτη πάνω από το σβέρκο νερό. Το νερό το 'χουν, όχι για να πίνουμε, αλλά για να είμαστε όλη τη νύχτα και τη μέρα βρεγμένοι. Δεν υπάρχει δυνατότητα ν' αλλάξεις, γιατί δεν έχεις άλλη αλλαξιά, δεν έχεις τίποτε στεγνό να βάλεις επάνω σου. Εκεί έπαθα και πλευρίτη.

Κάθε βράδυ, κατεβάζουν κάνα δυο στο φυλάκιο. Δε μας παίρνουν μαζί. Παίρνουν πρώτα τον ένα κι ύστερα τον άλλον, αφού τελειώσουν με τον πρώτο. Οι βασανιστές εναλλάσσονται στο «έργο» τους, για να μην κουράζονται. Την πρώτη θέση κατέχουν οι φάλαγγες, τα χτυπήματα στα άκρα, παντού. Αλλά και τα αδέσποτα χτυπήματα, κλοτσιές, κοντακιές, γροθιές δε λείπουν. Στήνουν χορό γύρω σου και ουρλιάζουν. «Απόψε θα την κάνεις, θα την κάνεις» (τη δήλωση, δηλαδή). «Ηρωας δε θα βγεις από το Μακρονήσι».

Το κατέβασμα στο φυλάκιο δε σταματάει σ' ένα γύρο. Εχει συνέχεια.

Ο Παντελής Κιουρτζής βγάζει αίμα από το στόμα. Ο Ηρακλής ο Μποζαντζίδης δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του. Ο Τηλέμαχος Μεταξωτός έχει γίνει ένα κουβάρι από τις φάλαγγες, δεν ορίζει τίποτε, ούτε μέση, ούτε χέρια. Τα χέρια και τα πόδια του Μήτσου Τατάκη είναι πρησμένα και κατάμαυρα. Τα δάχτυλα του ενός χεριού πυορροούν. Ζήτησε μια μέρα λίγη γάζα, για να δέσει τις πληγές, αλλά οι δήμιοι τον «περιποιήθηκαν», κτυπώντας τα δάχτυλα του χεριού με την ξιφολόγχη.

Είπα στον Πολύβιο Κουτσόγεργα, που τον είχαν κάνει αγνώριστο: «Πολύβιε, όσες φάλαγγες έκανες και έκανα εν ονόματι του νόμου, θα τις πληρώσουμε και με τους τόκους πάλι εν ονόματι του νόμου». Ο Πολύβιος ήτανε και αυτός πρώην αστυνομικός και μάλιστα της Γενικής Ασφάλειας.

Πλησιάζουν Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, θα 'λεγε κανείς ότι οι «Χριστιανοί» θα σταματούσαν γι' αυτές τις μέρες τις φρικαλεότητες, θα έδειχναν λίγη ανθρωπιά. Πέσαμε έξω. Η κατάσταση χειροτέρευσε.

Μία από τις «άγιες» αυτές μέρες, μας επισκέφθηκε στην απομόνωση ο ιερέας του στρατοπέδου. Δεν ήρθε από συμπόνια, από κανένα αίσθημα ανθρωπιάς.

Ηρθε να μετρήσει το ηθικό μας, να μας καλέσει εμάς τους «αμαρτωλούς» σε μετάνοια. Μας μοίραζε μια «χριστιανική επιστολή» και του είπαμε να την κρατήσει και να μην κουράζεται για τη δική μας ψυχή.

Φθάσαμε στις 9 Γενάρη του 1950. Μαθαίνουμε το πρωί πως ετοιμάζουν μεταγωγή σε μένα και τον Πολύβιο για έκτακτο στρατοδικείο. Περιμένουμε από στιγμή σε στιγμή να μας φωνάξουν. Ο καθένας στον κλωβό μας δίνει και από κάποια παραγγελία. Ολα γίνονται με προσοχή και μέσα σε δυσκολίες. Στο αριστερό μέρος της απομόνωσης, όπως μπαίνουμε, είναι το αντίσκηνο του Τατάκη. Ο Μήτσος με ειδοποιεί ότι έχει αφήσει κάτω από μια πέτρα, εκεί στο υπαίθριο αποχωρητήριο της απομόνωσης, ένα σημείωμα. Να το πάρω και να το δώσω στην αδελφή του, που έμενε στον Πειραιά, και να της πω πως ο Μήτσος είναι καλά.

Παραμονή της αναχώρησής μας, 9/1/1950. Νύχτωσε για καλά. Κατεβάζουν στο φυλάκιο τον Μεταξωτό και ύστερα απ' αυτόν τον Τατάκη.

Η απουσία του Μήτσου κράτησε τη βραδιά εκείνη αρκετή ώρα. Από μια σχισμή του αντίσκηνου, κοιτάζω προς το φυλάκιο και αφουγκράζομαι. Το ούρλιασμα των βασανιστών, σα να ξεχωρίζει μέσα από το βουνό, τον αγέρα και το βογκητό της θάλασσας, που ξέσπαγε στο βράχο της απομόνωσης.

Σε μια στιγμή φάνηκαν να κινούνται δύο σκιές από το φυλάκιο προς την απομόνωση. Οσο πλησιάζουν, ξεχωρίζουν καλύτερα. Ο Μήτσος μπροστά ξυπόλυτος, κρατούσε τη μέση του και δύσκολα περπατούσε. Από κοντά ο αλφαμίτης, που συνέχεια τον κτυπούσε με την κάννη του όπλου.

Μπήκαν στον κλωβό. Τώρα δε διακρίνω τίποτα. Ενας βόγκος σαν να 'ρχεται από πολύ βαθιά. Περασμένα μεσάνυχτα, ο βόγκος σβήνει σιγά - σιγά. Υστερα από λίγο ακούγονται ποδοβολητά προς το μέρος της σκηνής του.

Τον παίρνουν, ο Μήτσος ήταν νεκρός. Αφησε την τελευταία του πνοή με το ΟΧΙ στα χείλη, το ΟΧΙ που μας είχε απομείνει, το μοναδικό όπλο πάλης, ενάντια στην κτηνωδία και τις φρικαλεότητες του φασισμού. Υψώθηκε ο Τατάκης σαν μια πελώρια δρυς και σκέπασε το νησί μας.

Πρωί - πρωί κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα: ΣΚΟΤΩΣΑΝΕ ΤΟΝ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ.

Με παίρνουν τις πρωινές ώρες της 10ης Γενάρη με τον Πολύβιο από το σύρμα. Με βαθιά συγκίνηση και μίσος κατά των τυράννων φορτωνόμαστε - ό,τι μας είχε απομείνει από τα πράγματά μας.

Μας πάνε στο κεντρικό φυλάκιο της A. M. Από κει ρίχνουμε μια ματιά στην απομόνωση. Τα αντίσκηνα κλειστά, σιωπή ολόγυρά μας. Ολα είχαν σιγήσει. Οι άνανδροι δολοφόνοι λούφαξαν από φόβο μπροστά στο νεκρό.

Μας βάζουν στο καΐκι και από κει στο Λαύριο και στη συνέχεια στον Πειραιά, στις φυλακές Βούρλων. Η πρώτη μας φροντίδα ήτανε να στείλουμε έξω γράμματα και καταγγελίες για το δολοφονικό όργιο της Μακρονήσου. Μια τέτοια επιστολή - καταγγελία ήταν και το γράμμα του Πολύβιου Κουτσόγεργα, που στάλθηκε στην εφημερίδα «ΜΑΧΗ» και δημοσιεύτηκε στις 17/3/1950.

Στα πρώτα μελήματά μας ήταν να ειδοποιήσουμε και την αδελφή του Τατάκη. Καταφέρνει και έρχεται στο επισκεπτήριο. Της έδωσα το σημείωμα. Με ρωτάει τι κάνει κι αν είναι καλά ο Μήτσος.

Πολύ προσπάθησα να συγκρατήσω τη συγκίνησή μου, το δάκρυ μου. Της είπα: «Αυτές τις μέρες βασανίζονται σκληρά στην απομόνωση και χθες βράδυ γίνανε όργια.

Ορισμένα σημάδια λένε ότι μπορεί να υπάρχουν και νεκροί. Από στιγμή σε στιγμή, πολλά μπορεί να γίνουν. Κινηθείτε προς όλες τις κατευθύνσεις, αδελφές, μανάδες, για να σταματήσει το κακό. Αύριο θα 'ναι πολύ αργά».

Ετσι έκλεισε η συζήτησή μας. Εφυγε η αδελφή με αγωνία και φόβο, αλλά και την ελπίδα πως ο Μήτσος μπορεί να ζει.

Η δίκη αναβλήθηκε και μας ξαναγυρίζουν στο Μακρονήσι, στη ΣΦΑ. Μένουμε μια βραδιά στο Τμήμα Μεταγωγών Λαυρίου. Γεμάτα τα κρατητήρια με «ανανήψαντες» και στρατιώτες. Βαριά η ατμόσφαιρα. Ενας δεν μπορεί να κλείσει μάτι. Στριφογυρίζει στη γωνιά με βαριά αγκούσα και αναστεναγμούς. Τον πλησιάζω. «Μπορώ να σου φανώ χρήσιμος;», του λέω. Το μάτι φοβισμένο, η σκέψη του πλανιόνταν. «Θα ήθελα», μου λέει, «το πρωί, που θα ανέβαινα στο καΐκι για το Μακρονήσι, να ταξιδεύω και να ταξιδεύω μέρες και νύχτες χωρίς τελειωμό και να μην έφτανα ποτέ σ' αυτό το νησί του τρόμου και του θανάτου».

Ξαναγυρίσαμε στην απομόνωση. Πέρασαν μερικές μέρες με μια κάποια ηρεμία. Στις 40 μέρες από τη δολοφονία του συντρόφου Τατάκη, κρατήσαμε το βράδυ, γονατιστοί στ' αντίσκηνά μας, ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του. Στο λαό μας κάναμε την προσευχή ν' αξιωθούμε τίμιο θάνατο και δώσαμε στο κόμμα μας, το ΚΚΕ, τον όρκο, την πίστη του Τατάκη να κάνουμε ένα λάβαρο.

Ενα πρωινό, μας παίρνουν από την απομόνωση, ξηλώνουν τις σκηνές και μας πηγαίνουν στο πίσω μέρος του νησιού, που βλέπει προς το νησάκι της Τζιας. Εκεί υπάρχει μια σπηλιά στο βράχο. Μας βάζουν μέσα. Είχε έρθει κάποια επιτροπή και μας κρύψανε, για να μην έρθουμε σε επαφή. Η επιτροπή επισκέφθηκε τους «ανανήψαντες» και τους ποινικούς. Η διοίκηση των φυλακών τα 'χε φτιάξει έτσι, ώστε να δώσει την εικόνα που ήθελε, και να πάρει καλό πιστοποιητικό. Τα χάλασε, όμως, ένας «ανανήψας», που έλαβε το θάρρος και είπε στην επιτροπή να πάει στην απομόνωση, πίσω από το βουνό, σ' αυτούς που βασανίζουνε. Η επιτροπή, παρ' όλα αυτά, δεν κινήθηκε να έρθει να μας συναντήσει. Με τη μετακίνησή μας αυτή, συναντήθηκε όλη η απομόνωση στη σπηλιά. Κλάψαμε τον Τατάκη, μοιραστήκαμε τον πόνο μας, ό,τι είχαμε και δεν είχαμε κι είπαμε να είμαστε κάθε στιγμή έτοιμοι, για να αντιμετωπίσουμε και χειρότερα. Οταν έφυγε η επιτροπή, την ίδια μέρα, μας ξαναγύρισαν στον κλωβό μας.

Κάθε φορά που η σκέψη μου με φέρνει στον τόπο αυτό του μαρτυρίου, βλέπω τον Μήτσο Τατάκη να στέκεται ολόρθος στους βράχους με υψωμένη τη γροθιά, φάρος του αγώνα.


Του
Γιάννη ΠΑΛΑΒΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ